• Σχόλιο του χρήστη 'ΚΜ' | 27 Απριλίου 2025, 09:02

    Ένας νόμος όταν εισάγεται στο Κοινοβούλιο για ψήφιση από καταβολής του Ελληνικού Κράτους, θα πρέπει να εξυπηρετεί μια σκοπιμότητα. Να ρυθμίσει μια έννομη σχέση η οποία έχει φυσικά ανάγκη να ρυθμιστεί. Για τον λόγο αυτό υπάρχει και η αντίστοιχη αιτιολογική έκθεση, η οποία συνοδεύει κάθε προς ψήφιση νομοσχέδιο. Εν προκειμένω όλο αυτό το χρονικό διάστημα (αν ενθυμούμαι καλά από τις αρχές του μηνός Φεβρουαρίου του τρέχοντος έτους) που προφορικά και ανεπίσημα ψιθυρίζονταν στους δικαστικούς κύκλους η επέκταση του κωλύματος στην Εφετειακή Περιφέρεια αναρωτιέμαι ειλικρινά ποια είναι η σκοπιμότητα της συγκεκριμένης διατάξεως. Που δηλαδή αποσκοπεί η θέσπιση-διεύρυνση του κωλύματος στα πλαίσια της εφετειακής περιφέρειας. Η απάντηση είναι ότι πρακτικά δεν εξυπηρετεί πουθενά καθόσον μετά την απελευθέρωση του Δικηγορικού επαγγέλματος κάθε Δικηγόρος, σύζυγος ή συγγενής δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και δευτέρου (β) βαθμού δύναται να ασκήσει τα δικηγορικά του καθήκοντα και να αναλάβει πάσης φύσεως υποθέσεις εκπροσωπώντας εντολείς του σε οποιοδήποτε Πρωτοδικείο ή Εφετείο της Χώρας χωρίς μάλιστα να απαιτείται η παλαιά ισχύουσα «νομιμοποίησή του» στις αστικές και διοικητικές υποθέσεις από έτερο Δικηγόρο, μέλος του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου στην περιφέρεια του δικαστηρίου του οποίου συζητείται η συγκεκριμένη υπόθεση. Αν πράγματι υπήρχαν σκιές και πιθανές καταγγελίες για συγκεκριμένες συμπεριφορές μετά την κατάργηση του κωλύματος σε επίπεδο Πρωτοδικείου για τις συγκριμένες πόλεις (κώλυμα το οποίο επανήλθε ως γνωστόν με το άρθρο 72 του ν. 5172/2025) τότε θα έπρεπε είτε η ηγεσία του ΑΠ είτε το Υπουργείο Δικαιοσύνης να εξετάσει κάθε περίπτωση ξεχωριστά και να πράξει τα δέοντα στην περίπτωση που ευσταθούσαν οι τυχόν αιτιάσεις για ορισμένο ή ορισμένα πρόσωπα Δικαστικούς και Εισαγγελικούς λειτουργούς. Επομένως και με την παραδοχή ότι κάτι τέτοιο δεν συντρέχει και δεν υφίσταται διότι δεν έχει γίνει έως και την ώρα αυτή γνωστό στην κοινή γνώμη, θα κληθεί η σεβαστή ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η οποία απαρτίζεται από Δικηγόρους κατά κύριο επάγγελμα να δικαιολογήσει με απτά επιχειρήματα ενώπιον της Εθνικής Αντιπροσωπείας την σκοπιμότητα της εισαγόμενης διατάξεως. Τουναντίον αξιότιμε κ. Υπουργέ και κ. Υφυπουργέ της Δικαιοσύνης, οι οποίοι αμφότεροι τυγχάνετε έγκριτοι Δικηγόροι και έχετε γίνει γνωστοί ανά το πανελλήνιο πρώτα ως έγκριτοι Δικηγόροι μέσα από το επάγγελμά σας και μετά λόγω της ενασχολήσεως σας με την πολιτική, καλείστε να αναλογιστείτε τις ομολογούμενες άτοπες και άλογες συνέπειες, τις οποίες θα επιφέρει η ενδεχόμενη θέσπιση του συγκεκριμένου κωλύματος, τόσο στους έχοντες το κώλυμα δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, όσο και στους συζύγους ή τους συγγενείς Δικηγόρους ή στα ανήλικα τέκνα τους, των οποίων ο γονέας δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός, χωρίς να έχει δικαιολογήσει με την συμπεριφορά του κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του, έστω και ως υπόνοια, την αναγκαιότητα της εφαρμογής της διατάξεως, όλως ξαφνικά θα αναγκαστεί να μετακινηθεί μακριά από την οικογενειακή εστία (ήδη η προθεσμία των αιτήσεων μετάθεσης για το προσεχές δικαστικό έτος έχει συμπληρωθεί) ανατρέποντας την οικογενειακή ηρεμία και επιφορτίζοντας τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης με άλλο ένα επιπλέον άγχος. Όμως αξιότιμη Ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης είναι με μαθηματική ακρίβεια βέβαιο ότι στην πράξη δεν θα μπορέσει να εφαρμοστεί η προτεινόμενη προς ψήφιση διάταξη, καθόσον θα υπάρχουν πολλά πρακτικά προβλήματα στην εφαρμογή της. Στο σημείο τούτο και προς οικονομία των γραφομένων μου, σας παρακαλώ να διαβάσετε με προσοχή τα κείμενα των επιστολών που έχουν ήδη αποστείλει προς Υμάς η ΕΝΔΕ και η ΕΕΕ μέσω των οργάνων που τις εκπροσωπούν και τα τιθέμενα επιχειρήματα υπέρ της άποψης ότι η προτεινόμενη προς ψήφιση διάταξη δεν θα πρέπει να εισαχθεί προς ψήφιση. Σε κάθε περίπτωση μια ευνομούμενη πολιτεία, όπως η δική μας, δεν επιτρέπει να τιμωρούνται δικαστές και εισαγγελείς με αυτόν τον τρόπο, όταν οι ίδιοι δεν έχουν δώσει την παραμικρή αφορμή, ώστε να αμφισβητηθεί η εντιμότητά τους, αλλά και η αμεροληψία τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους από οποιονδήποτε παράγοντα της δίκης (Δικηγόρους, συναδέλφους Δικαστές και Εισαγγελείς, Δικαστικούς Υπαλλήλους, αλλά και Πολίτες που αναζητούν την Δικαιοσύνη) στις μικρές κοινωνίες που ασκούν για μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα τα καθήκοντά τους. Η υπό κρίση διάταξη, η οποία εισάγεται προς ψήφιση για πρώτη (α) φορά στην ιστορία του Ελληνικού Κράτους από της ιδρύσεώς του, θα επιφέρει τα αντίθετα αποτελέσματα από τα αναμενόμενα και αντί να επιλύσει τα τυχόν «προβλήματα» και «παθογένειες» που επέφερε η κατάργηση των κωλυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 49 παρ. 5 του ν. 4938/2022 (τα οποία ήδη επαναφέρθησαν κατά τα ως άνω προαναφερθέντα), θα προκαλέσει νέες δυσλειτουργίες, καθόσον θα στερήσει από τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς την κατάλληλη συναισθηματική ηρεμία κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεδομένου ότι θα αναγκαστούν χωρίς δική τους υπαιτιότητα να μετοικήσουν μακριά από την οικογενειακή τους εστία, χωρίς οι ίδιοι να το επιθυμούν ή να ευθύνονται περί τούτου, τη στιγμή μάλιστα που περίμεναν έτη και έτη, για να μπορέσουν να μετακινηθούν σχετικά πλησίον των οικογενειών τους. Προσωπικά ως συλλειτουργός της Δικαιοσύνης σας παρακαλώ θερμά, έστω και την ύστατη αυτή στιγμή, αξιότιμε κ. Υπουργέ και κ. Υφυπουργέ της Δικαιοσύνης, μετά το πέρας της διαβούλευσης του συγκεκριμένου άρθρου να το αποσύρετε, τοποθετώντας στην θέση σας καθέναν από τους έχοντες το κώλυμα συναδέλφους σας, λόγω της συγγενικής ή συζυγικής σχέσεως με τους πολυάριθμους δικαστικούς ή εισαγγελικούς λειτουργούς, οι οποίοι θα εμπίπτουν πλέον στο κώλυμα, αναλογιζόμενοι τις συνέπειες τις οποίες θα επιφέρει στην καθημερινότητα τους η τυχόν υπερψήφιση της συγκεκριμένης διατάξεως. Τα τυχόν «προβλήματα» και «οι παθογένειες» της συγγενικής ή συζυγικής σχέσεως δικαστικών ή εισαγγελικών λειτουργών με δικηγόρους, δεν επιλύονται κάθετα με την κυριολεκτική διάλυση πάντων όσων εμπίπτουν στην προς ψήφιση διάταξη, οι οποίοι τυγχάνουν πολυάριθμοι, αλλά με την κατά μόνας εξέταση και κατά περίπτωση τυχόν μη αμερόληπτου ή μη ακέραιου δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού, ο οποίος έχει σύζυγο ή συγγενή Δικηγόρο.