Άρθρο 3
Αποκλειστική αρμοδιότητα διαφορών που αφορούν στις αμοιβές πιστοποιημένων εκτιμητών – Τροποποίηση περ. 10 άρθρου 16 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στην περ. 10 του άρθρου 16 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί της αποκλειστικής αρμοδιότητας των μονομελών πρωτοδικείων, προστίθεται η λέξη «πιστοποιημένων» και η περ. 10 διαμορφώνεται ως εξής:
«10) οι διαφορές που αφορούν τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα των πραγματογνωμόνων, των διαιτητών πραγματογνωμόνων και των πιστοποιημένων εκτιμητών, με οποιονδήποτε τρόπο και αν διορίστηκαν, ή των καθολικών διαδόχων τους,».
Άρθρο 4
Αρμοδιότητα πολυμελών πρωτοδικείων στον πρώτο και δεύτερο βαθμό – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 18 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στην παρ. 2 του άρθρου 18 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί της αρμοδιότητας των πολυμελών πρωτοδικείων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. α), οι λέξεις «τριάντα χιλιάδες (30.000)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ογδόντα χιλιάδες (80.000)», β) στην περ. β), οι λέξεις «οκτακόσια (800)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «χίλια (1.000), στην περ. γ), οι λέξεις «τριάντα χιλιάδες (30.000)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ογδόντα χιλιάδες (80.000)» και το άρθρο 18 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 18
Αρμοδιότητα πολυμελών πρωτοδικείων στον πρώτο και δεύτερο βαθμό
1. Στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων υπάγονται σε πρώτο βαθμό όλες οι διαφορές για τις οποίες δεν είναι αρμόδια τα μονομελή πρωτοδικεία.
2. Στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων υπάγονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους:
α) όταν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς δεν υπερβαίνει τις ογδόντα χιλιάδες (80.000) ευρώ,
β) της περ. 1) του άρθρου 16, εφόσον το συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα δεν υπερβαίνει τα χίλια (1.000) ευρώ,
γ) των περ. 2) έως 13) του άρθρου 16, εφόσον η αξία του αντικειμένου της διαφοράς δεν υπερβαίνει τις ογδόντα χιλιάδες (80.000) ευρώ,
δ) των περ. 14) έως 24) του άρθρου 16, ανεξάρτητα από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς.».
Άρθρο 5
Συντρέχουσα δωσιδικία των οικιακών βοηθών – Τροποποίηση άρθρου 38 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 38 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί της συντρέχουσας δωσιδικίας μακρότερης διαμονής, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) η λέξη «υπηρέτες» αντικαθίσταται από τις λέξεις «οικιακοί βοηθοί» και το άρθρο 38 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 38
Δωσιδικία ειδικής κατηγορίας προσώπων
Απαιτήσεις εναντίον προσώπων που έχουν ικανότητα δικαστικής παράστασης και, εξαιτίας ειδικών συνθηκών, έχουν σε ορισμένο τόπο διαμονή με μακρότερη διάρκεια, όπως είναι ιδίως οι υπάλληλοι, οι οικιακοί βοηθοί, οι σπουδαστές, οι μαθητές, εφόσον το αντικείμενό τους είναι περιουσιακό, μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος διαμονής τους.».
Άρθρο 6
Απαγόρευση ρήτρας αποκλειστικής παρέκτασης σε περίπτωση συνδρομής της δωσιδικίας του υποκαταστήματος – Τροποποίηση άρθρου 43 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 43 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί παρέκτασης σε μελλοντικές διαφορές, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) προστίθεται παρ. 2 και το άρθρο 43 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 43
Συμφωνία παρέκτασης για μελλοντικές διαφορές
1. Η συμφωνία των διαδίκων με την οποία τακτικό δικαστήριο γίνεται αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές.
2. Επί συνδρομής της δωσιδικίας του υποκαταστήματος δεν επιτρέπεται η συνομολόγηση, ακόμη και εγγράφως, ρήτρας αποκλειστικής παρέκτασης υπέρ των δικαστηρίων της κύριας έδρας του υπαγόμενου σ’ αυτή προσώπου, εφόσον είναι προγενέστερη της γένεσης της διαφοράς.».
Άρθρο 7
Αδυναμία άσκησης ενδίκων μέσων λόγω κατά τόπο αρμοδιότητας είτε της έδρας του Πρωτοδικείου είτε της παράλληλης ή περιφερειακής έδρας αυτού – Τροποποίηση άρθρου 47 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 47 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί της αδυναμίας άσκησης ενδίκων μέσων κατά απόφασης πολυμελούς πρωτοδικείου λόγω αρμοδιότητας μονομελούς πρωτοδικείου και κατά απόφασης κατώτερου δικαστηρίου που παραπέμπει σε ανώτερο, προστίθεται τρίτο εδάφιο και το άρθρο 47 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 47
Αδυναμία άσκησης ενδίκων μέσων λόγω αναμοδιότητας
Απόφαση πολυμελούς πρωτοδικείου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για το λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου. Το ίδιο εφαρμόζεται αναλόγως και για την απόφαση κατώτερου δικαστηρίου που παραπέμπει την υπόθεση σε ανώτερο. Απόφαση δικαστηρίου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο, για τον λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην κατά τόπο αρμοδιότητα είτε της έδρας του Πρωτοδικείου είτε της παράλληλης ή περιφερειακής έδρας αυτού.».
Άρθρο 8
Αρμόδιο δικαστήριο για την εξαίρεση δικαστή – Τροποποίηση άρθρου 54 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 54 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί της αρμοδιότητας για την εξαίρεση δικαστή ή υπαλλήλου γραμματείας μονομελούς πρωτοδικείου, προστίθεται νέο τρίτο εδάφιο και το άρθρο 54 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 54
Αρμόδιο δικαστήριο για την αίτηση εξαίρεσης
Αρμόδιο να αποφανθεί για την εξαίρεση είναι το δικαστήριο στο οποίο υπηρετεί ο εξαιρούμενος. Σε περίπτωση εξαίρεσης δικαστή μονομελούς πρωτοδικείου, είναι αρμόδιο το πολυμελές πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το μονομελές πρωτοδικείο. Σε περίπτωση εξαίρεσης δικηγόρου, όταν εκδίδει πράξεις σύμφωνα με τον παρόντα Κώδικα, είναι αρμόδιος ο προϊστάμενος του πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται ο δικηγορικός σύλλογος, μέλος του οποίου είναι ο δικηγόρος. Σε περίπτωση εξαίρεσης υπαλλήλου γραμματείας, είναι αρμόδιος ο προϊστάμενος του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί ο εξαιρούμενος.».
Άρθρο 9
Δήλωση εξαίρεσης – Τροποποίηση παρ. 3 και προσθήκη παρ. 3Α στο άρθρο 55 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 55 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί της δήλωσης εξαίρεσης δικαστών, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στην παρ. 3, οι λέξεις «πρόεδρο του πολυμελούς πρωτοδικείου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «προϊστάμενο του πρωτοδικείου», γ) προστίθεται παρ. 3Α και το άρθρο 55, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 55
Δήλωση εξαίρεσης
1. Δικαστές πολυμελών δικαστηρίων και εισαγγελείς, αν υπάρχει λόγος εξαίρεσής τους, οφείλουν να το δηλώσουν στον πρόεδρο του δικαστηρίου.
2. Υπάλληλοι της γραμματείας των πολυμελών δικαστηρίων, αν υπάρχει λόγος εξαίρεσής τους, οφείλουν να το δηλώσουν στον προϊστάμενο της γραμματείας.
3. Δικαστές μονομελών πρωτοδικείων, καθώς και υπάλληλοι της γραμματείας τους, αν υπάρχει λόγος εξαίρεσής τους, οφείλουν να το δηλώσουν στον προϊστάμενο του πρωτοδικείου και να απόσχουν από τα καθήκοντά τους, εωσότου αυτός αποφασίσει.
3Α. Δικηγόροι, όταν εκδίδουν πράξεις σύμφωνα με τον παρόντα Κώδικα, αν υπάρχει λόγος εξαίρεσής τους, οφείλουν να το δηλώσουν στον προϊστάμενο του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται ο δικηγορικός σύλλογος, του οποίου είναι μέλη.
4. Το δικαστήριο αποφασίζει χωρίς τη συμμετοχή εκείνου που υπέβαλε τη δήλωση και χωρίς συζήτηση στο ακροατήριο.».
Άρθρο 10
Ορισμός προθεσμίας, γνωστοποίηση με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και διαδικασία για τη συμπλήρωση ελλείψεων της ικανότητας παράστασης των διαδίκων – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 67 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 67 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί της συμπλήρωσης ελλείψεων ως προς τους διαδίκους, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην αρχή προστίθενται οι λέξεις «Με την επιφύλαξη των άρθρων 227 και 237 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,», β) διαγράφονται οι λέξεις «αναβάλλει την πρόοδο της δίκης και», γ) στο τέλος προστίθενται οι λέξεις «που αποστέλλεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση του δικηγόρου και αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία οι σχετικές υποθέσεις δικάζονται ερήμην» και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 67 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 67
Συμπλήρωση ελλείψεων σχετικά με την ικανότητα δικαστικής παράτασης
1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 227 και 237 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αν υπάρχουν ελλείψεις σχετικά με την ικανότητα των διαδίκων για δικαστική παράσταση με το δικό τους όνομα ή σχετικά με τη νόμιμη εκπροσώπησή τους και την άδεια ή εξουσιοδότηση που απαιτείται για τη διεξαγωγή της δίκης, εφόσον μπορούν να συμπληρωθούν το δικαστήριο ορίζει προθεσμία για τη συμπλήρωση των ελλείψεων που αποστέλλεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση του δικηγόρου και αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία οι σχετικές υποθέσεις δικάζονται ερήμην. Αν από την αναβολή απειλείται κίνδυνος για τα συμφέροντα του διαδίκου, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει σ’ αυτόν ή στον αντιπρόσωπό του να συνεχίσει τη δίκη ή να ενεργήσει τις διαδικαστικές πράξεις που χρειάζονται για να αποφευχθεί ο κίνδυνος, δεν έχει όμως την εξουσία να εκδώσει οριστική απόφαση προτού συμπληρωθούν οι ελλείψεις ή προτού περάσει η προθεσμία που έταξε για τον σκοπό αυτό. Το κύρος των πράξεων που επιτράπηκαν, εξαρτάται από την εμπρόθεσμη συμπλήρωση των ελλείψεων.
2. Αν η συμπλήρωση των ελλείψεων είναι αδύνατη ή πέρασε άπρακτη η προθεσμία που ορίστηκε για τον σκοπό αυτό, το δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης.».
Άρθρο 11
Συμπλήρωση ελλείψεων ως προς την ύπαρξη πληρεξουσιότητας – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 105 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 105 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί της συμπλήρωσης ελλείψεων ως προς την ύπαρξη πληρεξουσιότητας, προστίθενται οι λέξεις «Με την επιφύλαξη των άρθρων 227 και 237 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, » και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 227 και 237 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αν αυτός που παρίσταται ως πληρεξούσιος δεν αποδεικνύει την ύπαρξη πληρεξουσιότητας, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει σύντομη προθεσμία για τη συμπλήρωση της έλλειψης και να επιτρέψει σε εκείνον που δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του να συμμετάσχει στη δίκη προσωρινά. Το κύρος των πράξεων που επιτράπηκαν εξαρτάται από την εμπρόθεσμη συμπλήρωση της έλλειψης.».
Άρθρο 12
Ηλεκτρονικός φάκελος δικογραφίας – Προσθήκη παρ. 5 στο άρθρο 119 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 119 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί του καθορισμού διεύθυνσης των διαδίκων και περί δυνατότητας υποβολής των δικογράφων με ηλεκτρονικά μέσα, προστίθεται παρ. 5 ως εξής:
«5. Στο Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης (ΟΣΔΔΥ-ΠΠ) δημιουργείται για κάθε υπόθεση ηλεκτρονικός φάκελος δικογραφίας, στον οποίο περιέχονται ενδεικτικά: α) Τα δικόγραφα της αγωγής, της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης, της αναίρεσης, της αναψηλάφησης, της τριτανακοπής, της ανακοπής εναντίον εξώδικων και δικαστικών πράξεων, της κύριας και πρόσθετης παρέμβασης, της ανακοίνωσης και της προσεπίκλησης και αποδεικτικά επίδοσης αυτών, β) προτάσεις, προσθήκη και δικόγραφο αξιολόγησης μαρτυρικών καταθέσεων κάθε διαδίκου, γ) πληρεξούσια και γραμμάτια προείσπραξης Δικηγορικών Συλλόγων, δ) έγγραφα περί διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, ε) δικαστικό ένσημο, στ) νομιμοποιητικά έγγραφα, όπως περί εκπροσώπησης νομικών προσώπων, μη δικαιούχων διαδίκων, ειδικών και καθολικών διαδόχων, ζ) ένορκες βεβαιώσεις, η) λοιπά έγγραφα, θ) εκθέσεις πραγματογνωμόνων και αυτοψίας, ι) πληροφορίες περί αλλοδαπού δίκαιου, ια) προσκομιζόμενη νομολογία, ιβ) δικόγραφα ενδίκων μέσων, διατάξεις και αποφάσεις σχετικά με την υπόθεση. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης ορίζονται ζητήματα σχετικά με την τήρηση του ηλεκτρονικού φακέλου δικογραφίας, οι τεχνικές προδιαγραφές, καθώς και κάθε άλλο ζήτημα σχετικό με την εφαρμογή του παρόντος.».
Άρθρο 13
Όργανα επίδοσης εγγράφων – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 122 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στην παρ. 2 του άρθρου 122 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί των οργάνων επίδοσης εγγράφων, προστίθενται οι λέξεις «τη δικαστική αστυνομία, τον» και μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Οι επιδόσεις που γίνονται με την επιμέλεια του δικαστηρίου μπορούν να γίνουν και από τη δικαστική αστυνομία, τον ποινικό κλητήρα της περιφέρειας ή τον γραμματέα του δήμου.».
Άρθρο 14
Επίδοση σε οικιακό βοηθό – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 124 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στην παρ. 2 του άρθρου 124 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί του τόπου επίδοσης, η λέξη «υπηρέτης» αντικαθίσταται από τις λέξεις «οικιακός βοηθός» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Αν το πρόσωπο έχει στον τόπο όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση κατοικία, κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο, είτε μόνο του είτε με άλλον ή εργάζεται εκεί ως υπάλληλος, εργάτης ή οικιακός βοηθός, η επίδοση σε άλλο μέρος δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συναίνεσή του.».
Άρθρο 15
Επίδοση σε παραλήπτη που δεν βρίσκεται στην κατοικία – Τροποποίηση περ. γ) παρ. 4 άρθρου 128 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στην περ. γ΄ της παρ. 4 του άρθρου 128 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί της επίδοσης σε παραλήπτη που δεν βρίσκεται στην κατοικία, προστίθεται τελευταίο, έκτο, εδάφιο και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Αν κανείς από όσους αναφέρονται στην παρ. 1 δεν βρίσκεται στην κατοικία,
α) το έγγραφο πρέπει να κολληθεί στην πόρτα της κατοικίας και σε ενσφράγιστο φάκελο, επί του οποίου θα υπάρχουν μόνο τα στοιχεία του δικαστικού επιμελητή και του προς ον η επίδοση, μπροστά σε ένα (1) μάρτυρα. Σε περιπτώσεις πολυκατοικιών, οι οποίες είναι κλειστές και δεν είναι δυνατόν να κολληθεί το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας, η επικόλληση μπορεί να γίνεται κατά τα ανωτέρω και στην κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας,
β) το αργότερο την επομένη εργάσιμη ημέρα μετά τη θυροκόλληση, αντίγραφο του εγγράφου, που συντάσσεται ατελώς, πρέπει να παραδοθεί στα χέρια του προϊσταμένου του αστυνομικού τμήματος ή σταθμού της περιφέρειας της κατοικίας και αν λείπει ο προϊστάμενος, στον αξιωματικό ή υπαξιωματικό υπηρεσίας ή στον σκοπό του αστυνομικού καταστήματος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η παράδοση βεβαιώνεται με απόδειξη που συντάσσεται ατελώς κάτω από την έκθεση της επίδοσης που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 140. Η απόδειξη αυτή πρέπει να αναφέρει την ημερομηνία που έγινε η παράδοση, και το ονοματεπώνυμο, καθώς και την ιδιότητα εκείνου που παρέλαβε το αντίγραφο, ο οποίος υπογράφει την απόδειξη και τη σφραγίζει με την υπηρεσιακή σφραγίδα. Το αντίγραφο που παραδόθηκε φυλάγεται σε ιδιαίτερο φάκελο στο υπηρεσιακό γραφείο, όπου υπηρετεί εκείνος που το παρέλαβε,
γ) το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την παράδοση, σύμφωνα με την περ. β’, εκείνος που ενήργησε την επίδοση του εγγράφου πρέπει να ταχυδρομήσει σε εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται η επίδοση, έγγραφη ειδοποίηση, στην οποία πρέπει να αναφέρεται το είδος του εγγράφου που επιδόθηκε, η διεύθυνση της κατοικίας, όπου έγινε η θυροκόλλησή του, η ημερομηνία της θυροκόλλησης, η αρχή στην οποία παραδόθηκε το αντίγραφο, καθώς και η ημερομηνία της παράδοσης. Η ειδοποίηση ταχυδρομείται με έξοδα εκείνου που ζητεί να γίνει η επίδοση. Το γεγονός ότι ταχυδρομήθηκε η ειδοποίηση βεβαιώνεται με απόδειξη, την οποία συντάσσει και υπογράφει ατελώς, κάτω από την επιδοτήρια έκθεση της παρ. 1 του άρθρου 140, εκείνος που ενεργεί την επίδοση. Η βεβαίωση πρέπει να αναφέρει το ταχυδρομικό γραφείο, με το οποίο έστειλε την ειδοποίηση, και τον υπάλληλο που την παρέλαβε, ο οποίος προσυπογράφει τη βεβαίωση. Ύστερα από προφορική αίτηση του παραλήπτη, η αρχή στην οποία είχε παραδοθεί το αντίγραφο, σύμφωνα με την άνω περ. β’ του παρόντος, του το παραδίδει, με έγγραφη απόδειξη που συντάσσεται ατελώς. Στην περίπτωση αυτή η επίδοση θεωρείται ότι συντελέστηκε με τη θυροκόλληση του εγγράφου στην πόρτα της κατοικίας εκείνου προς τον οποίο γίνεται η επίδοση, υπό την προϋπόθεση ότι έγιναν όσα ορίζονται στην περ. β) και στην παρούσα.».
Άρθρο 16
Επίδοση σε νοσοκομείο ή σωφρονιστικό κατάστημα – Προσθήκη παρ. 2 στο άρθρο 131 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 131 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί της επίδοσης σε νοσοκομείο ή φυλακή, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) προστίθεται παρ. 2 και το άρθρο 131 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 131
Επίδοση σε νοσοκομείο ή σωφρονιστικό κατάστημα
1. Αν ο παραλήπτης της επίδοσης νοσηλεύεται σε νοσοκομείο ή κρατείται σε σωφρονιστικό κατάστημα και δεν είναι δυνατή η επικοινωνία μαζί του, σύμφωνα με βεβαίωση της διεύθυνσης του νοσοκομείου ή του σωφρονιστικού καταστήματος, που σημειώνεται στην έκθεση της επίδοσης, η επίδοση μπορεί να γίνει στο διευθυντή του νοσοκομείου ή του σωφρονιστικού καταστήματος, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να παραδώσει το έγγραφο στα χέρια εκείνου προς τον οποίο γίνεται η επίδοση.
2. Η επίδοση θεωρείται ότι συντελέστηκε μόλις παραδοθεί το έγγραφο από τον αρμόδιο διευθυντή στον παραλήπτη της παρ. 1.».
Άρθρο 17
Επίδοση σε υπηρετούντα σε εμπορικό πλοίο – Προσθήκη παρ. 3 στο άρθρο 132 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 132 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί της επίδοσης σε υπηρετούντα σε εμπορικό πλοίο, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) προστίθεται παρ. 3, και το άρθρο 132 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 132
Επίδοση σε πρόσωπα υπηρετούντα σε εμπορικά πλοία
1. Αν εκείνος προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση υπηρετεί σε εμπορικό πλοίο που βρίσκεται σε ελληνικό λιμάνι, αν απουσιάζει ή αρνείται να παραλάβει το έγγραφο ή αρνείται ή δεν μπορεί να υπογράψει την έκθεση, η επίδοση γίνεται στον πλοίαρχο του πλοίου ή στον αναπληρωτή του και αν απουσιάζουν ή αρνούνται και αυτοί να το παραλάβουν, η επίδοση γίνεται στο λιμενάρχη, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να ειδοποιήσει εκείνον προς τον οποίο γίνεται η επίδοση.
2. Αν εκείνος προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση υπηρετεί σε εμπορικό πλοίο που δεν βρίσκεται σε ελληνικό λιμάνι, η επίδοση γίνεται στην κατοικία του, σύμφωνα με το άρθρο 128 και αν δεν έχει κατοικία, γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την επίδοση σε πρόσωπο άγνωστης διαμονής. Σε κάθε περίπτωση η επίδοση γίνεται και στα γραφεία του πλοιοκτήτη στην Ελλάδα, ή, διαφορετικά, στα γραφεία του πράκτορα του πλοίου σε ελληνικό λιμάνι, εφόσον υπάρχουν.
3. Η επίδοση θεωρείται ότι συντελέστηκε μόλις παραδοθεί το έγγραφο στην αρχή ή στο πρόσωπο που ορίζεται στις παρ. 1 και 2, ανεξάρτητα από τον χρόνο της αποστολής και παραλαβής του.».
Άρθρο 18
Επίδοση σε υπηρετούντες στις Ένοπλες Δυνάμεις, στην Ελληνική Αστυνομία και στο Λιμενικό Σώμα – Τροποποίηση περ. δ) παρ. 1 και προσθήκη παρ. 3 στο άρθρο 133 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 133 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί της επίδοσης σε υπηρετούντες στις Ένοπλες Δυνάμεις, στην Ελληνική Αστυνομία και στο Λιμενικό Σώμα, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στην παρ. 1, βα) στο πρώτο εδάφιο, η λέξη «υπηρέτες» αντικαθίσταται από τις λέξεις «τους οικιακούς βοηθούς», ββ) στην περ. δ) οι λέξεις «αξιωματικούς και υπαξιωματικούς της αστυνομίας πόλεων, της χωροφυλακής» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας» , β) προστίθενται παρ. 2 και 3 και μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις το άρθρο 133 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 133
Επίδοση σε προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων, της αστυνομίας και του λιμενικού σώματος
1. Για πρόσωπα που ανήκουν σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες και βρίσκονται σε ενεργή υπηρεσία, αν δεν είναι δυνατή η επίδοση στους ίδιους ή στους συγγενείς ή τους οικιακούς βοηθούς που συνοικούν μαζί τους, γίνεται, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 128, καθώς και α) για εκείνους που υπηρετούν γενικά στις ένοπλες δυνάμεις της ξηράς, στο διοικητή της μονάδας ή του καταστήματος ή της υπηρεσίας, όπου ανήκει ο παραλήπτης της επίδοσης. Αν είναι άγνωστη η μονάδα, το κατάστημα ή η υπηρεσία, η επίδοση γίνεται στον αρχηγό του αντίστοιχου κλάδου, β) για αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και ναύτες του πολεμικού ναυτικού, στον αρχηγό του γενικού επιτελείου ναυτικού, γ) για αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και σμηνίτες της πολεμικής αεροπορίας, στον αρχηγό του γενικού επιτελείου αεροπορίας, δ) για στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας και του λιμενικού σώματος, καθώς και για αστυφύλακες, χωροφύλακες και λιμενοφύλακες, στον προϊστάμενο της υπηρεσίας τους, ε) για εκείνους που ανήκουν στο προσωπικό των φάρων, των φανών και των σηματοφόρων, στο λιμενάρχη της περιφέρειας, όπου ασκούν τα καθήκοντά τους.
2. Οι αναφερόμενοι στις περ. α΄ έως ε της παρ. 1, όταν λάβουν το έγγραφο, είναι υποχρεωμένοι να το στείλουν χωρίς υπαίτια καθυστέρηση σε εκείνον στον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση με το πιο γρήγορο και πιο ασφαλές μέσο.
3. Η επίδοση θεωρείται ότι συντελέστηκε μόλις παραδοθεί το έγγραφο στην αρχή ή στο πρόσωπο που ορίζεται ανωτέρω.».
Άρθρο 19
Επίδοση στην περίπτωση διαμονής ή έδρας στο εξωτερικό – Τροποποίηση παρ. 1 και 3 άρθρου 134 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 134 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί της επίδοσης στην περίπτωση διαμονής ή έδρας στο εξωτερικό, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στην παρ. 1, βα) στο πρώτο εδάφιο, μετά από τις λέξεις «στο εξωτερικό,», η λέξη «επίδοση» αντικαθίσταται από τις λέξεις «διαδικασία της επίδοσης», ββ) στο δεύτερο εδάφιο, μετά από τις λέξεις «την εκτέλεση,», η λέξη «επίδοση» αντικαθίσταται από τις λέξεις «διαδικασία της επίδοσης», γ) στην παρ. 3, γα) προστίθενται οι λέξεις «Με την επιφύλαξη των κανόνων του ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου ή ενδεχόμενης πολυμερούς ή διμερούς σύμβασης για την επίδοση στο κράτος προς το οποίο αυτή απευθύνεται,», γβ) οι λέξεις «χωρίς υπαίτια καθυστέρηση» αντικαθίστανται από τη λέξη «άμεσα» και γγ) προστίθενται οι λέξεις «το ταχύτερο δυνατόν» και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 134 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 134
Επίδοση σε πρόσωπα με διαμονή στην αλλοδαπή
1. Αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η διαδικασία της επίδοσης γίνεται προς τον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή σ’ αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση. Για έγγραφα που αφορούν την εκτέλεση, η διαδικασία της επίδοσης γίνεται προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών, στην περιφέρεια του οποίου γίνεται η εκτέλεση, και για εξώδικες πράξεις στον εισαγγελέα της τελευταίας στο εσωτερικό κατοικίας ή γνωστής διαμονής του παραλήπτη της επίδοσης και αν δεν υπάρχει κατοικία ή γνωστή διαμονή στο εσωτερικό, η διαδικασία της επίδοσης γίνεται στον εισαγγελέα πρωτοδικών της πρωτεύουσας.
2. Στις περιπτώσεις της παρ. 1, η παραγγελία για επίδοση πρέπει να περιέχει με ακρίβεια τον τόπο και τη διεύθυνση του παραλήπτη της επίδοσης.
3. Με την επιφύλαξη των κανόνων του ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου ή πολυμερούς ή διμερούς σύμβασης για την επίδοση στο κράτος προς το οποίο αυτή απευθύνεται, ο εισαγγελέας, όταν παραλάβει το έγγραφο, οφείλει να το αποστείλει άμεσα στον Υπουργό Εξωτερικών, ο οποίος έχει την υποχρέωση να το διαβιβάσει το ταχύτερο δυνατόν σε εκείνον προς τον οποίο γίνεται η επίδοση.».
Άρθρο 20
Διαδικασία επίδοσης δικογράφου στην αλλοδαπή – Προσθήκη άρθρου 134Α στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), προστίθεται άρθρο 134Α, ως εξής:
«Άρθρο 134Α
Διαδικασία επίδοσης δικογράφου στην αλλοδαπή
1. Η ημερομηνία της επίδοσης δικογράφου στην αλλοδαπή είναι αυτή κατά την οποία η πράξη επιδόθηκε στον παραλήπτη ή, όταν η επίδοση δεν κατέστη δυνατή, η ημερομηνία κατά την οποία η αρχή του κράτους παραλαβής επιχείρησε την επίδοση, και όταν ούτε και αυτή είναι εφικτή, η ημερομηνία που η ημεδαπή αρχή διαπίστωσε την αδυναμία της επίδοσης. Όταν κατά το ημεδαπό δίκαιο μια πράξη πρέπει να επιδοθεί εντός τακτής προθεσμίας ενέργειας, τότε ειδικά για τον αιτούντα λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία επίδοσης στον εισαγγελέα, κατά την παρ. 1 του άρθρου 134.
2. Με την επιφύλαξη των κανόνων του ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου ή πολυμερούς ή διμερούς σύμβασης για την επίδοση στην αλλοδαπή, όταν πρέπει να διαβιβαστεί εισαγωγικό δικόγραφο δίκης ή άλλη ισοδύναμη πράξη στο εξωτερικό και ο εναγόμενος ερημοδικήσει, ο δικαστής υποχρεούται, αφού συζητήσει την υπόθεση, να ορίσει προθεσμία για την προσκομιδή της βεβαίωσης επίδοσης στον παραλήπτη, και να απόσχει από την έκδοση της απόφασης, μέχρις ότου παρέλθει η προθεσμία και διαπιστωθεί τότε, αν η πράξη επιδόθηκε πράγματι στον εναγόμενο ή όχι. Αν η πράξη επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, εκδίδεται απόφαση ερήμην του εναγομένου, διαφορετικά η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη. Το δικαστήριο μπορεί, ακόμη και αν δεν έχει παραληφθεί βεβαίωση επίδοσης της πράξης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο στον διαμένοντα στην αλλοδαπή παραλήπτη, να εκδώσει άμεσα απόφαση, αν α) η πράξη διαβιβάστηκε σύμφωνα με τους εφαρμοζόμενους για τη συγκεκριμένη επίδοση διεθνείς κανόνες ή την παρ. 3 του άρθρου 134, β) από τη διαβίβαση της πράξης έως τη συζήτηση έχει παρέλθει διάστημα τουλάχιστον έξι (6) μηνών και γ) διαπιστωθεί ότι η πράξη διαβιβάστηκε έγκαιρα στο κράτος παραλαβής, ώστε να ήταν δυνατή η περαιτέρω επίδοση στον παραλήπτη. Προσωρινά ή ασφαλιστικά μέτρα, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, μπορούν να διαταχθούν άμεσα και χωρίς τις προϋποθέσεις αυτές. Αν έχει εκδοθεί κατά τα ανωτέρω απόφαση κατά ερημοδικήσαντος εναγομένου χωρίς βεβαίωση επίδοσης της πράξης στον διαμένοντα στην αλλοδαπή παραλήπτη, ο τελευταίος έχει δικαίωμα επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση, αν α) χωρίς υπαιτιότητά του δεν έλαβε εγκαίρως γνώση του εγγράφου, ώστε να αμυνθεί, ή δεν έλαβε γνώση της απόφασης για να ασκήσει ένδικο μέσο, και β) οι ισχυρισμοί του πιθανολογούνται ως βάσιμοι. Η αίτηση επαναφοράς αποκλείεται μετά την πάροδο ενός (1) έτους από την έκδοση της απόφασης.
3. Οι επόμενες μετά το εισαγωγικό δικόγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη επιδόσεις που απευθύνονται στην αλλοδαπή γίνονται στον αντίκλητο, που, αν δεν συντρέχουν οι όροι των άρθρων 142 ή 143, διορίζεται υποχρεωτικά από τον παραλήπτη. Σχετική μνεία περιλαμβάνεται στην παραγγελία προς επίδοση. Αν, ενώ το εισαγωγικό δικόγραφο ή η ισοδύναμη πράξη επιδόθηκαν στον παραλήπτη, δεν έχει διοριστεί αντίκλητος ή ο διορισμός του γνωστοποιήθηκε σ’ αυτόν που παρήγγειλε την επίδοση καθυστερημένα, ώστε να μην είναι πλέον δυνατή η έγκαιρη επίδοση στον αντίκλητο, αρκεί για την εξέλιξη της διαδικασίας η επίδοση της πράξης στον αρμόδιο κατά την παρ. 1 του άρθρου 134 εισαγγελέα, εφαρμοζόμενης και της παρ. 3 του άρθρου 134. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η αποδοχή της αίτησης επαναφοράς της παρ. 2, η οποία ασκείται εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία περιέλευσης της επιδοτέας πράξης στον παραλήπτη, προϋποθέτει επιπλέον την ακυρότητα της πράξης κατά τις περ. 1 ή 2 του άρθρου 159.».
Άρθρο 21
Επίδοση δικογράφου σε πρόσωπα αγνώστου διαμονής – Προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 135 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 135 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί της επίδοσης σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής, προστίθεται παρ. 4 ως εξής:
«4. H επίδοση σε πρόσωπο άγνωστης διαμονής θεωρείται ότι ολοκληρώθηκε από τη δημοσίευση της περίληψης σύμφωνα με την παρ. 1.».
Άρθρο 22
Αποκλειστικότητα και δεσμευτικότητα προθεσμιών – Προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 144 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 144 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί προθεσμιών, προστίθεται παρ. 4 ως εξής:
«4. Οι προθεσμίες που αναφέρονται στον παρόντα Κώδικα, αν δεν ορίζεται άλλως, είναι αποκλειστικές και δεσμευτικές τόσο για τους διαδίκους όσο και για το δικαστήριο.».
Ως προς την αύξηση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναφορικά με τις εφέσεις:
Επιβαρύνονται με ακόμη περισσότερη ύλη οι Δικαστές του πρώτου βαθμού χωρίς ανάλογη αύξηση σε ανθρώπινο δυναμικό. Σημειώνεται ότι τέτοια ανάλογη αύξηση δεν έχει επέλθει μετά την ενοποίηση, διότι όλη η ύλη των πρώην Ειρηνοδικείων ως προς την εκδίκαση διαφορών έχει προσαυξήσει την ύλη των Πρωτοδικείων.
Ως προς τον ηλεκτρονικό φάκελο δικογραφίας:
Για να είναι η τήρησή του χρήσιμη και αποτελεσματική στην επεξεργασία της δικογραφίας από τον Δικαστή (κάτι που πρέπει να διασφαλιστεί ιδίως σε περίπτωση μη παράλληλης ύπαρξης και έγχαρτου φακέλου), πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερη μέριμνα, σε επίπεδο τεχνικών προδιαγραφών, εκ μέρους του ΟΣΔΔΥ ΠΠ, ως προς τον τρόπο ανάρτησης των επιμέρους εγγράφων, ιδίως των σχετικών, έτσι ώστε κάθε σχετικό να αναρτάται αυτοτελώς και να μπορεί να αναζητηθεί αυτοτελώς, είτε από τον τίτλο του, είτε, ιδανικά, με αυτόματο άνοιγμά του με click στην επίκληση του συγκεκριμένου σχετικού με τις προτάσεις. Περισσότερα του ενός σχετικά σε ένα αρχείο (το οποίο συνήθως δεν φέρει καν προσδιοριστικό του περιεχόμενου του τίτλο), ιδίως όταν διακόπτεται η συνέχεια του ενός σχετικού και συνεχίζει αυτό σε επόμενο αρχείο σχετικών, όπως συνέβαινε σε ηλεκτρονικούς φακέλους δικογραφίας που έχω χειριστεί, είναι δύσχρηστο και καθυστερεί πάρα πολύ την συνδυαστική μελέτη των σχετικών που απαιτείται σε κάθε υπόθεση.
Ως προς την αποκλειστικότητα των δικονομικών προθεσμιών για τα Δικαστήρια:
Επισημάνθηκε ήδη πολύ σωστά ότι πρόκειται για επικίνδυνη διάταξη καθόσον αφορά ιδίως στις προθεσμίες έκδοσης απόφασης διότι επιφέρει συνέπειες στην ίδια την απόφαση και όχι στον εκπροθέσμως δημοσιεύσαντα αυτήν Δικαστή, ο οποίος, ανεξαρτήτως της αποκλειστικότητας/δεσμευτικότητας ή μη της δικονομικής προθεσμίας δημοσίευσης, φέρει την ευθύνη του εκπροθέσμου βάσει των πειθαρχικών διατάξεων του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. Οποιαδήποτε ρύθμιση επιδιώκει την επιτάχυνση της έκδοσης απόφασης (ρεαλιστικά ή μη) δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποβεί σε βάρος της εκδοθείσας απόφασης γιατί κάτι τέτοιο υπονομεύει και τον ίδιο τον διακηρυγμένο σκοπό της περί επιτάχυνσης, αφού η έκδοση μίας «άκυρης» απόφασης θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που επιχειρούνται να λυθούν και σίγουρα θα φέρει ακόμη μεγαλύτερη καθυστέρηση στην επίλυση της διαφοράς.
Σχετικά με το προτεινόμενο άρθρο 22 (135 παρ. 4 ΚΠολΔ):
Η προτεινόμενη ρύθμιση, σε συνδυασμό με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 33 (307 παρ. 4 ΚΠολΔ), θα έχει ως συνέπεια, αμέσως μόλις παρέλθει η προθεσμία για την έκδοση της απόφασης (αρχική ή κατόπιν παράτασης) το Δικαστήριο να χάνει αυτοδικαίως την κατά χρόνον αρμοδιότητα να εκδώσει απόφαση. Η απόφαση που θα εκδοθεί τυχόν μετά την παρέλευση της προθεσμίας (ακόμη και κατά μία ημέρα) θα είναι ανυπόστατη. Για την ασφάλεια του δικαίου αλλά και για να μην ανακύπτουν αμφισβητήσεις για το κύρος εκδοθεισών δικαστικών αποφάσεων, θα πρέπει να μην γίνει η προτεινόμενη προσθήκη στην παρ. 4 στο άρθρο 135 ΚΠολΔ, καθώς και να διορθωθεί και το προτεινόμενο άρθρο 307 παρ. 4 ΚΠολΔ, ώστε να μην απόλλυται αυτοδικαίως η αρμοδιότητα για την έκδοση απόφασης, αλλά για τον σκοπό αυτό να απαιτείται να προηγείται ρητή πράξη με την οποία να αφαιρείται η υπόθεση από το Δικαστήριο που την δίκασε.
Εν πάση περιπτώσει, αν δεν είναι αυτός ο σκοπός της προτεινόμενης ρύθμισης, θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι το Δικαστήριο δεν χάνει αυτοδικαίως την κατά χρόνον αρμοδιότητα για έκδοση απόφασης, αλλά μόνον αν εκδοθεί πράξη με την οποία αφαιρείται ρητά ο φάκελος από αυτό.
Άρθρο 209 ΚΠολΔ (άρθρο 23 ΣχΝ) ως προς τη συμβιβαστική επέμβαση
Προτεινόμενη διάταξη: «Συμβιβαστική επέμβαση: 1. Όποιος έχει την πρόθεση να ασκήσει αγωγή μπορεί πριν από την κατάθεσή της να ζητήσει τη συμβιβαστική επέμβαση του αρμόδιου για την εκδίκαση της αγωγής πρωτοδίκη. Για τον σκοπό αυτό υποβάλλεται αίτηση προς τον αρμόδιο Πρωτοδίκη, στην οποία αναγράφεται συνοπτικά το αντικείμενο της διαφοράς, ή εμφανίζονται αυθόρμητα οι ενδιαφερόμενοι ενώπιόν του. 2. Οι διάδικοι μπορούν να εμφανιστούν αυθόρμητα ενώπιον του προέδρου υπηρεσίας οποιουδήποτε Πρωτοδικείου και να ζητήσουν τη συμβιβαστική επέμβασή του».
Η διάταξη επαναφέρει την καταργηθείσα με τον ν.5134/2024 παλαιότερη μορφή συμβιβαστικής επέμβασης του αρμόδιου για την εκδίκαση της αγωγής ειρηνοδίκη. Παρόλο που η δημιουργία θεσμών εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών με απεύθυνση σε δικαστικό λειτουργό είναι απολύτως αναγκαία τόσο για την βελτίωση του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης, όσο και για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πολιτών, καθώς μόνο οι δικαστικοί λειτουργοί απολαμβάνουν την αναγκαία για αυτό το καθήκον προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνει χώρα φαίνεται εντελώς πρόχειρος, εμβαλωματικός, ενώ περιλαμβάνει σημαντικές αντιφάσεις.
Ειδικότερα, η αρμοδιότητα της συμβιβαστικής επέμβασης, περιορίζεται κατά τη ρύθμιση στον αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής πρωτοδίκη. Ο αποκλεισμός της απεύθυνσης και προς τον πρόεδρο πρωτοδικών, είναι ακατανόητος, καθώς ο τελευταίος, λόγω της εμπειρίας διαθέτει αυξημένα εχέγγυα αποτελεσματικότητας, ως προς το λεπτό ζήτημα μιας συμβιβαστικής επίλυσης διαφοράς.
Η διάταξη γίνεται ακόμα πιο προβληματική στη δεύτερη παράγραφο καθώς εκεί ορίζεται ότι αντί της αίτησης ενώπιον πρωτοδίκη, είναι δυνατή η αυθόρμητη εμφάνιση ενώπιον του προέδρου υπηρεσίας οποιουδήποτε δικαστηρίου για να ζητήσουν συμβιβαστική επέμβαση. Από την περιγραφή καταρχήν αφήνεται τεράστιο πεδίο παράκαμψης της κατά τόπον αρμοδιότητας των διαφορών, το οποίο υπονομεύει τη δικαστική οργάνωση. Περαιτέρω, η απεύθυνση στο πρόεδρο υπηρεσίας, που είναι κατά κανόνα πρόεδρος πρωτοδικών, βρίσκεται σε αντίφαση με την παράγραφο ένα όπου ρητά ορίζεται ότι ο αρμόδιος δικαστικός λειτουργός για τη συμβιβαστική επέμβαση είναι πρωτοδίκης.
Θεωρούμε ότι θα πρέπει η διάταξη να ενταχθεί σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα λειτουργίας δικαστικής διαμεσολάβησης. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον προχωρήσει με αυτό το περιεχόμενο, να συμπεριληφθούν στο εύρος της αρμοδιότητας συμβιβαστικής επέμβασης και οι πρόεδροι πρωτοδικών.
Άρθρο 67 ΚΠολΔ (αρθ.10 ΣχΝ)
Στην προτεινόμενη ρύθμιση της περίπτωσης διόρθωσης ελλείψεων σε σχέση με τη δικαστική παράσταση ή τη νομιμοποίηση, φαίνεται να ορίζεται ότι σε περίπτωση χορήγησης προθεσμίας συμπλήρωσης της έλλειψης και άπρακτης παρέλευσης αυτής, το Δικαστήριο δικάζει την υπόθεση ερήμην. Πλην όμως, η πρόβλεψη αυτή δεν περιλαμβάνει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ελλείψεις στην δικαστική παράσταση ή την νομιμοποίηση αφορούν όλους τους διαδίκους, οπότε η δικονομική κύρωση θα έπρεπε να ορίζεται ότι είναι η ματαίωση της δίκης. Πρέπει επομένως η διάταξη να διορθωθεί.
Άρθρο 18παρ.2 ΚΠολΔ (αρθ.4 ΣχΝ): Αρμοδιότητα Πολυμελούς Πρωτοδικείου εφέσεων
Με τη νέα διάταξη αλλάζει η πρόσφατα θεσμοθετημένη καθ΄ ύλην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων στον πρώτο και δεύτερο βαθμό. Ως προς το ζήτημα της συνολικής διαστρωμάτωσης της αστικής ύλης, η θέση της Ένωσης, που εκφράστηκε και ενόψει του νόμου ν.5134/2024, αλλά και στα πλαίσια της λειτουργίας της συσταθείσας επιτροπής επεξεργασίας των αλλαγών στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ήταν ότι ενόψει της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, είναι ευκαιρία να δημιουργηθεί στο ελληνικό δικονομικό σύστημα μία σαφής πυραμιδοειδής διαστρωμάτωση. Ως εκ τούτου ιδανικά οι υποθέσεις θα δικάζονταν σε πρώτο βαθμό αποκλειστικά από τα πρωτοδικεία, σε δεύτερο βαθμό αποκλειστικά από τα εφετεία και ο αναιρετικός έλεγχος από τον Άρειο Πάγο. Στα πλαίσια της υλοποίησης της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, επισημάνθηκε έγκαιρα, ότι προκειμένου να λάβει χώρα αυτή ομαλά, θα πρέπει να συνοδευθεί από σημαντικό αριθμό αύξησης οργανικών θέσεων εφετών, καθώς πολύ σύντομα θα πρέπει οι περίπου 400 εφέτες να υποδεχθούν το σύνολο της δικαστικής «παραγωγής» του ενοποιημένου πρώτου βαθμού που πλησιάζει τους 2.000 δικαστές πρώτου βαθμού. Ήδη το υπάρχον όριο των 30.000 ευρώ το είχαμε σχολιάσει ενόψει της ψήφισης του ν. 5134/2024, ως έναν μεταβατικό λογικό προσωρινό συμβιβασμό, στην κατεύθυνση της τελικής του απάλειψης. Η τωρινή πρόταση όμως κινείται σε εντελώς εσφαλμένη κατεύθυνση, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο την ύλη του Πρωτοδικείου αφού αυξάνει το όριο της αρμοδιότητάς του από τις 30.000 ευρώ στις 80.000 ευρώ και σε συνδυασμό με την σχεδιαζόμενη μείωση της προθεσμίας άσκησης έφεσης από τα δύο έτη στο ένα, αναμένεται να αποτελέσει πηγή υπερχρέωσης και καθυστερήσεων.
Η επιλογή αυτή, παρά την προσωρινή ελάφρυνση που προκαλεί στο εφετείο, σε βάρος του πολυμελούς πρωτοδικείου, α) ανατρέπει την κανονικότητα που είναι το κατ΄ έφεση δικαστήριο να συντίθεται από ιεραρχικά ανώτερους δικαστές σε σχέση με το πρωτοβάθμιο, αξιοποιώντας την εμπειρία τους, β) θα προκαλέσει σημαντικά λειτουργικά προβλήματα στις συνθέσεις των νέων πολυμελών πρωτοδικείων, ιδίως των επαρχιακών, αφού οι πολυμελείς συνθέσεις του ίδιου δικαστηρίου, θα καλούνται να δικάζουν τις πρωτόδικες αποφάσεις των ομόβαθμων πια συναδέλφων τους, γ) ενόψει του γεγονότος ότι το ύψος του ορίου απαιτήσεων (80.000 ευρώ) αφορά πολύ μεγάλο ποσοστό της δικαστικής ύλης, το οποίο αφαιρείται από τα εφετεία, καθιστά τα τελευταία ένα σχηματισμό προσανατολισμένο κυρίως στην εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων, εξέλιξη προβληματική δοθέντος ότι το εφετείο αποτελεί εκείνο το τμήμα του Σώματος που θα αποτελέσει τη δεξαμενή των δικαστών που θα στελεχώσουν τον Άρειο Πάγο και δ) περιορίζεται δραστικά το εύρος των λόγων αναίρεσης, λόγω των περιορισμών του άρθρου 560 ΚΠολΔ, σε ένα τεράστιο εύρος υποθέσεων, καθώς οι απαιτήσεις ύψους 80.000 ευρώ, κάθε άλλο παρά μικρές και επουσιώδεις θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν λαμβάνοντας υπόψιν και τις παρούσες οικονομικές συνθήκες.
Μέχρι τη θέσπιση των αναγκαίων τουλάχιστον 200 νέων οργανικών θέσεων εφετών, θα πρέπει η ύλη του Εφετείου να παραμείνει ανάλογη με τον αριθμό των υπηρετούντων σε αυτά δικαστών. Επομένως φρονούμε ότι η αρμοδιότητα ως προς τις εφέσεις κατά αποφάσεων Μονομελούς Πρωτοδικείου θα πρέπει να παραμείνει στα σημερινά επίπεδα, ήτοι όταν η αξία της διαφοράς δεν υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ, ή όταν το μίσθωμα της μισθωτικής διαφοράς δεν υπερβαίνει τα 800 ευρώ ή στις ειδικές περιπτώσεις των άρθρων 14 ως 24 του άρθρου 16.
Άρθρο 144 ΚΠολΔ (αρθ. 22 ΣχΝ): Δεσμευτικότητα προθεσμιών για το δικαστήριο.
Στο άρθρο 144 προστίθεται παρ. 4 ως εξής: «4. Οι προθεσμίες που αναφέρονται στον παρόντα Κώδικα, αν δεν ορίζεται άλλως, είναι αποκλειστικές και δεσμευτικές τόσο για τους διαδίκους όσο και για το δικαστήριο.».
Με την ως άνω προσθήκη διάταξης επιχειρείται η δια νόμου παραβίαση του αυτοδιοίκητου των πολιτικών δικαστηρίων. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη διάταξη αυτή, οι προθεσμίες που θέτει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, θα πρέπει να αποκτούν ένα βαθμό υπέρτερης ισχύος, ώστε να ακυρώνονται δι΄ αυτών τα όσα ορίζονται στους κανονισμούς ως προς την οργάνωση της λειτουργίας του δικαστικού σχηματισμού και τον χρόνο προσδιορισμού της εκδίκασης των υποθέσεων, χωρίς να δύναται να ληφθούν οι υπόψιν οι λοιπές συνθήκες υπηρεσιακής οργάνωσης και στελέχωσης των δικαστικών σχηματισμών ή φαινόμενα υπερχρέωσης. Πλην όμως η αρμοδιότητα των δικαστηρίων να συντάσσουν Κανονισμούς έχει θεμέλιο την απορρέουσα από τις διατάξεις του Δευτέρου Κεφαλαίου του Συντάγματος «Οργάνωση και δικαιοδοσία των δικαστηρίων» (άρθρα 93-100), συνταγματική αρχή της ορθολογικής οργάνωσης και λειτουργίας των δικαστηρίων, σε συνδυασμό με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, με το οποίο θεσπίζεται το δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 19παρ.1 ν.4938/2022 «Με την επιφύλαξη του άρθρου 27, κάθε δικαστήριο ή εισαγγελία καταρτίζει κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, ο οποίος συμπληρώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, όταν επιβάλλεται από υπηρεσιακές ανάγκες», ενώ στην παράγραφο 5 προβλέπεται ότι α) Ο κανονισμός ορίζει ιδίως: αα) τα τμήματα των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, τον τρόπο συγκρότησής τους, το χρονικό διάστημα παραμονής των δικαστικών λειτουργών σε κάθε τμήμα και την κατανομή των υποθέσεων σε αυτά, αβ) τον αριθμό των δικασίμων και των υποθέσεων ανά δικάσιμο, αγ) ζητήματα που αφορούν στη χρέωση των υποθέσεων ανά δικαστικό λειτουργό από τον πρόεδρο του οικείου τμήματος και αδ) οποιοδήποτε ζήτημα ανάγεται στην εσωτερική οργάνωση των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών και στην εύρυθμη διεξαγωγή των εργασιών τους. Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι κανονισμοί αυτοί καταρτίζονται από την ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου, ενώπιον της οποίας έχουν δικαίωμα υποβολής προτάσεων η οικεία ένωση δικαστικών λειτουργών, ο γραμματέας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, ο δικηγορικός σύλλογος της έδρας του δικαστηρίου και η οικεία συνδικαλιστική οργάνωση των δικαστικών υπαλλήλων, και τελικά υποβάλλονται για έγκριση στην ολομέλεια του οικείου ανωτάτου δικαστηρίου. Η τελευταία ως εκ της θέσεώς της στην κορυφή της οικείας δικαιοδοσίας, είναι η μόνη αρμόδια, λαμβάνοντας υπόψη τις προτάσεις κάθε δικαστηρίου, να αποφασίσει τελικά για το περιεχόμενο των κανονισμών με κριτήρια την αποτελεσματική παροχή δικαστικής προστασίας και τη συνεκτικότητα των ρυθμίσεων στα επιμέρους δικαστήρια (βλ. ΟλΣτΕ 2/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟS).
Ακολούθως, η προτεινόμενη διάταξη είναι αντίθετη με τον πυρήνα του συνταγματικώς κατοχυρωμένου αυτοδιοίκητου χαρακτήρα της οργάνωσης των δικαστηρίων, στο βαθμό που περιορίζει –στα στενότερα όρια που διαγράφουν οι θεσπιζόμενες προθεσμίες του ΚΠολΔ – τη δυνατότητα εύρυθμης διαμόρφωσης της δικαστικής οργάνωσης, όπως αυτή διαγράφεται στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων. Πρόκειται για διάταξη που παραβιάζει ευθέως τις διατάξεις του Συντάγματος και ιδίως του άρθρου 93παρ.1 και επόμενα και πρέπει να απαλειφθεί.
H αύξηση της αρμοδιότητας των πολυμελών πρωτοδικείων ως δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, προβλέποντας την εκδίκαση εφέσεων κατά αποφάσεων μονομελών πρωτοδικείων, η αξία του αντικειμένου των οποίων ανέρχεται έως και 80.000 ευρώ, πέραν του ότι είναι προφανές ότι δεν θα συμβάλει στην σκοπό της επιτάχυνσης της απονομής της δικαιοσύνης, είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει περαιτέρω προβλήματα ιδίως στα επαρχιακά πρωτοδικεία, όπου είναι αδύνατον να συγκροτηθούν ειδικά τμήματα εφέσεων, με αποτέλεσμα οι ίδιοι δικαστές να δικάζουν τις υποθέσεις σε α’ και β’ βαθμό με ό, τι αυτό συνεπάγεται. Το ήδη προβλεπόμενο όριο των 30.000 ευρώ είναι εύλογο και συμβαδίζει με την πρόβλεψη της υποχρέωσης υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης στις υποθέσεις η αξία του αντικειμένου των οποίων υπερβαίνει το εν λόγω ποσό. Η σχετική πρόβλεψη για την ΥΑΣ είχε βεβαίως και ως αποτέλεσμα την αύξηση των υποθέσεων με αντικείμενο έως 30.000 ευρώ, για την αποφυγή της διαδικασίας της ΥΑΣ και των εξόδων που αυτή συνεπάγεται.
για αποφυγή επιδόσεων αγνώστου διαμονής, ίσως πρέπει να προβλεφθεί ότι σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι είναι αδύνατη η επίδοση με τους τρόπους που ορίζει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, να είναι παραδεκτή η επίδοση στην διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που δηλώνεται στην τελευταία κατατεθείσα δήλωση φορολογίας εισοδήματος.
Πως αιτιολογείται η αύξηση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου δικάζοντος κατ’ έφεση, όταν με το άρθρο 4 παρ.1 Ν.3994/2011, ΦΕΚ Α 165/25.7.2011, είχε καταργηθεί η δυνατότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου να δικάζει κατ’ έφεση, με την σκέψη ότι η κρίση επί της ουσίας της υποθέσεως κατ’ έφεση γίνεται κατά κανόνα με βάση το υλικό και τα στοιχεία της πρωτοβάθμιας δίκης, όπως αυτά περιέχονται στα πρακτικά. Δεν λαμβάνει εκεί χώρα δια ζώσης επανεκδίκαση της υποθέσεως, ώστε να είναι απολύτως απαραίτητη και η γνώμη περισσότερων δικαστών. Στην πράξη, το ιστορικό της υποθέσεως και σήμερα άλλωστε μόνον ο εισηγητής το επεξεργάζεται (κατά κανόνα). Αν προκύψουν κρίσιμα νομικά προβλήματα, ο δρόμος της αναίρεσης είναι πάντοτε ανοικτός. Οι ρυθμίσεις, οι οποίες αφορούν στα δικαστήρια πολύμελούς συνθέσεως, που δικάζουν κατά τεκμήριο τις σημαντικότερες υποθέσεις, παραμένουν άθικτες. Επίσης, παρέμεινε ανέπαφη και η ρύθμιση που προβλέπει την παραπομπή της εκδικάσεως της υποθέσεως στην Ολομέλεια, αν η απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία μιας ψήφου (ΚΠολΔ 563 ΙΙ 3), ώστε να κρίνονται από ευρύτερο σώμα και οι αποφάσεις των μονομελών δικαστηρίων, όταν αντιμετωπίζουν αμφισβητούμενα νομικά ζητήματα (βλ. αιτιολογική σκέψη του άρθρου 4 της αιτιολογικής έκθεσης του σχεδίου νόμου με τίτλο «Εξορθολογισμός και βελτίωση στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις»).
Όσον αφορά τη νομοθετική επιλογή, περί της αύξησης της κατ’ έφεση καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, παρατίθεται αυτούσια η αιτιολογική σκέψη του άρθρου 4 της αιτιολογικής έκθεσης του σχεδίου νόμου με τίτλο «Εξορθολογισμός και βελτίωση στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις», που προέβλεπε την κατάργηση της κατ’ έφεση δίκης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, η οποία (κατάργηση) επήλθε με το άρθρο 4 παρ.1 Ν.3994/2011,ΦΕΚ Α 165/25.7.2011:
«1. Από όλες τις δυνατές επιλογές, προκρίθηκε για την αποσυμφόρηση των υποθέσεων αυτή που προκαλεί τα λιγότερα προβλήματα. Οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων θα κρίνονται στο μέλλον κατ έφεση από το μονομελές πρωτοδικείο. Ακόμη, οι αποφάσεις των μονομελών πρωτοδικείων θα ελέγχονται από το εφετείο, που θα έχει στη σύνθεση του έναν μόνον εφέτη. Όλες οι αποφάσεις που εκδίδονται από δικαστήριο μονομελούς συνθέσεως θα κρίνονται κατ’ αναίρεση από τον Άρειο Πάγο, που θα δικάζει με τριμελή σύνθεση.
2. Η κρίση επί της ουσίας της υποθέσεως κατ’ έφεση γίνεται κατά κανόνα με βάση το υλικό και τα στοιχεία της πρωτοβάθμιας δίκης, όπως αυτά περιέχονται στα πρακτικά. Δεν λαμβάνει εκεί χώρα δια ζώσης επανεκδίκαση της υποθέσεως, ώστε να είναι απολύτως απαραίτητη και η γνώμη περισσότερων δικαστών. Στην πράξη, το ιστορικό της υποθέσεως και σήμερα άλλωστε μόνον ο εισηγητής το επεξεργάζεται (κατά κανόνα). Αν προκύψουν κρίσιμα νομικά προβλήματα, ο δρόμος της αναίρεσης είναι πάντοτε ανοικτός. Οι ρυθμίσεις, οι οποίες αφορούν στα δικαστήρια πολύμελούς συνθέσεως, που δικάζουν κατά τεκμήριο τις σημαντικότερες υποθέσεις, παραμένουν άθικτες. Επίσης, παρέμεινε ανέπαφη και η ρύθμιση που προβλέπει την παραπομπή της εκδικάσεως της υποθέσεως στην Ολομέλεια, αν η απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία μιας ψήφου (ΚΠολΔ 563 ΙΙ 3), ώστε να κρίνονται από ευρύτερο σώμα και οι αποφάσεις των μονομελών δικαστηρίων, όταν αντιμετωπίζουν αμφισβητούμενα νομικά ζητήματα.
3. Μετά την ανωτέρω ρύθμιση καθίσταται αναγκαία και η αντίστοιχη τροποποίηση του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών (άρθρα 4 και 23 του ν. 1756/1988). Η τροποποίηση αυτή επέρχεται με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 64. «.
Η προτεινόμενη αύξηση του όρίου υλικής αρμοδιότητας του Πρωτοδικείου ως δευτεροβάθμιου δικαστηρίου εκτός του ότι καταδικάζει τον πρώτο βαθμό σε περαιτέρω υπερσυσσώρευση υποθέσεων, έρχεται σε αντίθεση με τη διαταξη του αρ. 49 του ν. 5197/2025 που ψηφίστηκε τον Μάιο του 2025, με την οποία οι οργανικές θέσεις των εφετών αυξήθηκαν κατά πενήντα. Και πάλι η επιδιωκόμενη επιτάχυνση δεν θα επέλθει αφού κατά τεκμήριο η κατ έφεση εκδίκαση υποθέσεων από πρωτοβάθμιους δικαστές θα απαιτεί περισσότερη μελέτη και περισυλλογή για τη σύνταξη των αποφάσεων, επιβαρύνοντας το έργο τους, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση στη δημοσίευση αποφάσεων και πρωτοείσακτων και κατ έφεση εκδικαζόμενων.
Στο άρθρο 16 του σχεδίου νόμου, η διατύπωση της παρ. 2 του άρθρου 131 ΚΠολΔ πρέπει να αλλάξει, καθώς η έναρξη ή η λήξη μιας δικαστικής ή νόμιμης προθεσμίας θα προσδιορίζεται πλέον από μια αυθαίρετη και αναπόδεικτη παράδοση. Ο ισχυρισμός που αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, ότι δηλαδή η συγκεκριμένη ρύθμιση αποσκοπεί στην αποσαφήνιση του χρονικού σημείου ολοκλήρωσης της επίδοσης, κάθε άλλο παρά το στόχο της επιτυγχάνει. Επίσης πρέπει να τροποποιηθεί και η παρ. 1 του ίδιου άρθρου και να προβλεφθεί επίδοση και στον αναπληρωτή τους, αφού δεν είναι λίγες οι φορές που οι διευθυντές απουσιάζουν είτε με άδεια είτε για υπηρεσιακούς λόγους. Η νέα διατύπωση της παρ. 2 του άρθρου 131, θα ήταν ασφαλέστερο να προσομοιάζει με αυτή που προτείνεται στην παρ. 3 του άρθρου 17 ή στην παρ. 3 του άρθρου 18 του σχεδίου νόμου.
Οι συγκεκριμένες διατάξεις είναι η πλήρη απόδειξη ότι στο Υπουργείο ενδιαφέρονται μόνο για την έκδοση fast track αποφάσεων, με πλήρη υποβάθμιση της δικαιοσύνης, της ποιότητας των αποφάσεων αλλα και του ρόλου των δικαστικών λειτουργών..Είναι ανθρωπίνως αδύνατο ένας δικαστής, παρά τις όποιες θυσίες κάνει σε βάρος του προσωπικού και οικογενειακού του χρόνου, να ανταπεξέλθει με την προσήκουσα επιμέλεια στον όγκο των υποθέσεων που καλείται να διαχειριστεί μέσα σε ένα δικαστικό έτος, εντός των νέων προθεσμιών, οι οποίες είναι ουτοπικές για τον όγκο δουλειάς ενός πολιτικού – ποινικού δικαστή, δεδομένης και της πολυπλοκότητας πλέον των υποθέσεων..Και όλα αυτά υπό το βάρος συνεχών πειθαρχικών, απολογούμενοι μάλιστα προκαταβολικά, μια παγκόσμια καινοτομία στο πειθαρχικό δίκαιο!! Περιμένουμε απόσυρση των εν λόγω διατάξεων, προκειμένου να διασωθεί το κύρος της δικαιοσύνης, έστω και την ύστατη στιγμή…
1. Με το άρ. 10 του Σχεδίου Νόμου τροποποιείται το άρ. 67 του ΚΠολΔ, ήτοι διάταξη που παραδοσιακά αφορά στην ικανότητα δικαστικής παράστασης και στη συμπλήρωση των σχετικών με αυτήν ελλείψεων. Αντί της έκδοσης αναβλητικής απόφασης αναφορικά με την πρόοδος της δίκης, προς τον σκοπό συμπλήρωσης των ελλείψεων φαίνεται πως προκρίνεται το να τίθεται μια προθεσμία από το Δικαστήριο προς συμπλήρωση των ελλείψεων, «εφόσον (οι ελλείψεις) μπορούν να συμπληρωθούν». Αν, μάλιστα, παρέλθει άπρακτη η προθεσμία, που θα τεθεί, ορίζεται ότι «οι σχετικές υποθέσεις δικάζονται ερήμην». Άπαντα δε τα ανωτέρω, γίνονται, όπως ορίζεται στην προτεινόμενη διάταξη, «..με την επιφύλαξη των άρ. 227 και 237 ΚΠολΔ…»
i. Κατ’ αρχάς δημιουργείται η απορία αν υπάρχει κάποια διαφορά μεταξύ της τυπικής παράλειψης, που μέχρι σήμερα συμπληρώνεται με ειδοποίηση του Δικαστηρίου, κατά τα οριζόμενα στο άρ. 227 ΚΠολΔ, και της συμπλήρωσης, που γίνεται με την ειδοποίηση του Δικαστηρίου κατά την προκείμενη διάταξη, ώστε να έχει νόημα η αναφορά της επιφύλαξης του άρ. 227 ΚΠολΔ. Αν, τελικά, οι σχετικές ελλείψεις μπορούν να συμπληρωθούν με μια ειδοποίηση, τότε κατά βούληση του νομοθέτη, οι σχετικές ελλείψεις μπορούν να λογισθούν ως τυπικές και αρκεί η εφαρμογή του άρ. 227 ΚΠολΔ. Το ποιο είναι το ρυθμιστικό περιεχόμενο, βέβαια, του νέου άρ. 227 ΚΠολΔ και αν πρέπει τότε να εκδίδεται κάθε φορά Διάταξη του Δικαστή για τη συμπλήρωση της έλλειψης, δημιουργεί αμηχανία για άλλους λόγους, ο σχετικός προβληματισμός, όμως, εκτίθεται σε ιδιαίτερο σχόλιο στην οικεία θέση. Σε κάθε περίπτωση από τη δομή της διάταξης με ειδοποίηση στο mail του πληρεξουσίου δικηγόρου δεν φαίνεται να συνάδει με την έκδοση «Διάταξης», αλλά με παραδοσιακή ειδοποίηση. Ποιο το νόημα τότε της επιφύλαξης του άρ. 227 ΚΠολΔ ;
ii. Δεδομένου ότι στη διάταξη του άρ. 237 ΚΠολΔ δεν γίνεται αναφορά στα ζητήματα του άρ. 67 ΚΠολΔ, εγείρεται το ερώτημα, μήπως καλύπτονται τα ζητήματα από το γεγονός ότι οι τυχόν ελλείψεις καθιστούν πχ την αγωγή απαράδεκτη. Το αν τούτο συμβαίνει ή όχι είναι κρίσιμο, αφού στο άρ. 237 ΚΠολΔ για τα σχετικά ζητήματα φαίνεται πως προκρίνεται η λύση της έκδοσης Διάταξης, με τα λοιπά σχετικά που εκτίθενται στη διάταξη. Τελικώς, οι ελλείψεις του άρ. 67 ΚΠολΔ, στην τακτική διαδικασία αντιμετωπίζονται κατ’ άρ. 237 παρ. 3 ΚΠολΔ, ενώ στις λοιπές περιπτώσεις αντιμετωπίζονται κατ’ άρ. 67 ΚΠολΔ (σε συνδ. ενδεχομένως και με το άρ. 227 ΚΠολΔ) ή όχι ;
iii. Αν για τη δικαστική εκπροσώπηση ή για ένα ζήτημα νομιμοποίησης πρέπει να διεξαχθεί μια άλλη δίκη (πχ περί διορισμού προσωρινής διοίκησης στην ΑΕ ή περί διορισμού ειδικού εκπροσώπου κλπ.), η οποία θα διαρκέσει, αυτά λογίζονται ότι δεν είναι παραλείψεις που μπορούν να συμπληρωθούν ; Αυτό προκύπτει να είναι το λογικό, δεδομένου ότι σε διαφορετική περίπτωση, η δικογραφία θα εκκρεμεί εις χείρας του Δικαστή μέχρι την ολοκλήρωση της έτερης δίκης (πχ ορισμού ειδικού εκπροσώπου) με τις γνωστές συνέπειες, που συνίστανται ότι πάσα καθυστέρηση, αναγόμενη σε οιονδήποτε λόγο, καταλογίζεται στον Δικαστή ως ευθύνη του επί καθυστερήσει. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δηλαδή, αντί της προώθησης της διαδικασίας, έστω με την έκδοση αναβλητικής απόφασης, προκρίνεται ως αποτελεσματικότερη η απόρριψη της αγωγής ή της αίτησης ή της ανακοπής κλπ. ;
iv. Τι εννοείται με τη διάταξη, όταν ορίζεται, ότι επί μη συμπλήρωσης της έλλειψης ο διάδικος δικάζεται ερήμην ; Εδώ πρόκειται για διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, αναγόμενη στο στάδιο του παραδεκτού, κατά το παλαιόθεν διδασκόμενα. Πώς θα δικαστεί (επί της ουσίας) ερήμην, ο διάδικος, στο πλαίσιο της νόμιμης εκπροσώπησης ή της ικανότητας δικαστικής παράστασης του οποίου, υπάρχει ζήτημα και δη έλλειψη που δεν συμπληρώθηκε ; Τα σχετικά ένδικα βοηθήματα μέχρι σήμερα απορρίπτονται ως απαράδεκτα. Υπάρχει εδώ κάποια μεταβολή ή κάποια εσφαλμένη κατανόηση ; Δεν είναι εδώ ζήτημα περί την ικανότητα του δικολογείν. Δεν είναι ζήτημα περί την πληρεξουσιότητα του δικηγόρου, ώστε να εγείρεται ζήτημα ερημοδικίας, επί μη συμπλήρωσης της έλλειψης. Είναι ζήτημα, που αφορά στο παραδεκτό. Η αγωγή τελικά θα πρέπει να δικαστεί ερήμην ή να απορριφθεί ως απαράδεκτη ;
2. Αναφορικά με την πληρεξουσιότητα στο άρ. 11 του Σχεδίου Νόμου, ας επιτραπεί η ίδια απορία ως προς το νόημα της φράσης «με την επιφύλαξη των άρ. 227 και 237 ΚΠολΔ», που εγένετο, μεταξύ άλλων, και στο πλαίσιο του άρ. 10 του Σχεδίου Νόμου. Μέχρι σήμερα, όπως είχε αποκρυσταλλωθεί μάλλον το ζήτημα μετά από τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις, στη μεν τακτική διαδικασία τα ζητήματα, που ανάγονταν στην έλλειψη πληρεξουσιότητας, αντιμετωπίζονταν ως είδος τυπικής παράλειψης κατά τη διάταξη του άρ. 237 παρ. 1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ, ως μέχρι σήμερα ισχύει, στις δε λοιπές περιπτώσεις, μέσω της έκδοσης αναβλητικής απόφασης κατά το άρ. 105 ΚΠολΔ, δυισμός, που πράγματι δεν ήταν λογικός, αφού πρόκειται για το αυτό ρυθμιστέο ζήτημα. Παρεμπιπτόντως το αυτό ζήτημα τίθετο ως προς το δικαστικό ένσημο, όπου μετά και τα νομολογηθέντα από τον ΑΠ, η έλλειψή του στη μεν τακτική διαδικασία οδηγούσε το δίχως άλλο σε ερημοδικία, στις δε λοιπές διαδικασίες εξακολουθούσε να αντιμετωπίζεται ως τυπική παράλειψη, διαφοροποίηση που εν πολλοίς δεν φαίνεται και να διορθώνεται με το σχέδιο νόμου. Τι πρόκειται, συνεπώς, να ισχύσει ως προς την πληρεξουσιότητα ;
i. Η επιφύλαξη ως προς το άρ. 237 ΚΠολΔ δεν είναι κατανοητή, στο μέτρο που ειδικότερη διάταξη για το ζήτημα της πληρεξουσιότητας του δικηγόρου δεν διαλαμβάνεται εκεί, κατά δε τα λοιπά, δεν θα ήταν και δυνατό να προηγείται η έκδοση διάταξης επί μιας αγωγής για τον χαρακτηρισμό της ως απαράδεκτης κλπ. (κατά τα πλέον οριζόμενα στο νέο αρ. 237 ΚΠολΔ), τη στιγμή, που δεν έχει ακόμα επιλυθεί το ζήτημα της πληρεξουσιότητας. Και τέλος το νόημα της φράσης «Με την επιφύλαξη του άρ. 227 ΚΠολΔ» είναι εν τέλει ποιο ; Ότι αποτελεί τυπική έλλειψη η κατ’ αρχήν έλλειψη πληρεξουσιότητας ; Γιατί τότε αρκεί η αναφορά ότι για τη συμπλήρωση της σχετικής έλλειψης εφαρμόζεται η διάταξη του άρ. 227 ΚΠολΔ και δεν έχει νόημα η επιφύλαξη. Βέβαια δυσχέρειες προκαλεί πλέον και η κατανόηση της διάταξης του άρ. 227 ΚΠολΔ, αλλά αυτό σχολιάζεται στον οικείο τόπο. Θα εκδίδεται διάταξη για τη συμπλήρωση της πληρεξουσιότητας ; Εν πάση περιπτώσει, αν το νόημα της διάταξης, όπως διαφαίνεται, είναι ότι οι ελλείψεις ως προς την πληρεξουσιότητα αντιμετωπίζονται με κλήση του διαδίκου ή του παραστάντος δικηγόρου να συμπληρώσει την έλλειψη εντός συγκεκριμένης προθεσμίας ανεξαρτήτως διαδικασίας (τακτικής ή ειδικής), τότε αρκεί μια απλούστερη διατύπωση, στην οποία απλώς θα πρέπει να διευκρινίζεται το πότε είναι το απώτατο χρονικό σημείο, μέχρι το οποίο μπορεί αυτό να συμβεί, στη νέα λαβυρινθώδη και όλως γραφειοκρατική τακτική διαδικασία.
3. Η μεταφορά επιπλέον ύλης εκ των εφέσεων στα Πολυμελή Πρωτοδικεία κατά τρόπο διευρυμένο και δη επί αιτήματος μέχρι του ποσού των 80.000,00 ευρώ και, μάλιστα, σε συνάρτηση με τη διατήρηση του άρ. 560 ΚΠολΔ αναλλοίωτου, ήτοι με διατήρηση του περιορισμένου αναιρετικού ελέγχου, είναι προβληματική. i. Δεν πρόκειται για διαφορές πλέον ήσσονος οικονομικού αντικειμένου, ώστε να αποκλείεται ο αναιρετικός έλεγχος. ii. Η ενασχόληση πολυμελούς συνθέσεως για μία έφεση επιφέρει επιβάρυνση στον ούτως ή άλλως ασφυκτικά επιβαρυμένο πρώτο βαθμό. iii. Ο Πρόεδρος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου πλέον θα είναι Δικαστής, που δεν θα έχει ο ίδιος δικάσει προηγουμένως εφέσεις ως Δικαστής σε μονομελή σχηματισμό. Παρά την ελλιπή εμπειρία του, όμως, ως προς τα τεχνικά ζητήματα της έφεσης, θα πρέπει ευθύς εξ αρχής να εποπτεύσει ένα ολόκληρο τμήμα, παρέχοντας καθοδήγηση επί των οικείων ζητημάτων στα λοιπά μέλη της σύνθεσης για υποθέσεις που δεν μπορούν πλέον να λογισθούν ως ήσσονος οικονομικού αντικειμένου. Αυτό σε κάποιο μέτρο ακυρώνει την αξία της Πολυμελούς σύνθεσης. Ή θα πρέπει, συνεπώς, να μεταβληθεί και η διάταξη του άρ. 560 ΚΠολΔ ή το όριο να κατέλθει και η ύλη του Πολυμελούς Πρωτοδικείο ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου να περιοριστεί έναντι του προτεινόμενου ποσού των 80.000,00 ευρώ (ή 1.000 ευρώ στις οικείς διαφορές) κλπ..
Παρατήρηση στη διάταξη του άρθρου 144 ΚΠολΔ με προσθήκη παρ. 4 : Η προτεινόμενη διάταξη προβλέπει για πρώτη φορά ρητά δικονομικές προθεσμίες σε ισχύ δεσμευτική και για τους δικαστικούς σχηματισμούς.
Με τον τρόπο αυτό : 1) Η διάταξη ευθέως θέτει εν αμφιβόλων την οργάνωση των δικαστηρίων όπως προβλέπεται με ειδικό νόμο 93§1 Σ, ν. 4938/2022. Η Διοίκηση των Δικαστηρίων θα αντιμετωπίσει το δίλημμα να τηρήσει τη ρύθμιση ή να οργανώσει την υπηρεσία με βάση τις πραγματικές δυνατότητές της. Η πρόβλεψη ανελαστικών προθεσμιών, είναι προφανές ότι αποβλέπει στη μείωση του χρόνου της εκκρεμοδικίας σε κάθε δικαστικό σχηματισμό. Τούτο όμως το πράττει βάλλοντας ευθέως κατά του ειδικού νόμου που προβλέπει αυτοδιοίκητο και οργάνωση με βάση λειτουργικά και ουσιαστικά κριτήρια (ΟλΣτΕ 2/2014).
2. Η διάταξη ως ανελαστικός κανόνας αναγκάζει σε σταθμίσεις που έρχονται ευθέως σε σύγκρουση με τη ρύθμιση του άρθρου 93§3Σ. Ενόψει της ανελαστικότητας των προθεσμιών και του μηχανισμού της δικαστικής απόφασης ως λειτουργία υπαγωγής πραγματικών περιστατικών σε κανόνες δικαίου και αξιολογήσεως αποδεικτικών μέσων, είναι δεδομένο ότι θα προκύψουν περιπτώσεις όπου ο δικαστικός λειτουργός θα κληθεί να κάνει στάθμιση, ανάμεσα σε μια προθεσμία προβλεπόμενη από νόμο και έναν έναν κανόνα του Συντάγματος. Το γεγονός ότι η μη τήρηση του ανελαστικού δικονομικού κανόνα συνοδεύεται με πειθαρχικές κυρώσεις, αν και το αυτονόητο καθήκον του Δικαστή είναι να τηρήσει τον Συνταγματικό κανόνα, δεν είναι δύσκολο να αναλογιστεί κανείς τις συνέπειες σε επίπεδο Κράτους Δικαίου και διεθνούς διασυρμού της χώρας, για ζήτημα πολύ πιο ουσιώδες και σοβαρό από την παραβίαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, για την οποία μάλιστα προβλέπεται ήδη αποκαταστατική αποζημίωση.
Κατά πάγια νομολογία οι δικονομικές προθεσμίες ως προς την έκδοση απόφασης είναι ενδεικτικές. Το δίλημμα που είχε να αντιμετωπίσει ο νομοθέτης ήταν να θέσει ένα όριο αξιολογώντας ωστόσο ως μείζονος σημασίας την ουσιαστική παροχή έννομης προστασίας, υπό συγκεκριμένη και προβλεπόμενη διαδικασία. Σημειώνεται ότι μείζονος σημασίας για ένα δικηγόρο, στη διαχείριση της σχέσης με τον εντολέα του είναι η δυνατότητα πρόβλεψης μιας δικαστικής κρίσης υπό συγκεκριμένη διαδικασία, προκειμένου να καθορίσει την προσφυγή ή μη στο Δικαστήριο και το εύρος αυτής. Παρόλο που στον πραγματικό κόσμο της άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος στη σύγχρονη πραγματικότητα, φαίνεται αμελητέο, είναι το απόλυτα ουσιώδες ζήτημα για την άσκηση του λειτουργήματός τους η δυνατότητα πρόβλεψης μιας δικαστικής απόφασης και του περιεχομένου της, κατ’ ορθή κρίση.
Η προτεινόμενη ρύθμιση φαίνεται να αγνοεί ότι η καθυστέρηση έκδοσης απόφασης ποτέ δεν παρέμενε χωρίς συνέπειες για τον δικαστικό λειτουργό. Αντιθέτως, το σύστημα πειθαρχικού ελέγχου και η εσωτερική λειτουργία προβλέπει μηχανισμούς ελέγχου που διαχρονικά λειτουργούσαν σε πολύ αυστηρότερο πλαίσιο στον τομέα πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης από οποιοδήποτε άλλο μηχανισμό πειθαρχικού ελέγχου στη χώρα. Η θέσπιση ανελαστικών δικονομικών προθεσμιών προεχόντως δεσμεύει ευθέως τα όργανα του δικαστικού ελέγχου δημιουργώντας συνθήκες περιορισμού στην άσκηση του πειθαρχικού έργου υπό τα κριτήρια του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, κατά τρόπο αμφίβολης συμβατότητας με το άρθρο 93§1Σ.
Εγώ δεν θα είμαι επιεικής, ούτε θα λειάνω τη σκέψη μου ενόψει της επίμαχης τροποποίησης του άρθρου 18 ΚΠολΔ. ΠΟΣΑ ακόμα θα φορτωθούν οι Πρωτόδικες ; Σ ένα επαρχειακό Πρωτοδικείο ΠΟΣΑ να κάνει ένας Πρωτοδίκης ; Να προεδρεύσει σε τριμελή ; Να δικάζει ποινικές υποθέσεις σε μονομελή σύνθεση ; Να είναι πρόεδρος υπηρεσίας ; Να δικάζει υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων; Να μετέχει στα δικαστικά συμβούλια ; Να δικάζει υποθέσεις σε πρώτο βαθμό αλλά και σε δεύτερο με πενιχρή υπηρεσιακή εμπειρία ; Είναι δυνατόν να επιχειρείται η αύξηση του ορίου σε 80.000 ευρώ και ταυτόχρονα να αυξάνονται οι οργανικές θέσεις των Εφετών σε 50 (με προγενέστερο νόμο) ; Για ποιο λόγο ;;;; Για να κάνει αέρα ο ένας στον άλλον με τις 30 υποθέσεις που θα χρεώνεται έκαστος ανά έτος ; Το όριο καλό θα είναι να παραμείνει στις 30.000 ευρώ (το οποίο είναι ήδη υψηλό) ειδάλλως προβλέπω τα πρωτοβάθμια Δικαστήρια να μένουν κενά και οι αποφάσεις να εκδίδονται στην τριετία με τον φόρτο εργασίας που θα ανακύψει στους εναπομείναντες υπηρετούντες.
Αύξηση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Πολυμελούς σε υποθέσεις που θα δικάζει ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο
Η προτεινόμενη τροποποίηση, με την οποία αυξάνεται από 30.000 ευρώ σε 80.000 ευρώ το όριο μέχρι το οποίο οι εφέσεις εκδικάζονται από τα Πολυμελή Πρωτοδικεία, εγείρει σοβαρούς προβληματισμούς αναφορικά με την ποιότητα, την αξιοπιστία και τη θεσμική συνέπεια της πολιτικής δίκης.
1. Οι αστικές υποθέσεις άνω των 30.000 ευρώ δεν είναι «’ησσονος σημασίας»
Οι διαφορές με αντικείμενο άνω των 30.000 ευρώ συνιστούν υποθέσεις με ιδιαίτερη κοινωνική και οικονομική βαρύτητα για τους διαδίκους. Συχνά αφορούν επιχειρηματικές αξιώσεις, ιατρική ευθύνη, ασφαλιστικές απαιτήσεις ή σοβαρές αποζημιώσεις. Η μεταχείρισή τους ως «ήσσονος σημασίας», εξαιρουμένων από την κρίση των εφετών και του πλήρους αναιρετικού ελέγχου δεν συνάδει με την πολυπλοκότητα και τη σημασία τους.
2. Η δίκη σε δεύτερο βαθμό απαιτεί δικαστές με αυξημένη εμπειρία
Η έννοια της ιεραρχικά ανώτερης κρίσης στον δεύτερο βαθμό δεν είναι απλώς τυπική. Οι εφέτες καλούνται να ασκήσουν ουσιαστικό επανέλεγχο των πρωτοβάθμιων κρίσεων. Για υποθέσεις τέτοιου ύψους, είναι θεσμικά, κοινωνικά και ποιοτικά αναγκαίο να ασκείται η δευτεροβάθμια κρίση από δικαστές με την εμπειρία και το κύρος του εφέτη
3. Περιορισμός των λόγων αναίρεσης σε σοβαρές υποθέσεις
Η νέα ρύθμιση αφήνει εκτός ελέγχου του Αρείου Πάγου πλήθος σοβαρών αστικών διαφορών, οι οποίες πλέον δεν θα φτάνουν ποτέ στον αναιρετικό έλεγχο, εφόσον δεν θα έχουν κριθεί από Εφετείο. Έτσι, περιορίζεται σημαντικά η έννομη προστασία των διαδίκων.
Για τους λόγους αυτούς, το υφιστάμενο όριο των 30.000 ευρώ πρέπει να παραμείνει ως έχει, τουλάχιστον μέχρι να ολοκληρωθεί οργανωμένα η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και να ενισχυθούν τα Εφετεία με αντίστοιχες οργανικές θέσεις. Οποιαδήποτε μεταβολή πριν από αυτή τη διαρθρωτική ενίσχυση θα επιβαρύνει περαιτέρω τα Πολυμελή Πρωτοδικεία, δημιουργώντας συνθήκες συμφόρησης και ανασφάλειας δικαίου.
Δεσμευτικότητα των δικονομικών προθεσμιών για τα δικαστήρια – παραβίαση του αυτοδιοίκητου της Δικαιοσύνης
Με την προσθήκη παραγράφου 4 στο άρθρο 144 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, προβλέπεται ότι:«Οι προθεσμίες που αναφέρονται στον παρόντα Κώδικα, αν δεν ορίζεται άλλως, είναι αποκλειστικές και δεσμευτικές τόσο για τους διαδίκους όσο και για το δικαστήριο.» Η προτεινόμενη διάταξη θέτει για πρώτη φορά ρητώς τις δικονομικές προθεσμίες σε ισχύ δεσμευτική και για τους δικαστικούς σχηματισμούς, επιχειρώντας με τον τρόπο αυτό τη νομοθετική υποκατάσταση του κανονιστικά διασφαλισμένου αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων.
1. Ανατροπή της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας εσωτερικής οργάνωσης των δικαστηρίων
Η ρύθμιση, στην ουσία της, αναιρεί τη δυνατότητα των δικαστηρίων να οργανώνουν με ευελιξία και σύμφωνα με τις πραγματικές υπηρεσιακές ανάγκες τον τρόπο λειτουργίας τους, ιδίως ως προς τον προσδιορισμό των δικασίμων, τη διαχείριση της ροής των υποθέσεων, τη χρέωση στους δικαστικούς λειτουργούς και τη συγκρότηση των σχηματισμών. Οι σχετικές αποφάσεις λαμβάνονται σήμερα με βάση τους Κανονισμούς Εσωτερικής Υπηρεσίας, οι οποίοι αποτελούν θεσμική έκφραση του αυτοδιοίκητου και καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 και 5 του ν. 4938/2022, καθώς και με τα άρθρα 93 επ. του Συντάγματος. Η ρύθμιση του σχεδίου νόμου έρχεται σε ευθεία αντίθεση με αυτή τη συνταγματική πρόβλεψη, καθιστώντας τους Κανονισμούς άνευ πρακτικής σημασίας και περιορίζοντας τη δυνατότητα προσαρμογής του τρόπου λειτουργίας των δικαστηρίων στις εκάστοτε συνθήκες στελέχωσης, φόρτου εργασίας και ειδικών αναγκών.
2. Κίνδυνος για την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας
Η επιβολή ανελαστικών χρονικών ορίων, χωρίς πρόβλεψη εξαίρεσης ή εξουσιοδότηση για εύλογη προσαρμογή ανάλογα με την υπηρεσιακή κατάσταση, είναι πιθανό να οδηγήσει είτε σε τυπική συμμόρφωση με τις προθεσμίες σε βάρος της ουσίας της διαδικασίας είτε σε αδυναμία τήρησής τους, λόγω αντικειμενικών συνθηκών (υπερφόρτωση, ελλείψεις σε προσωπικό, αυξημένος αριθμός υποθέσεων ανά δικάσιμο). Με αυτόν τον τρόπο, η διάταξη υπονομεύει την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος.
3. Αντισυνταγματικότητα – Παραβίαση του άρθρου 93 Συντ. και της νομολογίας του ΣτΕ
Η εισαγωγή μιας τέτοιας ρύθμισης συγκρούεται ευθέως με τη συνταγματικά προβλεπόμενη οργάνωση των δικαστηρίων, σύμφωνα με τα άρθρα 93 επ. Συντ., και ειδικότερα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο με την ΟλΣτΕ 2/2014 τόνισε τη δεσμευτική αρμοδιότητα των ολομελειών των δικαστηρίων για τον καθορισμό των εσωτερικών διαδικασιών και την εύρυθμη λειτουργία τους. Η διάταξη του άρθρου 144 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως προτείνεται, πλήττει τον πυρήνα της λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστηρίων και αποτελεί νομοθετική παρέμβαση μη ανεκτή στο πλαίσιο του Συντάγματος.
4. Διαστρέβλωση της λειτουργίας της δικονομικής προθεσμίας
Η επίμαχη διάταξη φαίνεται να επιχειρεί τη νομοθετική υπέρβαση μιας πάγιας και συνεκτικής νομολογιακής θέσης: ότι οι προθεσμίες που ο ΚΠολΔ τάσσει στο δικαστήριο –κυρίως για την έκδοση απόφασης– δεν είναι αποκλειστικές, αλλά ενδεικτικές. Ο λόγος είναι σαφής: αυτές δεν αποσκοπούν στην προστασία του δικαστή, αλλά στη διασφάλιση της έννομης προστασίας του διαδίκου και στη σταθερότητα της διαδικασίας. Η καθυστέρηση έκδοσης απόφασης ποτέ δεν παρέμενε χωρίς συνέπειες για τον δικαστικό λειτουργό. Αντιθέτως, το σύστημα πειθαρχικού ελέγχου, οι επιθεωρήσεις, και ενίοτε ακόμη και η απόλυση, αποδεικνύουν ότι το νομικό πλαίσιο ήδη περιλαμβάνει ισχυρούς μηχανισμούς λογοδοσίας. Η νομολογία (παγίως) επέτρεπε την έκδοση απόφασης ακόμη και μετά την πάροδο της προβλεπόμενης προθεσμίας, ώστε να μην τίθεται εν αμφιβόλω η ισχύς της. Με άλλα λόγια, προστάτευε τη διαδικασία και όχι τους δικαστές. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, εφόσον η προθεσμία θεωρείται αποκλειστική και δεσμευτική, γεννάται το ερώτημα αν ακόμη και η απλή παρέλευσή της –έστω και κατά μία ημέρα– θα στερεί αυτοδικαίως από το δικαστήριο τη δυνατότητα να εκδώσει απόφαση. Σε αυτή την περίπτωση είτε η απόφαση θα θεωρείται αυτοδικαίως άκυρη είτε (το πιθανότερο) η διάταξη θα παραμένει ανεφάρμοστη ή θα χρειαστεί ερμηνευτική δήλωση, οδηγώντας σε σύγχυση και ανασφάλεια δικαίου. Εάν δε, ο πραγματικός σκοπός του νομοθέτη δεν είναι αυτός, αλλά πρόκειται απλώς για ρητορική πίεση προς επιτάχυνση, τότε η διάταξη είναι περιττή και επικίνδυνη, καθώς ανοίγει τον δρόμο σε παρερμηνείες και ερμηνευτικές συγκρούσεις.
Συγκεφαλαιωτικά οποιαδήποτε αλλαγή στο άρθρο 144 ΚΠολΔ οφείλει να σέβεται τον συνταγματικά κατοχυρωμένο ρόλο των δικαστηρίων, να εδράζεται στη νομολογιακή εμπειρία, και να αποφεύγει τη δημιουργία κανόνων που παράγουν σύγχυση και δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην πράξη.
Η πρόταση ως προς την τροποποίηση του άρθρου 18 ΚΠολΔ κινείται σε εντελώς εσφαλμένη κατεύθυνση, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο την ύλη του Πρωτοδικείου αφού αυξάνει το όριο της αρμοδιότητάς του από τις 30.000 ευρώ στις 80.000 ευρώ και σε συνδυασμό με την σχεδιαζόμενη μείωση της προθεσμίας άσκησης έφεσης από τα δύο έτη στο ένα, αναμένεται να αποτελέσει πηγή υπερχρέωσης και καθυστερήσεων. Η επιλογή αυτή, παρά την προσωρινή ελάφρυνση που προκαλεί στο εφετείο, σε βάρος του πολυμελούς πρωτοδικείου, α) ανατρέπει την κανονικότητα που είναι το κατ΄ έφεση δικαστήριο να συντίθεται από ιεραρχικά ανώτερους δικαστές σε σχέση με το πρωτοβάθμιο, αξιοποιώντας την εμπειρία τους, β) θα προκαλέσει σημαντικά λειτουργικά προβλήματα στις συνθέσεις των νέων πολυμελών πρωτοδικείων, ιδίως των επαρχιακών, αφού οι πολυμελείς συνθέσεις του ίδιου δικαστηρίου, θα καλούνται να δικάζουν τις πρωτόδικες αποφάσεις των ομόβαθμων πια συναδέλφων τους, γ) ενόψει του γεγονότος ότι το ύψος του ορίου απαιτήσεων (80.000 ευρώ) αφορά πολύ μεγάλο ποσοστό της δικαστικής ύλης, το οποίο αφαιρείται από τα εφετεία, καθιστά τα τελευταία ένα σχηματισμό προσανατολισμένο κυρίως στην εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων, εξέλιξη προβληματική δοθέντος ότι το εφετείο αποτελεί εκείνο το τμήμα του Σώματος που θα αποτελέσει τη δεξαμενή των δικαστών που θα στελεχώσουν τον Άρειο Πάγο και δ) περιορίζεται δραστικά το εύρος των λόγων αναίρεσης, λόγω των περιορισμών του άρθρου 560 ΚΠολΔ, σε ένα τεράστιο εύρος υποθέσεων, καθώς οι απαιτήσεις ύψους 80.000 ευρώ, κάθε άλλο παρά μικρές και επουσιώδεις θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν λαμβάνοντας υπόψιν και τις παρούσες οικονομικές συνθήκες.
🔹 Σχόλιο επί του Άρθρου 12 – Κάθε έγγραφο που δεν έχει αναρτηθεί στον ψηφιακό φάκελο δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη
Για να έχει πρακτική αξία ο ψηφιακός φάκελος δικογραφίας, δεν αρκεί να είναι “δυνατότητα” ή “διευκόλυνση”. Πρέπει να καταστεί ο αποκλειστικός δικονομικός φορέας όλων των κρίσιμων εγγράφων.
Προτείνω να προβλεφθεί ρητά στο άρθρο 12 ότι:
«Κανένα αποδεικτικό, διαδικαστικό ή νομιμοποιητικό έγγραφο δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο, εάν δεν έχει αναρτηθεί στον ψηφιακό φάκελο δικογραφίας κατά το χρόνο της συζήτησης ή της εκδίκασης της υπόθεσης.»
🔹 Η ρύθμιση αυτή:
– εξασφαλίζει διαφάνεια και ίση πρόσβαση σε όλα τα μέρη,
– διασφαλίζει ότι ο δικαστής κρίνει με βάση ενιαίο και κοινό σώμα εγγράφων,
– αποτρέπει φαινόμενα “καθυστερημένων καταθέσεων”, “παρεμπιπτόντων φακέλων”, ή “προσκομίσεων στο ακροατήριο” που υπονομεύουν την αρχή της αντιμωλίας.
📌 Η υποχρεωτική ανάρτηση αποτελεί και προστασία του ίδιου του δικαστή, ο οποίος δεν θα μπορεί να πιέζεται να λάβει υπόψη έγγραφα που κατατέθηκαν “ατύπως”, “καθυστερημένα” ή “με χειρόγραφα σημειώματα στο φάκελο”.
Αν η ψηφιακή δικογραφία παραμείνει παράλληλη με την έντυπη, το σύστημα θα υπονομεύει τον εαυτό του. Αντίθετα, με ρήτρα αποκλεισμού, ενισχύεται η καθαρότητα της διαδικασίας και προστατεύεται η ασφάλεια της δίκης.
Ζητώ την προσθήκη αντίστοιχης διάταξης.
✅ Σχόλιο –επί του Άρθρου 12: Ο ψηφιακός φάκελος πρέπει να γίνει υποχρεωτικός και εργαλείο ουσίας για τον δικαστή και τον δικηγόρο
Η πρόβλεψη του άρθρου 12 για τη δημιουργία ψηφιακού φακέλου στο ΟΣΔΔΥ-ΠΠ είναι σημαντική, αλλά χρήζει ποιοτικής ενίσχυσης και θεσμικής θωράκισης για να αποδώσει στον πυρήνα του: την πραγματική υποστήριξη του έργου των δικαστών και των πληρεξουσίων δικηγόρων.
Σήμερα, τόσο ο δικαστής όσο και ο δικηγόρος αντιμετωπίζουν τη δικογραφία όχι ως ενιαίο σώμα, αλλά ως διάσπαρτο σύνολο εγγράφων που μεταφέρονται, αναζητούνται, ελέγχονται ή και αναπαράγονται πολλαπλώς. Το αποτέλεσμα είναι:
• επαναλαμβανόμενη διοικητική επιβάρυνση για τον δικηγόρο,
• αυξημένος χρόνος μελέτης για τον δικαστή,
• και, σε τελική ανάλυση, απώλεια ουσίας προς όφελος της τεχνικής διαδικασίας.
Η ψηφιακή δικογραφία πρέπει να αντιστρέψει αυτή την εικόνα, λειτουργώντας ως εργαλείο κρίσης και διάγνωσης, όχι ως απλό “ηλεκτρονικό ντοσιέ”.
⸻
🔹 Θεσμική πρόταση: Ο ψηφιακός φάκελος να είναι πλήρης, υποχρεωτικός και δυναμικός
Προτείνεται το άρθρο 12 να ενισχυθεί με ρητή διάταξη που θα προβλέπει ότι:
1. Η τήρηση ψηφιακού φακέλου είναι υποχρεωτική από όλους τους δικηγόρους, δικαστικούς υπαλλήλους και γραμματείες για κάθε πολιτική υπόθεση από 01/01/2026 και εξής.
2. Η πρόσβαση στον φάκελο να είναι συνεχής και πλήρης για τον δικαστή που χειρίζεται την υπόθεση, καθ’ όλο το στάδιο της διαδικασίας, και να περιλαμβάνει:
• διακριτή παρουσίαση όλων των κύριων και παρεμπιπτόντων δικογράφων,
• πλήρη σειρά των υποστηρικτικών και νομιμοποιητικών εγγράφων,
• χρονολογική σειρά καταχωρίσεων με δυνατότητα επισήμανσης.
3. Ο φάκελος να υποστηρίζει λειτουργίες δικονομικής επισκόπησης, όπως:
• έλεγχος πληρότητας εγγράφων (δικαστικό ένσημο, γραμμάτιο, πληρεξούσιο),
• καταγραφή ληξιπρόθεσμων προθεσμιών,
• αυτόματες ειδοποιήσεις για μη προσκομισθέντα έγγραφα.
4. Ο δικαστής να δύναται να αιτείται με ένα κλικ τη συμπλήρωση ελλείψεων, σύμφωνα με το άρθρο 227 ΚΠολΔ, και η ενημέρωση να αποστέλλεται απευθείας στον πληρεξούσιο μέσω ΟΣΔΔΥ-ΠΠ.
5. Ο φάκελος να είναι τυποποιημένος ως προς τη δομή και τα πεδία του, με δυνατότητα επισύναψης εγγράφων σε προκαθορισμένες θέσεις (π.χ. “Προτάσεις ενάγοντος”, “Ένορκες”, “Νομιμοποιητικά”).
6. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος να διαθέτει πίνακα ελέγχου (dashboard) ανά υπόθεση, όπου θα μπορεί να βλέπει συγκεντρωτικά:
• την κατάσταση της δικογραφίας,
• εκκρεμότητες προς διόρθωση,
• ημερομηνίες κρίσιμων πράξεων (συζήτηση, λήξη προσθήκης, απόφαση).
⸻
🔹 Ουσιαστικά οφέλη για τον δικαστή και τον δικηγόρο
Η παραπάνω λειτουργική ενίσχυση του ψηφιακού φακέλου επιτυγχάνει:
• Για τον δικαστή:
➤ Ταχύτερη μελέτη φακέλου χωρίς αναζήτηση εγγράφων,
➤ Ευκρινή εικόνα της δικογραφίας με μία ματιά,
➤ Λιγότερη καθυστέρηση λόγω ελλείψεων,
➤ Άμεση σύνδεση της κρίσης με το αποδεικτικό υλικό.
• Για τον δικηγόρο:
➤ Απόλυτη διαφάνεια για την κατάσταση του φακέλου,
➤ Ελάχιστη επανάληψη ενεργειών (όχι διπλές καταθέσεις),
➤ Ταχύτερη διεκπεραίωση διοικητικών πράξεων (π.χ. καταχώριση ενσήμου),
➤ Ασφαλής ενημέρωση για το πού βρίσκεται η υπόθεσή του.
Η τεχνολογία δεν μπορεί να είναι επιπλέον εργασία. Οφείλει να είναι εργαλείο επιτάχυνσης, απλοποίησης και ενίσχυσης της κρίσης. Ο ψηφιακός φάκελος πρέπει να οργανωθεί με προτεραιότητα στην πρακτική ανάγκη του δικαστή και του δικηγόρου, όχι μόνο ως θεσμικό μέτρο διαφάνειας.
Ζητούμε να τροποποιηθεί το άρθρο 12 ώστε να καταστεί η ψηφιακή δικογραφία υποχρεωτική, πλήρης, διαδραστική και λειτουργικά συνδεδεμένη με την εφαρμογή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Η δίκη του μέλλοντος πρέπει να εξυπηρετεί τους ανθρώπους που την υπηρετούν.
επί του Άρθρου 12
🔹 1. Υποχρεωτική και αποκλειστική χρήση του ψηφιακού φακέλου
Πρόταση:
Καθιέρωση υποχρεωτικής τήρησης και αποκλειστικής χρήσης ψηφιακού φακέλου για όλες τις πολιτικές δίκες, με κατάργηση της έντυπης δικογραφίας από 1/1/2026.
Στόχος:
Καμία «παράλληλη» διαδικασία. Ένας φάκελος. Διαφάνεια, ευκολία, έλεγχος.
⸻
🔹 2. Ρητή σύνδεση με το άρθρο 227 ΚΠολΔ
Πρόταση:
Συμπλήρωση του άρθρου ώστε ο δικαστής να ζητά τη συμπλήρωση ελλείψεων μέσω ψηφιακού μηνύματος, με προθεσμία, σύμφωνα με το άρθρο 227 ΚΠολΔ.
Στόχος:
Η δικογραφία να διορθώνεται γρήγορα, αποδοτικά, χωρίς ακροατήριο και καθυστερήσεις.
⸻
🔹 3. Αυτόματη ειδοποίηση διαδίκων και πληρεξουσίων
Πρόταση:
Κάθε μεταβολή στον φάκελο (κατάθεση, επισύναψη, σχόλιο, δικαστική πράξη) να ενεργοποιεί αυτόματη ειδοποίηση με e-mail και push notification σε πληρεξούσιους.
Στόχος:
Πλήρης ενημέρωση όλων – χωρίς τηλεφωνήματα, αναμονές, «δεν το ήξερα».
⸻
🔹 4. Χρονοσφραγίδα και αρχείο εκδόσεων (version history)
Πρόταση:
Κάθε έγγραφο να φέρει χρονοσφραγίδα καταχώρισης και δυνατότητα παρακολούθησης μεταγενέστερων διορθώσεων ή αποσύρσεων.
Στόχος:
Ασφάλεια δικαίου – να ξέρουμε πότε μπήκε, από ποιον, αν τροποποιήθηκε και γιατί.
⸻
🔹 5. Δικαστικός σχολιασμός εντός του φακέλου
Πρόταση:
Ο δικαστής να μπορεί να επισημαίνει παραλείψεις, ελλείψεις ή σημεία ενδιαφέροντος (π.χ. “λείπει γραμμάτιο”, “έλλειψη νομιμοποίησης”) με σχόλιο στον φάκελο.
Στόχος:
Άμεση, ουσιαστική επικοινωνία εντός του φακέλου. Όχι προφορικές εντολές, ούτε χαρτάκια.
⸻
🔹 6. Πρότυπα και αυτόματη σήμανση εγγράφων
Πρόταση:
Καθιέρωση τυποποιημένων ετικετών: «Προτάσεις», «Γραμμάτιο», «Πληρεξούσιο», «Ένορκη», ώστε το σύστημα να τα αναγνωρίζει και να ειδοποιεί για ελλείψεις.
Στόχος:
Δομημένος φάκελος, ευκολία αναζήτησης και αυτόματος ποιοτικός έλεγχος.
⸻
🔹 7. Αναζήτηση και φίλτρα εγγράφων
Πρόταση:
Το σύστημα να υποστηρίζει αναζήτηση κατά τίτλο, ημερομηνία, είδος, καταθέτη και επισυναπτόμενο περιεχόμενο (OCR).
Στόχος:
Ο δικαστής, ο γραμματέας και οι διάδικοι να βρίσκουν σε 10 δευτερόλεπτα αυτό που χρειάζονται.
⸻
🔹 8. Ειδική σελίδα “δικονομικής πληρότητας” φακέλου
Πρόταση:
Κάθε φάκελος να έχει ενότητα «Κατάσταση Πληρότητας», που δείχνει: ✔ προτάσεις, ✔ ένσημο, ✔ πληρεξούσιο, ❌ ελλείψεις.
Στόχος:
Να γνωρίζει ο διάδικος (και ο δικαστής) σε πραγματικό χρόνο τι λείπει.
⸻
🔹 9. Χρονική παρακολούθηση ενεργειών (χρονολόγιο φακέλου)
Πρόταση:
Το σύστημα να εμφανίζει χρονολόγιο όλων των ενεργειών: ποιος κατέθεσε τι και πότε, πότε μπήκε η τελευταία πράξη, πότε κοινοποιήθηκε.
Στόχος:
Ενιαία εποπτεία. Δικονομική διαφάνεια. Τέλος στα “δεν ξέραμε”.
⸻
🔹 10. Διαλειτουργικότητα με τις βάσεις δεδομένων ΔΣΑ, taxisnet, ΕΡΜΗΣ
Πρόταση:
Αυτόματη άντληση νομιμοποιητικών εγγράφων από ΓΕΜΗ, taxisnet, μητρώα συλλόγων. Εισαγωγή στοιχείων εκπροσώπησης χωρίς νέα κατάθεση.
Στόχος:
Λιγότερη γραφειοκρατία. Λιγότερα λάθη. Δικαιοσύνη που λειτουργεί, όχι που κουράζει.
Σχόλιο επί του Άρθρου 12
Το Άρθρο 12 του νομοσχεδίου εισάγει, επιτέλους, τη δυνατότητα δημιουργίας ηλεκτρονικού φακέλου δικογραφίας μέσω του ΟΣΔΔΥ-ΠΠ. Όμως, όπως έχει διατυπωθεί, κινδυνεύει να παραμείνει μια στατική “ψηφιακή αποθήκη αρχείων” χωρίς πραγματική δικονομική λειτουργία.
Για να είναι ουσιαστικός ο ηλεκτρονικός φάκελος, οφείλει να αποκτήσει δικονομική διασύνδεση με το άρθρο 227 ΚΠολΔ (το οποίο ρυθμίζει τη διαδικασία συμπλήρωσης τυπικών ελλείψεων και παραλείψεων από τον δικαστή, με προθεσμία και κυρώσεις).
🔹 ΠΡΟΤΑΣΗ:
Να προστεθεί στο άρθρο 12 ειδική ρήτρα που θα ορίζει ότι:
«Η τυχόν ύπαρξη τυπικής πλημμέλειας ή έλλειψης στον ηλεκτρονικό φάκελο ενεργοποιεί την εφαρμογή του άρθρου 227 ΚΠολΔ. Ο δικαστής μπορεί να αποστέλλει ηλεκτρονική ειδοποίηση μέσω του ΟΣΔΔΥ-ΠΠ ή e-mail στον πληρεξούσιο δικηγόρο για τη συμπλήρωση της σχετικής ελλείψεως εντός προθεσμίας, η οποία τίθεται με αυτοματοποιημένο μήνυμα. Η συμπλήρωση της ελλείψεως πραγματοποιείται με ηλεκτρονική ανάρτηση στο φάκελο, χωρίς φυσική παρουσία ή νέα πράξη κατάθεσης.»
⸻
📌 Γιατί είναι απολύτως αναγκαία η πρόβλεψη αυτή;
1. Γιατί αλλιώς ο ψηφιακός φάκελος δεν θα έχει λειτουργική σημασία.
Θα λειτουργεί μόνο ως παράλληλο αντίγραφο, ενώ οι δικαστές θα συνεχίζουν να καλούν σε συμπληρώσεις προφορικά ή με εντολές στο ακροατήριο.
2. Γιατί σήμερα οι πλημμέλειες ταλαιπωρούν τον πολίτη.
Αν λείπει ένα γραμμάτιο, ένα νομιμοποιητικό έγγραφο ή μια υπογραφή, η δικογραφία «παγώνει» και η υπόθεση μετατίθεται – χωρίς καν να ειδοποιείται έγκαιρα ο διάδικος.
3. Γιατί η πρόβλεψη του άρθρου 227 ΚΠολΔ είναι ήδη κατάλληλη, αλλά παρωχημένη ως προς το μέσο.
Δεν μπορεί το «δικαστικό σημείωμα» ή η προφορική υπόδειξη να αποτελεί σήμερα το εργαλείο «συμπλήρωσης» όταν υπάρχει πλέον το ΟΣΔΔΥ-ΠΠ.
4. Γιατί θα ενισχυθεί η διαφάνεια και η ισότητα μεταξύ των διαδίκων.
Όλοι θα ενημερώνονται ηλεκτρονικά και ταυτόχρονα, χωρίς προσωπικές συνεννοήσεις, «παραθύρια» και ανεπίσημα “παρακαλώ περάστε”.
5. Γιατί ενσωματώνει άμεσα στην καθημερινότητα τον ψηφιακό φάκελο.
Αν συνδεθεί με τη διαδικασία του άρθρου 227, θα λειτουργεί υποχρεωτικά και όχι δυνητικά – θα είναι απαραίτητο εργαλείο, όχι διακοσμητικό PDF.
Χωρίς ρητή σύνδεση με το άρθρο 227 ΚΠολΔ, η ψηφιακή δικογραφία θα μείνει ένα ακόμη “ψηφιακό περιτύλιγμα” χωρίς δικονομική ουσία.
Η ουσιαστική εφαρμογή της εξαρτάται από το αν θα αντικαταστήσει τις πραγματικές ροές πληροφορίας και ενεργειών μέσα στη δίκη. Και αυτό προϋποθέτει ρητή ενεργοποίηση για τις ελλείψεις και τις διορθώσεις.
Ζητώ την τροποποίηση του άρθρου 12 ώστε να προβλεφθεί η ψηφιακή εφαρμογή του άρθρου 227 ΚΠολΔ εντός του ΟΣΔΔΥ-ΠΠ, με ηλεκτρονική ειδοποίηση, προθεσμία και αυτοματοποιημένη παρακολούθηση.
Η δικαιοσύνη δεν χρειάζεται άλλο ένα σύστημα. Χρειάζεται ένα σύστημα που δουλεύει.
1. Αρ. 18 κπολδ
(α) αυξάνει υπερβολικά τον φόρτο εργασίας των Πρωτοδικείων• ήδη οι εφέσεις κατά πρώην Ειρηνοδικείων,/Μ,Π. δικάζονται κατά μέσο όρο 3 έτη μετά την έκδοση της εκκαλουμένης, από γενικά τμήματα, ΤΑΚΤΙΚΗΣ διαδικασίας, και οχι όπως τα εξειδικευμένα τμήματα του Εφετείου. β) είναι πολύ μεγάλο το αντικείμενο, 80.000 ευρώ , ώστε να επανεξετάζεται η υπόθεση από Πρωτοδίκες, με σημαντικά λιγότερη εμπειρία από τους Εφέτες, και γενικά μη εξειδικευμένους στην εκάστοτε διαδικασία (πχ αυτοκίνητα, εργατικά, αμοιβές, κλπ) • γ) Το εφετείο δεν έχει τόσο μεγάλη επιβάρυνση, καθώς εφέσεις προσδιορίζονται στις ειδικές διαδικασίες περίπου στο δίμηνο, το πινάκιο έχει μεγάλο αριθμό υποθέσεων, κατά πλειοψηφία δικάζονται με δήλωση, και με σημαντικό αριθμό δικαστών, δηλαδή δεν υπάρχει καθυστέρηση από τους Εφέτες, δ) υποκρύπτεται περιορισμένος αναιρετικός έλεγχος, καθώς οι αποφάσεις του άρθρου 18 παρ. 2 ΚΠολΔ αναιρεσιβάλλονται με τους περιορισμένους λόγους από το -μη τροποποιούμενο- άρθρο 560 ΚΠολΔ. Θα πρέπει να υπάρχει πρόβλεψη και για πλήρη αναιρετικό έλεγχο. Προτείνεται να μην τροποποιηθεί η διάταξη και να παραμείνει το όριο των 30.000 ευρώ, που και αυτό βεβαίως είναι υψηλο ποσό.
Η αύξηση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Πολυμελούς σε υποθέσεις που θα δικάζει ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, οδηγεί σε επιβράδυνση αντί για επιτάχυνση, καθόσον: α) απαιτείται η απασχόληση 3 Δικαστών αντί ενός έως τώρα και β) σε Πολυμελείς Συνθέσεις απαιτείται περισσότερος χρόνος για τη δημοσίευση απόφασης (διάσκεψη, σύνταξη σχεδίου απόφασης από τον Εισηγητή, έλεγχος αυτού από τον Προεδρεύοντα, εκ νέου διάσκεψη για τυχόν τήρηση μειοψηφίας από μέλος της Σύνθεσης κλπ., τελικό σχέδιο απόφασης του Εισηγητή, επανέλεγχος από Προεδρεύοντα, δημοσίευση) από αυτόν που απαιτείται στις Μονομελείς (σύνταξη απόφασης – δημοσίευση).
ΣΧΟΛΙΟ στο ΜΕΡΟΣ Α (αρθ.3-22).
Δεδομένων των συνεπειών των επιδόσεων (και ανεξάρτητα της θυροκόλλησης ή όχι) θα πρέπει σε ΨΗΦΙΑΚΗ πλατφόρμα να αναρτώνται υποχρεωτικά α)τα στοιχεία του αιτούμενου την επίδοση και του προς όποιον απευθύνεται ΜΕ την ΠΛΗΡΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ κατοικίας του τελευταίου β)τα στοιχεία του Δικαστικού επιμελητή ή όποιου κατά περίπτωση κάνει την επίδοση και την ημερομηνία που πραγματοποιήθηκε καθώς και λεπτομέρειες (εάν έγινε θυροκόλληση ή επίδοση κλπ.)
Η πλατφόρμα θα πρέπει να είναι προσβάσιμη από ΟΛΟΥΣ παρέχοντας δυνατότητα αναζήτησης βάσει ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟΥ (προς όποιον απευθύνεται) ή/ΚΑΙ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΔΟΣΗΣ.
Ορθές το σχόλιο/προτάσεις του κ. Κώστας Δημητρίου, ιδίως ως πρός την απαίτηση λήψης φωτογραφίας κατά την Θυροκόλληση.
Στις περιπτώσεις θυροκόλλησης πρέπει να προβλέπεται επίσης:
1) να αναγράφονται πλήρη στοιχεία του μάρτυρα – ΑΦΜ – ΑΔΤ – τηλέφωνο – διεύθυνση κατοικίας ή εργασίας
2) μάρτυρας να δύναται να είναι μόνο πρόσωπο που διαμένει ή εργάζεται στα όρια του δήμου όπου λαμβάνει χώρα η επίδοση
3) να απαγορεύεται να είναι μάρτυρας πρόσωπο συνδεόμενο με υπαλληλική σχέση με τον δικαστικό επιμελητή ή να είναι συγγενής εξ’ αίματος ή εξ’ αγχιστείας μέχρι και 3ου βαθμού με πρόσωπο που ασκεί το επάγγελμα του δικαστικού επιμελητή στην Πρωτοδικειακή έδρα , στην οποία πρόκειται να λάβει χώρα η επίδοση.
4) ο δικαστικός επιμελητής που προβαίνει στην θυροκόλληση, υποχρεούται να λαμβάνει α) φωτογραφία με την θυροκόλληση με σημείωση ώρας & ημέρας της πράξεως και β) φωτογραφία στην οποία να εμφανίζεται ότι ο μάρτυρας παρίσταται και υπογράφει κατά την θυροκόλληση -> αντίγραφα αυτών υποχρεούται να προσαρτά στις εκθέσεις επίδοσης
Επειδή στην επαρχία ειδικά υπάρχουν περιοχές ορεινές, άγονες, απόμακρες νησιωτικές & πιθανό να μην εδρεύει δικαστικός επιμελητής σε αυτές, πρέπει να προβλεφθεί διαδικασία (δηλαδή να γίνει πιο σαφές αυτό που αναφέρεται στο νόμο ήδη) ότι είναι δυνατό με αίτηση του διάδικου που επισπεύδει-φροντίζει για την διαδικασία προς τον κατά τόπον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών όργανο του δημοσίου ή της αποκεντρωμένης διοίκησης ή οτα α’ ή β’ βαθμού ή νπδδ ή των σωμάτων ασφαλείας να ενεργήσει την επίδοση αυτή. Στην περίπτωση αυτή ο διάδικος οφείλει να προκαταβάλλει το όποιο προβλεπόμενο ποσό ως αμοιβή της επίδοσης (χωρίς οδοιπορικά) είτε ως e-παράβολο, είτε σε κάποιον ειδικό λογαριασμό που θα τηρείται στην έδρα κάθε Εισαγγελίας (κεντρική ή παράλληλη έδρα) και το ποσό θα διανέμεται με επιμέλεια του Εισαγγελέα τον Ιανουάριο του επόμενου έτους σε όσους ενήργησαν τέτοιες επιδόσεις.
Σχόλια επί του Κεφαλαίου Β´ του Α’ Μέρους του Σχεδίου Νόμου
/ Επί του άρθρου 3 του Σχεδίου: η διευκρινιστική προσθήκη είναι ορθή. Ωστόσο, προς εσωτερική, συστηματική εναρμόνιση με το υφιστάμενο άρθρο 614 περ. 5 ΚΠολΔ, προτείνεται η προσθήκη μνείας και στους πιστοποιημένους διαμεσολαβητές του Ν. 4640/2019, οι διαφορές των οποίων με τα συμμετέχοντα στη διαμεσολάβηση μέρη υπάγονται, όσον αφορά σε έξοδα, αποζημιώσεις και αμοιβές, στην εξαιρετική υλική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου.
/ Επί του άρθρου 4 του Σχεδίου: η σκοπούμενη αύξηση του ορίου υλικής αρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, δικάζοντος ως δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, είναι, κατά την άποψη μου, προβληματική για τρεις λόγους: (α) αυξάνει υπερβολικά τον φόρτο εργασίας των Πρωτοδικείων• δεν μπορούμε να μιλούμε για επιτάχυνση, εάν τα τμήματα εφέσεων των κατά τόπον Πρωτοδικείων εκδικάζουν σε δεύτερο βαθμό ευρεία γκάμα διαφορών, απασχολώντας ανθρώπινο δυναμικό (Πρωτοδίκες, δικαστικούς υπαλλήλους) και πόρους, (β) οδηγεί σε εξέταση εφέσεων επί διαφορών υψηλού χρηματικού αντικειμένου (άλλο 30.000 ευρώ και άλλο 70.000 ή 80.000 ευρώ) από δικαστές με σημαντικά λιγότερη εμπειρία από τους Εφέτες• συνεκτιμώντας τον κίνδυνο “bias” από την εκδίκαση της ίδιας υπόθεσης στο ίδιο Πρωτοδικείο (ειδικά, στους μικρότερους δικαστικούς σχηματισμούς της ελληνικής επαρχίας) σε αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, ελλοχεύει ορατός κίνδυνος ποιοτικής υποβάθμισης της αποδιδόμενης δικαιοσύνης και (γ) υποκρύπτεται περιορισμένος αναιρετικός έλεγχος, καθώς οι αποφάσεις του άρθρου 18 παρ. 2 ΚΠολΔ αναιρεσιβάλλονται με τους περιορισμένους λόγους από το -μη τροποποιούμενο- άρθρο 560 ΚΠολΔ. Μετά την οικονομική κρίση, διαφορές με αξία αντικειμένου τα 70.000 ή 80.000 ευρώ είναι συνήθεις και διόλου ευκαταφρόνητες για πολλά ελληνικά νοικοκυριά και αρκετές ημεδαπές επιχειρήσεις• οι οικείες τελεσίδικες αποφάσεις θα πρέπει να υπόκεινται σε πλήρη αναιρετικό έλεγχο. Τούτο άλλωστε επιβάλλεται και από την πίεση των δικαστών ενόψει του προτεινόμενου άρθρ. 307 ΚΠολΔ. Οι εκεί τασσόμενες ασφυκτικές προθεσμίες έκδοσης αποφάσεων βέβαιο είναι ότι θα οδηγήσουν σε λάθη «αβλεψίας» (ίσως και σοβαρά), στην προσπάθεια για γρήγορη επεξεργασία των δικογραφιών. Τα λάθη αυτά πρέπει να μπορούν να διορθωθούν από πεπειραμένους δικαστές και όχι να μείνουν στο απυρόβλητο. Εξάλλου, η επιλογή του «πλαφόν» των 80.000 ευρώ δεν φάινεται να υποστηρίζεται από νομοτεχνικά ή έτερα (οικονομικά, κοινωνικά) κριτήρια και φαντάζει μάλλον αυθαίρετη. Προτέινεται να μην τροποποιηθεί η διάταξη ως έχει και να παραμείνει το όριο των 30.000 ευρώ.
/ Επί του άρθρου 5 του Σχεδίου: η σκοπούμενη τροποποίηση είναι κοινωνικά επιβεβλημένη και καταργεί έναν αναχρονιστικό όρο. Προτείνεται, για λόγους σαφήνειας, η προσθήκη αναφοράς και σε «αποκλειστικούς νοσοκόμους, γηροκόμους».
/ Επί του άρθρου 6 του Σχεδίου: η προωθούμενη τροποποίηση (παρ. 2) κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά επιδέχεται, κατά τη γνώμη μου, σημειακών νομοτεχνικών βελτιώσεων. Πιο συγκεκριμένα: (α) θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η παρ. 2 εφαρμόζεται μόνο όταν συνομολογήσας τη ρήτρα είναι καταναλωτής κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 Ν. 2251/1994. Αφενός, νομολογιακά, αυτή είναι η συχνότερα απαντώμενη περίπτωση (λ.χ. σύναψη δανείου σε υποκατάστημα Τράπεζας) και χρήζουσα ρύθμισης, επειδή προκαλείται σημαντική ανισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων καταναλωτή και προμηθευτή. Αφετέρου, δεν συντρέχει λόγος προστασίας άλλου προσώπου, π.χ. εμπόρου, που συναλλάχθηκε με το υποκατάστημα (π.χ πώλησε εμπορεύματα ή παρείχε υπηρεσίες). Υπό την υφιστάμενη μορφή της ρύθμισης, εισάγεται υπέρμετρη δέσμευση της συμβατικής ελευθερίας, ιδίως μεταξύ ισοδύναμων μερών ή επαγγελματιών, (β) θα πρέπει να προβλεφθεί ρητά η κύρωση της αυτοδίκαιης και αυτεπάγγελτα λαμβανομένης υπόψη ακυρότητας της ρήτρας σε περίπτωση που παραβιαστεί η διάταξη, ούτως ώστε να μην μπορεί να παρακαμφθεί η απαγόρευση έμμεσα, από τη δικονομική συμπεριφορά των μερών (π.χ. παράλειψη προβολής της ακυρότητας από τον εναγόμενο), (γ) εφόσον προ της γέννησης της διαφοράς, δεν νοείται σιωπηρή παρέκταση και απαιτείται πάντα έγγραφος τύπος είναι νομοτεχνικά περιττή η διευκρίνιση «ακόμη και εγγράφως» και (δ) το χρονικό σημείο της «γέννησης της διαφοράς» είναι επισφαλές. Ορθότερο να προκριθεί εκείνο της «άσκησης της αγωγής» (για να αποφευχθούν πρακτικές όπου μετά την «γέννηση διαφοράς» επιβάλλεται στο ασθενέστερο μέρος (καταναλωτή) τέτοια ρήτρα, π.χ. σε πρόταση συμβιβασμού που περιέχουν ΓΟΣ). Τέλος, η εφαρμογή της προτεινόμενης ρύθμισης πρέπει να οριοθετηθεί με μεταβατικού δικαίου διάταξη που θα ορίζεται ότι καταλαμβάνονται μόνο έγγραφες συμφωνίες παρέκτασης που καταρτίζονται μετά την έναρξη ισχύος του Νόμου.
/ Επί του άρθρου 10 του Σχεδίου: πρέπει να διευκρινιστούν (α) ποια πράξη του δικαστηρίου αποστέλλεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση του δικηγόρου, πώς δηλαδή τάσσεται η προθεσμία (μη οριστική απόφαση, πράξη ή διάταξη του δικαστηρίου) και (β) το πρόσωπο που αποστέλλει (Δικαστήριο, Δικαστής ή Γραμματεία). Η υφιστάμενη διατύπωση «προθεσμία…αποστέλλεται» είναι δικονομικά αδόκιμη και ατελής. Ακόμα, η συνέπεια της μη εμπρόθεσμης συμπλήρωσης της έλλειψης, η ερήμην εκδίκαση της υπόθεσης, δεν είναι η ενδεδειγμένη για όλες τις περιπτώσεις που καλύπτει η διάταξη. Αν π.χ. η αγωγή ασκηθεί δίχως άδεια δικαστηρίου και η σχετική έλλειψη δεν θεραπευτεί, η οικεία διαδικαστική πράξη πάσχει ακυρότητας και δεν τίθεται θέμα ερημοδικίας του ενάγοντος (αφού ουδέποτε ανοίχτηκε δίκη). Συνεπώς, προτείνεται η διατύπωση «αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία, το δικαστήριο απαγγέλει την ακυρότητα των διενεργηθεισών διαδικαστικών πράξεων». Τέλος, μετά την διαγραφή των λέξεων «αναβάλλει την πρόοδο της δίκης», πρέπει να αποσαφηνιστεί, προκειμένου να αποφευχθούν προβλήματα, τι γίνεται ενόσω τρέχει η προθεσμία (π.χ. να προβλεφθεί η αναστολή της δίκης).
/ Επί του άρθρου 12 του Σχεδίου: θετική η πρόβλεψη του ηλεκτρονικού φακέλου δικογραφίας. Ωστόσο, θα πρέπει να αποσαφηνιστεί στη διάταξη του άρθρ. 119 παρ. 4 ΚΠολΔ και όχι στην κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθησόμενη υπουργική απόφαση ότι ο εν λόγω φάκελος δεν αντικαθιστά (προς το παρόν τουλάχιστον) τον φυσικό (έγχαρτο) φάκελο δικογραφίας και ότι η τήρηση του συνιστά ευχέρεια και όχι υποχρέωση του διαδίκου.
/ Επί του άρθρου 16 του Σχεδίου: ορθή μεν η διευκρίνιση του χρόνου που συντελείται η επίδοση, αλλά, λόγω της σπουδαιότητας εφαρμογής της διάταξης (π.χ. υποθέσεις δικαστικής συμπαράστασης προσώπων που νοσηλεύονται), θα πρέπει να προβλεφθεί τρόπος, με τον οποίο θα πιστοποιείται με βέβαιη χρονολογία πότε παραδόθηκε το έγγραφο από τον αρμόδιο διευθυντή στον παραλήπτη (π.χ. η σύνταξη βεβαίωσης ή έκθεσης επίδοσης από τον διευθυντή που θα αποστέλλεται στον δικαστικό επιμελητή, όπως ήδη συμβαίνει από τα όργανα του άρθρ. 122 παρ. 3 ΚΠολΔ). Ως έχει το σχέδιο της διάταξης, είναι αδύνατο για τον ενάγοντα – αιτούντα να πληροφορηθεί τον χρόνο αυτόν και προκαλείται αβεβαιότητα ως προς τον χρόνο ολοκλήρωσης της επίδοσης.
/ Επί των άρθρων 17 και 18 του Σχεδίου: στην ουσία, καθιερώνεται σύστημα πλασματικής επίδοσης. Παρότι είναι μια εύλογη νομοτεχνική επιλογή, είναι γνωστό ότι ελλοχεύει σοβαρούς κινδύνους για το δικαίωμα ακρόασης του καθου. Προτείνεται η επανεξέταση της επιλογής, με πρόβλεψη χρόνου πραγματικής επίδοσης, αν όχι για την περίπτωση των ναυτικών, τουλάχιστον εκείνης του άρθρ. 133 ΚΠολΔ, που έχει υψηλότερη πρακτική σπουδαιότητα και είναι εύκολο για την εκάστοτε Υπηρεσία να συντάξει επιδοτήριο εγχείρησης του εγγράφου στον παραλήπτη (π.χ. τόσο η Αστυνομία όσο και ο Στρατός Ξηράς συντάσσει σχεδόν καθημερινά επιδοτήρια).
/ Επί των άρθρων 19 και 20 του Σχεδίου: αρχικά, προτείνεται η συγχώνευση των δυο διατάξεων σε μία. Έχουν ταυτόσημο ρυθμιστικό βεληνεκές, συστηματικά και λογικά πρέπει να αποτελέσουν μια και ενιαία διάταξη. Στη συνέχεια, προτείνονται τα εξής: (α) το πρώτο εδάφιο του άρθρ. 134 παρ. 1 ΚΠολΔ να αναδιατυπωθεί ως ακολούθως, «Αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό και εφόσον το επιλέξει ο αιτών ή εφόσον δεν παρέχεται ευχέρεια επιλογής στον τελευταίο, κατά τους κανόνες του ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου ή πολυμερούς ή διμερούς σύμβασης που έχει κυρώσει η Ελληνική Δημοκρατία, η διαδικασία της επίδοσης γίνεται προς τον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή σ’ αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση». Έτσι θα τονιστεί και νομοθετικά ότι όπου παρέχεται η σχετική ευχέρεια κατά τους παραπάνω κανόνες, ο αιτών μπορεί να επιλέξει άλλον τρόπο επίδοσης (π.χ. άμεση ή ταχυδρομική), (β) στην παρ. 3 θα πρέπει να προστεθούν οι λέξεις «ή πολυμερούς ή διμερούς σύμβασης που έχει κυρώσει η Ελληνική Δημοκρατία», ούτως ώστε να είναι εναρμονισμένη η διάταξη με το άρθρ. 28 του Συντάγματος, (γ) στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρ. 134Α προτείνεται για λόγους σαφήνειας να ακολουθηθεί διατύπωση παρεμφερής προς εκείνη της ΑΠ 1181/2022, ήτοι, «τότε για τον αιτούντα η επίδοση θεωρείται συντελεσθείσα από την ημερομηνία επίδοσης στον εισαγγελέα, κατά την παρ. 1 του άρθρου 134, εφόσον επακολούθησε πραγματική επίδοση στον παραλήπτη ή συντρέχει μία από τις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου», (δ) να προστεθεί τελευταίο εδάφιο στην παρ. 1 του άρθρ. 134Α που θα ορίζει ότι «Όταν κατά το ημεδαπό δίκαιο μια πράξη πρέπει να επιδοθεί εντός τακτής προπαρασκευαστικής προθεσμίας, τότε απαιτείται πραγματική επίδοση στον παραλήπτη ή συνδρομής μίας από τις περιπτώσεις του πρώτου εδάφιου», (ε) στην παρ. 2 του άρθρ. 134Α πρέπει να διευκρινιστεί το δικονομικό όχημα δια του οποίου θα οριστεί η προθεσμία προσκομιδής του αποδεικτικού επίδοσης (πράξη, διάταξη, μη οριστική απόφαση) και πώς θα γνωστοποιείται στον δικηγόρο του ενάγοντα η προθεσμία αυτή, (στ) το πρώτο εδάφιο της ίδιας προτεινόμενης ρύθμισης (άρθρ. 134Α παρ. 2) θα πρέπει να εφαρμοστεί και στη περίπτωση όπου ο εναγόμενος δεν ειρηνοδικεί μεν, αλλά δεν προκύπτει πραγματική επίδοση της αγωγής, επειδή ελλείπει από τον φάκελο αποδεικτικό πραγματικής επίδοσης, (ζ) πρέπει να διευκρινιστεί ότι το επίρρημα «εμπρόθεσμα» του δεύτερου εδάφιου νοείται σε σχέση με τα χρονικά σημεία της παρ. 1 του άρθρ. 134Α, ώστε να αποφευχθούν παρερμηνείες, (η) προκειμένου η διάταξη να είναι γλωσσικά εναρμονισμένη σε όλες τις επιμέρους παραγράφους της, προτείνεται, στο τρίτο εδάφιο, να γίνεται αναφορά σε «εφαρμοζόμενους για τη συγκεκριμένη επίδοση κανόνες του ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου ή πολυμερούς ή διμερούς σύμβασης που έχει κυρώσει η Ελληνική Δημοκρατία», (θ) το τέταρτο εδάφιο χρήζει διευκρινίσεων: (i) υπό το ημεδαπό δίκαιο, ποια η διαφορά μεταξύ προσωρινών και ασφαλιστικών μέτρων (;)· μνεία πρέπει να γίνεται μόνο στα δεύτερα, (ii) δεν είναι σαφές αν η αναφορά «σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης» αναφέρεται στη γνωστή προϋπόθεση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων ή συνιστά προϋπόθεση για απλοποιημένη επίδοση· πρέπει να αποσαφηνιστεί, (iii) τέλος, ποιες είναι οι μνημονευόμενες «προϋποθέσεις», εκείνες του τρίτου εδαφίου (;)· επειδή μιλάμε μάλλον για ex parte διαδικασίες, δεν χωρούν ασάφειες στη διατύπωση της διάταξης, (ι) ως έχουν τα δυο τελευταία εδάφια του άρθρ. 134Α παρ. 2, παρουσιάζουν νομοτεχνικές ατέλειες που μόνο προβλήματα θα δημιουργήσουν στην εφαρμογή τους. Πρόκειται για το γνωστό θεσμό της επαναφοράς των πραγμάτων των άρθρ. 152 επ. ΚΠολΔ ή για ιδιόμορφο ένδικο βοήθημα; Πώς αλληλεπιδρά με την ανακοπή ερημοδικίας και την έφεση κατ’ άρθρ. 528 ΚΠολΔ; Ως «έγγραφο» νοείται το εισαγωγικό δικόγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη; Πώς ασκείται η αίτηση επαναφοράς και πώς εκδικάζεται; Πώς εκκινεί η προθεσμία για την άσκησή της; Τα ερωτήματα αυτά πρέπει να απαντηθούν, έστω και στην ανάλυση συνεπειών ρύθμισης (κ) στην παρ. 3 του άρθρ. 134Α πρέπει να διευκρινιστεί πώς ορίζεται ο αντίκλητος, εντός ποιου χρονικού διαστήματος και πώς γνωστοποιείται ο διορισμός του στον αιτούντα, αν δεν εφαρμόζονται τα άρθρ. 142 και 143. Ακόμα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η καθυστερημένη γνωστοποίηση θα πρέπει να οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια του παραλήπτη, ειδάλλως του καταλογίζονται και καθυστερήσεις που εκφεύγουν της σφαίρας ευθύνης του. Πάντως, το πεδίο εφαρμογής της διάταξης περιορίζεται μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου παρά τη πραγματική επίδοση του εισαγωγικού δικογράφου ή άλλης ισοδύναμης πράξης, ο εναγόμενος συνειδητά δεν εμφανίζεται καθόλου ή δεν εμφανίζεται πριν την κατάθεση προτάσεων (οπότε πρέπει πχ να επιδοθεί κλήση για λήψη ένορκης βεβαίωσης). Πρέπει, επίσης, να διευκρινιστεί ως ποιο χρονικό σημείο ισχύει ο διορισμός αντικλήτου (π.χ. ως την περάτωση της δίκης στον πρώτο βαθμό). Τέλος, η ακυρότητα της επιδοτέας πράξης ως επιπλέον προϋπόθεση αποδοχής πιθανής αίτησης επαναφοράς τίθεται, κατά την άποψη μου, εν είδει αδικαιολόγητου, άσχετου και δυσανάλογου της συμπεριφοράς του παραλήπτη περιορισμού (“penalty”). Προτείνεται η παράλειψή της από το Σχέδιο.
Πλήρως ανεφάρμοστες προθεσμίες χωρίς καμία σχετική υποδομή. Καταφανώς αντισυνταγματικές διατάξεις. Ο δικαστής πέρα από τις ασφυκτικές προθεσμίες θα υφίσταται και τον αυτόματο πειθαρχικό έλεγχο αλλά θα γίνεται και δεύτερος δικηγόρος στην υπόθεση συντάσσοντας και διορθώνοντας πλήρως το δικόγραφο.