Αρχική Παρεμβάσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας - Τροποποιήσεις σχετικά με τη δημοσίευση διαθηκών - Τροποποιήσεις στο ρυθμιστικό πλαίσιο των ανακοπών…ΜΕΡΟΣ Α΄ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΑΘΗΚΩΝ – ΣΥΣΤΑΣΗ ΜΗΤΡΩΟΥ ΔΙΑΘΗΚΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΠΡΩΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (Άρθρα 3-22)Σχόλιο του χρήστη Αναστάσης Καρδαμάκης, Δικηγόρος | 28 Ιουνίου 2025, 17:36
Σχόλια επί του Κεφαλαίου Β´ του Α’ Μέρους του Σχεδίου Νόμου / Επί του άρθρου 3 του Σχεδίου: η διευκρινιστική προσθήκη είναι ορθή. Ωστόσο, προς εσωτερική, συστηματική εναρμόνιση με το υφιστάμενο άρθρο 614 περ. 5 ΚΠολΔ, προτείνεται η προσθήκη μνείας και στους πιστοποιημένους διαμεσολαβητές του Ν. 4640/2019, οι διαφορές των οποίων με τα συμμετέχοντα στη διαμεσολάβηση μέρη υπάγονται, όσον αφορά σε έξοδα, αποζημιώσεις και αμοιβές, στην εξαιρετική υλική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου. / Επί του άρθρου 4 του Σχεδίου: η σκοπούμενη αύξηση του ορίου υλικής αρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, δικάζοντος ως δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, είναι, κατά την άποψη μου, προβληματική για τρεις λόγους: (α) αυξάνει υπερβολικά τον φόρτο εργασίας των Πρωτοδικείων• δεν μπορούμε να μιλούμε για επιτάχυνση, εάν τα τμήματα εφέσεων των κατά τόπον Πρωτοδικείων εκδικάζουν σε δεύτερο βαθμό ευρεία γκάμα διαφορών, απασχολώντας ανθρώπινο δυναμικό (Πρωτοδίκες, δικαστικούς υπαλλήλους) και πόρους, (β) οδηγεί σε εξέταση εφέσεων επί διαφορών υψηλού χρηματικού αντικειμένου (άλλο 30.000 ευρώ και άλλο 70.000 ή 80.000 ευρώ) από δικαστές με σημαντικά λιγότερη εμπειρία από τους Εφέτες• συνεκτιμώντας τον κίνδυνο “bias” από την εκδίκαση της ίδιας υπόθεσης στο ίδιο Πρωτοδικείο (ειδικά, στους μικρότερους δικαστικούς σχηματισμούς της ελληνικής επαρχίας) σε αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, ελλοχεύει ορατός κίνδυνος ποιοτικής υποβάθμισης της αποδιδόμενης δικαιοσύνης και (γ) υποκρύπτεται περιορισμένος αναιρετικός έλεγχος, καθώς οι αποφάσεις του άρθρου 18 παρ. 2 ΚΠολΔ αναιρεσιβάλλονται με τους περιορισμένους λόγους από το -μη τροποποιούμενο- άρθρο 560 ΚΠολΔ. Μετά την οικονομική κρίση, διαφορές με αξία αντικειμένου τα 70.000 ή 80.000 ευρώ είναι συνήθεις και διόλου ευκαταφρόνητες για πολλά ελληνικά νοικοκυριά και αρκετές ημεδαπές επιχειρήσεις• οι οικείες τελεσίδικες αποφάσεις θα πρέπει να υπόκεινται σε πλήρη αναιρετικό έλεγχο. Τούτο άλλωστε επιβάλλεται και από την πίεση των δικαστών ενόψει του προτεινόμενου άρθρ. 307 ΚΠολΔ. Οι εκεί τασσόμενες ασφυκτικές προθεσμίες έκδοσης αποφάσεων βέβαιο είναι ότι θα οδηγήσουν σε λάθη «αβλεψίας» (ίσως και σοβαρά), στην προσπάθεια για γρήγορη επεξεργασία των δικογραφιών. Τα λάθη αυτά πρέπει να μπορούν να διορθωθούν από πεπειραμένους δικαστές και όχι να μείνουν στο απυρόβλητο. Εξάλλου, η επιλογή του «πλαφόν» των 80.000 ευρώ δεν φάινεται να υποστηρίζεται από νομοτεχνικά ή έτερα (οικονομικά, κοινωνικά) κριτήρια και φαντάζει μάλλον αυθαίρετη. Προτέινεται να μην τροποποιηθεί η διάταξη ως έχει και να παραμείνει το όριο των 30.000 ευρώ. / Επί του άρθρου 5 του Σχεδίου: η σκοπούμενη τροποποίηση είναι κοινωνικά επιβεβλημένη και καταργεί έναν αναχρονιστικό όρο. Προτείνεται, για λόγους σαφήνειας, η προσθήκη αναφοράς και σε «αποκλειστικούς νοσοκόμους, γηροκόμους». / Επί του άρθρου 6 του Σχεδίου: η προωθούμενη τροποποίηση (παρ. 2) κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά επιδέχεται, κατά τη γνώμη μου, σημειακών νομοτεχνικών βελτιώσεων. Πιο συγκεκριμένα: (α) θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η παρ. 2 εφαρμόζεται μόνο όταν συνομολογήσας τη ρήτρα είναι καταναλωτής κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 Ν. 2251/1994. Αφενός, νομολογιακά, αυτή είναι η συχνότερα απαντώμενη περίπτωση (λ.χ. σύναψη δανείου σε υποκατάστημα Τράπεζας) και χρήζουσα ρύθμισης, επειδή προκαλείται σημαντική ανισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων καταναλωτή και προμηθευτή. Αφετέρου, δεν συντρέχει λόγος προστασίας άλλου προσώπου, π.χ. εμπόρου, που συναλλάχθηκε με το υποκατάστημα (π.χ πώλησε εμπορεύματα ή παρείχε υπηρεσίες). Υπό την υφιστάμενη μορφή της ρύθμισης, εισάγεται υπέρμετρη δέσμευση της συμβατικής ελευθερίας, ιδίως μεταξύ ισοδύναμων μερών ή επαγγελματιών, (β) θα πρέπει να προβλεφθεί ρητά η κύρωση της αυτοδίκαιης και αυτεπάγγελτα λαμβανομένης υπόψη ακυρότητας της ρήτρας σε περίπτωση που παραβιαστεί η διάταξη, ούτως ώστε να μην μπορεί να παρακαμφθεί η απαγόρευση έμμεσα, από τη δικονομική συμπεριφορά των μερών (π.χ. παράλειψη προβολής της ακυρότητας από τον εναγόμενο), (γ) εφόσον προ της γέννησης της διαφοράς, δεν νοείται σιωπηρή παρέκταση και απαιτείται πάντα έγγραφος τύπος είναι νομοτεχνικά περιττή η διευκρίνιση «ακόμη και εγγράφως» και (δ) το χρονικό σημείο της «γέννησης της διαφοράς» είναι επισφαλές. Ορθότερο να προκριθεί εκείνο της «άσκησης της αγωγής» (για να αποφευχθούν πρακτικές όπου μετά την «γέννηση διαφοράς» επιβάλλεται στο ασθενέστερο μέρος (καταναλωτή) τέτοια ρήτρα, π.χ. σε πρόταση συμβιβασμού που περιέχουν ΓΟΣ). Τέλος, η εφαρμογή της προτεινόμενης ρύθμισης πρέπει να οριοθετηθεί με μεταβατικού δικαίου διάταξη που θα ορίζεται ότι καταλαμβάνονται μόνο έγγραφες συμφωνίες παρέκτασης που καταρτίζονται μετά την έναρξη ισχύος του Νόμου. / Επί του άρθρου 10 του Σχεδίου: πρέπει να διευκρινιστούν (α) ποια πράξη του δικαστηρίου αποστέλλεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση του δικηγόρου, πώς δηλαδή τάσσεται η προθεσμία (μη οριστική απόφαση, πράξη ή διάταξη του δικαστηρίου) και (β) το πρόσωπο που αποστέλλει (Δικαστήριο, Δικαστής ή Γραμματεία). Η υφιστάμενη διατύπωση «προθεσμία…αποστέλλεται» είναι δικονομικά αδόκιμη και ατελής. Ακόμα, η συνέπεια της μη εμπρόθεσμης συμπλήρωσης της έλλειψης, η ερήμην εκδίκαση της υπόθεσης, δεν είναι η ενδεδειγμένη για όλες τις περιπτώσεις που καλύπτει η διάταξη. Αν π.χ. η αγωγή ασκηθεί δίχως άδεια δικαστηρίου και η σχετική έλλειψη δεν θεραπευτεί, η οικεία διαδικαστική πράξη πάσχει ακυρότητας και δεν τίθεται θέμα ερημοδικίας του ενάγοντος (αφού ουδέποτε ανοίχτηκε δίκη). Συνεπώς, προτείνεται η διατύπωση «αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία, το δικαστήριο απαγγέλει την ακυρότητα των διενεργηθεισών διαδικαστικών πράξεων». Τέλος, μετά την διαγραφή των λέξεων «αναβάλλει την πρόοδο της δίκης», πρέπει να αποσαφηνιστεί, προκειμένου να αποφευχθούν προβλήματα, τι γίνεται ενόσω τρέχει η προθεσμία (π.χ. να προβλεφθεί η αναστολή της δίκης). / Επί του άρθρου 12 του Σχεδίου: θετική η πρόβλεψη του ηλεκτρονικού φακέλου δικογραφίας. Ωστόσο, θα πρέπει να αποσαφηνιστεί στη διάταξη του άρθρ. 119 παρ. 4 ΚΠολΔ και όχι στην κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθησόμενη υπουργική απόφαση ότι ο εν λόγω φάκελος δεν αντικαθιστά (προς το παρόν τουλάχιστον) τον φυσικό (έγχαρτο) φάκελο δικογραφίας και ότι η τήρηση του συνιστά ευχέρεια και όχι υποχρέωση του διαδίκου. / Επί του άρθρου 16 του Σχεδίου: ορθή μεν η διευκρίνιση του χρόνου που συντελείται η επίδοση, αλλά, λόγω της σπουδαιότητας εφαρμογής της διάταξης (π.χ. υποθέσεις δικαστικής συμπαράστασης προσώπων που νοσηλεύονται), θα πρέπει να προβλεφθεί τρόπος, με τον οποίο θα πιστοποιείται με βέβαιη χρονολογία πότε παραδόθηκε το έγγραφο από τον αρμόδιο διευθυντή στον παραλήπτη (π.χ. η σύνταξη βεβαίωσης ή έκθεσης επίδοσης από τον διευθυντή που θα αποστέλλεται στον δικαστικό επιμελητή, όπως ήδη συμβαίνει από τα όργανα του άρθρ. 122 παρ. 3 ΚΠολΔ). Ως έχει το σχέδιο της διάταξης, είναι αδύνατο για τον ενάγοντα - αιτούντα να πληροφορηθεί τον χρόνο αυτόν και προκαλείται αβεβαιότητα ως προς τον χρόνο ολοκλήρωσης της επίδοσης. / Επί των άρθρων 17 και 18 του Σχεδίου: στην ουσία, καθιερώνεται σύστημα πλασματικής επίδοσης. Παρότι είναι μια εύλογη νομοτεχνική επιλογή, είναι γνωστό ότι ελλοχεύει σοβαρούς κινδύνους για το δικαίωμα ακρόασης του καθου. Προτείνεται η επανεξέταση της επιλογής, με πρόβλεψη χρόνου πραγματικής επίδοσης, αν όχι για την περίπτωση των ναυτικών, τουλάχιστον εκείνης του άρθρ. 133 ΚΠολΔ, που έχει υψηλότερη πρακτική σπουδαιότητα και είναι εύκολο για την εκάστοτε Υπηρεσία να συντάξει επιδοτήριο εγχείρησης του εγγράφου στον παραλήπτη (π.χ. τόσο η Αστυνομία όσο και ο Στρατός Ξηράς συντάσσει σχεδόν καθημερινά επιδοτήρια). / Επί των άρθρων 19 και 20 του Σχεδίου: αρχικά, προτείνεται η συγχώνευση των δυο διατάξεων σε μία. Έχουν ταυτόσημο ρυθμιστικό βεληνεκές, συστηματικά και λογικά πρέπει να αποτελέσουν μια και ενιαία διάταξη. Στη συνέχεια, προτείνονται τα εξής: (α) το πρώτο εδάφιο του άρθρ. 134 παρ. 1 ΚΠολΔ να αναδιατυπωθεί ως ακολούθως, «Αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό και εφόσον το επιλέξει ο αιτών ή εφόσον δεν παρέχεται ευχέρεια επιλογής στον τελευταίο, κατά τους κανόνες του ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου ή πολυμερούς ή διμερούς σύμβασης που έχει κυρώσει η Ελληνική Δημοκρατία, η διαδικασία της επίδοσης γίνεται προς τον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή σ’ αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση». Έτσι θα τονιστεί και νομοθετικά ότι όπου παρέχεται η σχετική ευχέρεια κατά τους παραπάνω κανόνες, ο αιτών μπορεί να επιλέξει άλλον τρόπο επίδοσης (π.χ. άμεση ή ταχυδρομική), (β) στην παρ. 3 θα πρέπει να προστεθούν οι λέξεις «ή πολυμερούς ή διμερούς σύμβασης που έχει κυρώσει η Ελληνική Δημοκρατία», ούτως ώστε να είναι εναρμονισμένη η διάταξη με το άρθρ. 28 του Συντάγματος, (γ) στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρ. 134Α προτείνεται για λόγους σαφήνειας να ακολουθηθεί διατύπωση παρεμφερής προς εκείνη της ΑΠ 1181/2022, ήτοι, «τότε για τον αιτούντα η επίδοση θεωρείται συντελεσθείσα από την ημερομηνία επίδοσης στον εισαγγελέα, κατά την παρ. 1 του άρθρου 134, εφόσον επακολούθησε πραγματική επίδοση στον παραλήπτη ή συντρέχει μία από τις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου», (δ) να προστεθεί τελευταίο εδάφιο στην παρ. 1 του άρθρ. 134Α που θα ορίζει ότι «Όταν κατά το ημεδαπό δίκαιο μια πράξη πρέπει να επιδοθεί εντός τακτής προπαρασκευαστικής προθεσμίας, τότε απαιτείται πραγματική επίδοση στον παραλήπτη ή συνδρομής μίας από τις περιπτώσεις του πρώτου εδάφιου», (ε) στην παρ. 2 του άρθρ. 134Α πρέπει να διευκρινιστεί το δικονομικό όχημα δια του οποίου θα οριστεί η προθεσμία προσκομιδής του αποδεικτικού επίδοσης (πράξη, διάταξη, μη οριστική απόφαση) και πώς θα γνωστοποιείται στον δικηγόρο του ενάγοντα η προθεσμία αυτή, (στ) το πρώτο εδάφιο της ίδιας προτεινόμενης ρύθμισης (άρθρ. 134Α παρ. 2) θα πρέπει να εφαρμοστεί και στη περίπτωση όπου ο εναγόμενος δεν ειρηνοδικεί μεν, αλλά δεν προκύπτει πραγματική επίδοση της αγωγής, επειδή ελλείπει από τον φάκελο αποδεικτικό πραγματικής επίδοσης, (ζ) πρέπει να διευκρινιστεί ότι το επίρρημα «εμπρόθεσμα» του δεύτερου εδάφιου νοείται σε σχέση με τα χρονικά σημεία της παρ. 1 του άρθρ. 134Α, ώστε να αποφευχθούν παρερμηνείες, (η) προκειμένου η διάταξη να είναι γλωσσικά εναρμονισμένη σε όλες τις επιμέρους παραγράφους της, προτείνεται, στο τρίτο εδάφιο, να γίνεται αναφορά σε «εφαρμοζόμενους για τη συγκεκριμένη επίδοση κανόνες του ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου ή πολυμερούς ή διμερούς σύμβασης που έχει κυρώσει η Ελληνική Δημοκρατία», (θ) το τέταρτο εδάφιο χρήζει διευκρινίσεων: (i) υπό το ημεδαπό δίκαιο, ποια η διαφορά μεταξύ προσωρινών και ασφαλιστικών μέτρων (;)· μνεία πρέπει να γίνεται μόνο στα δεύτερα, (ii) δεν είναι σαφές αν η αναφορά «σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης» αναφέρεται στη γνωστή προϋπόθεση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων ή συνιστά προϋπόθεση για απλοποιημένη επίδοση· πρέπει να αποσαφηνιστεί, (iii) τέλος, ποιες είναι οι μνημονευόμενες «προϋποθέσεις», εκείνες του τρίτου εδαφίου (;)· επειδή μιλάμε μάλλον για ex parte διαδικασίες, δεν χωρούν ασάφειες στη διατύπωση της διάταξης, (ι) ως έχουν τα δυο τελευταία εδάφια του άρθρ. 134Α παρ. 2, παρουσιάζουν νομοτεχνικές ατέλειες που μόνο προβλήματα θα δημιουργήσουν στην εφαρμογή τους. Πρόκειται για το γνωστό θεσμό της επαναφοράς των πραγμάτων των άρθρ. 152 επ. ΚΠολΔ ή για ιδιόμορφο ένδικο βοήθημα; Πώς αλληλεπιδρά με την ανακοπή ερημοδικίας και την έφεση κατ’ άρθρ. 528 ΚΠολΔ; Ως «έγγραφο» νοείται το εισαγωγικό δικόγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη; Πώς ασκείται η αίτηση επαναφοράς και πώς εκδικάζεται; Πώς εκκινεί η προθεσμία για την άσκησή της; Τα ερωτήματα αυτά πρέπει να απαντηθούν, έστω και στην ανάλυση συνεπειών ρύθμισης (κ) στην παρ. 3 του άρθρ. 134Α πρέπει να διευκρινιστεί πώς ορίζεται ο αντίκλητος, εντός ποιου χρονικού διαστήματος και πώς γνωστοποιείται ο διορισμός του στον αιτούντα, αν δεν εφαρμόζονται τα άρθρ. 142 και 143. Ακόμα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η καθυστερημένη γνωστοποίηση θα πρέπει να οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια του παραλήπτη, ειδάλλως του καταλογίζονται και καθυστερήσεις που εκφεύγουν της σφαίρας ευθύνης του. Πάντως, το πεδίο εφαρμογής της διάταξης περιορίζεται μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου παρά τη πραγματική επίδοση του εισαγωγικού δικογράφου ή άλλης ισοδύναμης πράξης, ο εναγόμενος συνειδητά δεν εμφανίζεται καθόλου ή δεν εμφανίζεται πριν την κατάθεση προτάσεων (οπότε πρέπει πχ να επιδοθεί κλήση για λήψη ένορκης βεβαίωσης). Πρέπει, επίσης, να διευκρινιστεί ως ποιο χρονικό σημείο ισχύει ο διορισμός αντικλήτου (π.χ. ως την περάτωση της δίκης στον πρώτο βαθμό). Τέλος, η ακυρότητα της επιδοτέας πράξης ως επιπλέον προϋπόθεση αποδοχής πιθανής αίτησης επαναφοράς τίθεται, κατά την άποψη μου, εν είδει αδικαιολόγητου, άσχετου και δυσανάλογου της συμπεριφοράς του παραλήπτη περιορισμού (“penalty”). Προτείνεται η παράλειψή της από το Σχέδιο.