• Σχόλιο του χρήστη 'Κατερίνα Καραϊνδρου, Πρωτοδίκης' | 1 Ιουλίου 2025, 08:07

    Αύξηση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Πολυμελούς σε υποθέσεις που θα δικάζει ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο Η προτεινόμενη τροποποίηση, με την οποία αυξάνεται από 30.000 ευρώ σε 80.000 ευρώ το όριο μέχρι το οποίο οι εφέσεις εκδικάζονται από τα Πολυμελή Πρωτοδικεία, εγείρει σοβαρούς προβληματισμούς αναφορικά με την ποιότητα, την αξιοπιστία και τη θεσμική συνέπεια της πολιτικής δίκης. 1. Οι αστικές υποθέσεις άνω των 30.000 ευρώ δεν είναι "’ησσονος σημασίας" Οι διαφορές με αντικείμενο άνω των 30.000 ευρώ συνιστούν υποθέσεις με ιδιαίτερη κοινωνική και οικονομική βαρύτητα για τους διαδίκους. Συχνά αφορούν επιχειρηματικές αξιώσεις, ιατρική ευθύνη, ασφαλιστικές απαιτήσεις ή σοβαρές αποζημιώσεις. Η μεταχείρισή τους ως "ήσσονος σημασίας", εξαιρουμένων από την κρίση των εφετών και του πλήρους αναιρετικού ελέγχου δεν συνάδει με την πολυπλοκότητα και τη σημασία τους. 2. Η δίκη σε δεύτερο βαθμό απαιτεί δικαστές με αυξημένη εμπειρία Η έννοια της ιεραρχικά ανώτερης κρίσης στον δεύτερο βαθμό δεν είναι απλώς τυπική. Οι εφέτες καλούνται να ασκήσουν ουσιαστικό επανέλεγχο των πρωτοβάθμιων κρίσεων. Για υποθέσεις τέτοιου ύψους, είναι θεσμικά, κοινωνικά και ποιοτικά αναγκαίο να ασκείται η δευτεροβάθμια κρίση από δικαστές με την εμπειρία και το κύρος του εφέτη 3. Περιορισμός των λόγων αναίρεσης σε σοβαρές υποθέσεις Η νέα ρύθμιση αφήνει εκτός ελέγχου του Αρείου Πάγου πλήθος σοβαρών αστικών διαφορών, οι οποίες πλέον δεν θα φτάνουν ποτέ στον αναιρετικό έλεγχο, εφόσον δεν θα έχουν κριθεί από Εφετείο. Έτσι, περιορίζεται σημαντικά η έννομη προστασία των διαδίκων. Για τους λόγους αυτούς, το υφιστάμενο όριο των 30.000 ευρώ πρέπει να παραμείνει ως έχει, τουλάχιστον μέχρι να ολοκληρωθεί οργανωμένα η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και να ενισχυθούν τα Εφετεία με αντίστοιχες οργανικές θέσεις. Οποιαδήποτε μεταβολή πριν από αυτή τη διαρθρωτική ενίσχυση θα επιβαρύνει περαιτέρω τα Πολυμελή Πρωτοδικεία, δημιουργώντας συνθήκες συμφόρησης και ανασφάλειας δικαίου. Δεσμευτικότητα των δικονομικών προθεσμιών για τα δικαστήρια – παραβίαση του αυτοδιοίκητου της Δικαιοσύνης Με την προσθήκη παραγράφου 4 στο άρθρο 144 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, προβλέπεται ότι:«Οι προθεσμίες που αναφέρονται στον παρόντα Κώδικα, αν δεν ορίζεται άλλως, είναι αποκλειστικές και δεσμευτικές τόσο για τους διαδίκους όσο και για το δικαστήριο.» Η προτεινόμενη διάταξη θέτει για πρώτη φορά ρητώς τις δικονομικές προθεσμίες σε ισχύ δεσμευτική και για τους δικαστικούς σχηματισμούς, επιχειρώντας με τον τρόπο αυτό τη νομοθετική υποκατάσταση του κανονιστικά διασφαλισμένου αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων. 1. Ανατροπή της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας εσωτερικής οργάνωσης των δικαστηρίων Η ρύθμιση, στην ουσία της, αναιρεί τη δυνατότητα των δικαστηρίων να οργανώνουν με ευελιξία και σύμφωνα με τις πραγματικές υπηρεσιακές ανάγκες τον τρόπο λειτουργίας τους, ιδίως ως προς τον προσδιορισμό των δικασίμων, τη διαχείριση της ροής των υποθέσεων, τη χρέωση στους δικαστικούς λειτουργούς και τη συγκρότηση των σχηματισμών. Οι σχετικές αποφάσεις λαμβάνονται σήμερα με βάση τους Κανονισμούς Εσωτερικής Υπηρεσίας, οι οποίοι αποτελούν θεσμική έκφραση του αυτοδιοίκητου και καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 και 5 του ν. 4938/2022, καθώς και με τα άρθρα 93 επ. του Συντάγματος. Η ρύθμιση του σχεδίου νόμου έρχεται σε ευθεία αντίθεση με αυτή τη συνταγματική πρόβλεψη, καθιστώντας τους Κανονισμούς άνευ πρακτικής σημασίας και περιορίζοντας τη δυνατότητα προσαρμογής του τρόπου λειτουργίας των δικαστηρίων στις εκάστοτε συνθήκες στελέχωσης, φόρτου εργασίας και ειδικών αναγκών. 2. Κίνδυνος για την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας Η επιβολή ανελαστικών χρονικών ορίων, χωρίς πρόβλεψη εξαίρεσης ή εξουσιοδότηση για εύλογη προσαρμογή ανάλογα με την υπηρεσιακή κατάσταση, είναι πιθανό να οδηγήσει είτε σε τυπική συμμόρφωση με τις προθεσμίες σε βάρος της ουσίας της διαδικασίας είτε σε αδυναμία τήρησής τους, λόγω αντικειμενικών συνθηκών (υπερφόρτωση, ελλείψεις σε προσωπικό, αυξημένος αριθμός υποθέσεων ανά δικάσιμο). Με αυτόν τον τρόπο, η διάταξη υπονομεύει την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος. 3. Αντισυνταγματικότητα – Παραβίαση του άρθρου 93 Συντ. και της νομολογίας του ΣτΕ Η εισαγωγή μιας τέτοιας ρύθμισης συγκρούεται ευθέως με τη συνταγματικά προβλεπόμενη οργάνωση των δικαστηρίων, σύμφωνα με τα άρθρα 93 επ. Συντ., και ειδικότερα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο με την ΟλΣτΕ 2/2014 τόνισε τη δεσμευτική αρμοδιότητα των ολομελειών των δικαστηρίων για τον καθορισμό των εσωτερικών διαδικασιών και την εύρυθμη λειτουργία τους. Η διάταξη του άρθρου 144 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως προτείνεται, πλήττει τον πυρήνα της λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστηρίων και αποτελεί νομοθετική παρέμβαση μη ανεκτή στο πλαίσιο του Συντάγματος. 4. Διαστρέβλωση της λειτουργίας της δικονομικής προθεσμίας Η επίμαχη διάταξη φαίνεται να επιχειρεί τη νομοθετική υπέρβαση μιας πάγιας και συνεκτικής νομολογιακής θέσης: ότι οι προθεσμίες που ο ΚΠολΔ τάσσει στο δικαστήριο –κυρίως για την έκδοση απόφασης– δεν είναι αποκλειστικές, αλλά ενδεικτικές. Ο λόγος είναι σαφής: αυτές δεν αποσκοπούν στην προστασία του δικαστή, αλλά στη διασφάλιση της έννομης προστασίας του διαδίκου και στη σταθερότητα της διαδικασίας. Η καθυστέρηση έκδοσης απόφασης ποτέ δεν παρέμενε χωρίς συνέπειες για τον δικαστικό λειτουργό. Αντιθέτως, το σύστημα πειθαρχικού ελέγχου, οι επιθεωρήσεις, και ενίοτε ακόμη και η απόλυση, αποδεικνύουν ότι το νομικό πλαίσιο ήδη περιλαμβάνει ισχυρούς μηχανισμούς λογοδοσίας. Η νομολογία (παγίως) επέτρεπε την έκδοση απόφασης ακόμη και μετά την πάροδο της προβλεπόμενης προθεσμίας, ώστε να μην τίθεται εν αμφιβόλω η ισχύς της. Με άλλα λόγια, προστάτευε τη διαδικασία και όχι τους δικαστές. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, εφόσον η προθεσμία θεωρείται αποκλειστική και δεσμευτική, γεννάται το ερώτημα αν ακόμη και η απλή παρέλευσή της –έστω και κατά μία ημέρα– θα στερεί αυτοδικαίως από το δικαστήριο τη δυνατότητα να εκδώσει απόφαση. Σε αυτή την περίπτωση είτε η απόφαση θα θεωρείται αυτοδικαίως άκυρη είτε (το πιθανότερο) η διάταξη θα παραμένει ανεφάρμοστη ή θα χρειαστεί ερμηνευτική δήλωση, οδηγώντας σε σύγχυση και ανασφάλεια δικαίου. Εάν δε, ο πραγματικός σκοπός του νομοθέτη δεν είναι αυτός, αλλά πρόκειται απλώς για ρητορική πίεση προς επιτάχυνση, τότε η διάταξη είναι περιττή και επικίνδυνη, καθώς ανοίγει τον δρόμο σε παρερμηνείες και ερμηνευτικές συγκρούσεις. Συγκεφαλαιωτικά οποιαδήποτε αλλαγή στο άρθρο 144 ΚΠολΔ οφείλει να σέβεται τον συνταγματικά κατοχυρωμένο ρόλο των δικαστηρίων, να εδράζεται στη νομολογιακή εμπειρία, και να αποφεύγει τη δημιουργία κανόνων που παράγουν σύγχυση και δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην πράξη.