Αρχική Παρεμβάσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας - Τροποποιήσεις σχετικά με τη δημοσίευση διαθηκών - Τροποποιήσεις στο ρυθμιστικό πλαίσιο των ανακοπών…ΜΕΡΟΣ Α΄ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΑΘΗΚΩΝ – ΣΥΣΤΑΣΗ ΜΗΤΡΩΟΥ ΔΙΑΘΗΚΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΠΕΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΡΙΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (Άρθρα 43-60)Σχόλιο του χρήστη Αναστάσης Καρδαμάκης, Δικηγόρος | 1 Ιουλίου 2025, 13:07
Σχόλια επί του Κεφαλαίου Δ’ του Α’ Μέρους του Σχεδίου Νόμου Α) Επί του άρθρου 43 του Σχεδίου: η υποχρέωση για κατάθεση του ενδίκου μέσου στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται εμφανίζει μεν ορισμένα πλεονεκτήματα, αλλά δυσχεραίνει την καθημερινότητα των συναδέλφων δικηγόρων, αφού ούτε όλα τα δικαστήρια της χώρας που εκδικάζουν ένδικα μέσα υποστηρίζονται αυτή τη στιγμή από ηλεκτρονικό σύστημα κατάθεσης ενδίκων μέσων (από τον Άρειο Πάγο έως πολλά Πολυμελή Πρωτοδικεία), ούτε είναι και ευχερής η μετάβαση στην έδρα του εκάστοτε δικαστηρίου. Παράδειγμα: συνάδελφος Ζακύνθου πρέπει να απευθύνει έφεση προς το Τριμελές Εφετείο Πατρών. Υπό το υφιστάμενο σύστημα, καταθέτει στη Ζάκυνθο και σε ύστερο χρόνο μεταβαίνει ο ίδιος στην Πάτρα ή αποστέλλει το δικόγραφο σε άλλο συνάδελφο στην πόλη, ώστε να γίνει ο προσδιορισμός. Με την προτεινόμενη αλλαγή, θα πρέπει εξαρχής όλη αυτή η διαδικασία να γίνει στην Πάτρα, οπότε ο συνάδελφος του παραδείγματος οφείλει να μεριμνήσει για τις παραπάνω ενέργειες εντός της προθεσμίας άσκησης της έφεσης (δεν συζητούμε για Άρειο Πάγο που μόνο στην Αθήνα θα εφαρμοστεί η διάταξη). Προτείνονται είτε η μετατόπιση της χρονικής εφαρμογής της παρ. 1 έως ότου όλα τα δικαστήρια διαθέτουν ηλεκτρονικό σύστημα κατάθεσης είτε η διατήρηση του υφιστάμενου συστήματος, με τη δημιουργία ενός ενιαίου ηλεκτρονικού συστήματος διασύνδεσης όλων των δικαστηρίων, ώστε, καταθέτοντας π.χ. έφεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ζακύνθου (του οποίου η απόφαση εφεσιβάλλεται), να δίνεται αυτόματα δικάσιμος στο Τριμελές Εφετείο Πατρών και να ολοκληρώνεται ηλεκτρονικά ο προσδιορισμός. Περαιτέρω, στα μεγάλα Εφετεία της Χώρας, όπως στης Αθήνας, αλλά και στον Άρειο Πάγο πώς θα λειτουργήσει από 16.9.2025 το σύστημα του προσδιορισμού εντός του 5μηνου; Πρόκειται για μη ρεαλιστική επιδίωξη του νομοθέτη, αφού, προτού «εκκαθαριστούν» πινάκια στα εν λόγω δικαστήρια, η άμεση εφαρμογή του Νόμου μόνο προβλήματα θα δημιουργήσει στις υπηρεσίες τους. Προτείνεται η πρόβλεψη, αν όχι για όλα, τουλάχιστον για τα παραπάνω δικαστήρια, μεταβατικής διάταξης που θα μεταθέτει την εφαρμογή της νέας ρύθμισης σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο (άλλωστε, τέτοια διάταξη προβλέφθηκε, για παρεμφερείς λόγους, για τα δικαστήρια της Αθήνας και του Πειραιά στο πρόσφατο Ν. 5108/2024). Η παρ. 2Β θα πρέπει να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Οι παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και για τον προσδιορισμό κάθε άλλης δικασίμου, πλην των περιπτώσεων όπου η υπόθεση δικάζεται σε πρώτο βαθμό από δευτεροβάθμιο Δικαστήριο», ώστε να ακολουθηθούν οι ειδικότερες ρυθμίσεις (π.χ. αγωγή για ακύρωση διαιτητικής απόφασης). Στην προτεινόμενη παρ. 5 πρέπει να γίνει η εξής αναδιατύπωση: «Αν το ένδικο μέσο ασκήθηκε σε λειτουργικά ή υλικά αναρμόδιο δικαστήριο, χωρεί και αυτεπαγγέλτως παραπομπή στο αρμόδιο». Τούτο διότι μετά την εφαρμογή του νέου Δικαστικού Χάρτη, η αρμοδιότητα των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων διαμορφώνεται υβριδικά, τόσο λειτουργική όσο και υλική (βλ. άρθρ. 18 παρ. 2 ΚΠολΔ) και τώρα υφίσταται νομοθετικό κενό για την εφαρμογή του μηχανισμού της παραπομπής σε περίπτωση π.χ. που το Μονομελές Εφετείο διαπιστώσει ότι λόγω της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς η υπόθεση ανήκει στην υλική αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Δεν υπάρχει, όμως, λόγος να απορρίπτονται εφέσεις σε αυτές τις περιπτώσεις, ενώ μπορεί να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός της παραπομπής. Για την εφαρμογή της παρ. 6 απαιτείται, για λόγους σαφήνειας, η πρόβλεψη ρύθμισης μεταβατικού δικονομικού δικαίου, ώστε να διευκρινιστεί αν καταλαμβάνονται και εκκρεμείς υποθέσεις των οποίων η συζήτηση έχει ματαιωθεί προ της έναρξης ισχύος του Νόμου (βλ. την ανάλογη ρύθμιση αναφορικά με το άρθρ. 260 ΚΠολΔ που περιεχόταν στο Ν. 4842/2021). Β) Επί του άρθρου 45 του Σχεδίου: είμαι σύμφωνος με την διαμόρφωση της προθεσμίας άσκησης πρόσθετων λόγων ως προθεσμίας ενέργειας. Ωστόσο, για να αποφευχθούν οι «παραφωνίες» του ισχύοντος δικαίου, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι η συζήτηση των πρόσθετων λόγων προσδιορίζεται υποχρεωτικά κατά τη δικάσιμο συζήτησης της έφεσης. Ακόμα, δεν ορίζεται στην προτεινόμενη ρύθμιση η προθεσμία επίδοσης του δικογράφου των πρόσθετων λόγων. Παραμένει προπαρασκευαστική; Πρέπει να διευκρινιστεί. Γ) Επί του άρθρου 46 του Σχεδίου: ως έχει η δομή του άρθρου εμφανίζεται αξιοσημείωτη εσωτερική αντίφαση. Διότι ενώ στην παρ. 1 ορίζεται ότι η αντέφεση ασκείται ακόμα και μετά την εκπνοή της προθεσμίας της έφεσης, με την παρ. 2 ο εφεσίβλητος υποχρεούται να ασκήσει αντέφεση εντός 30 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας επίδοσης της έφεσης. Όμως, σε αυτό το χρονικό σημείο, ναι μεν θα έχει σίγουρα παρέλθει η γνήσια προθεσμία άσκησης της έφεσης (που εκκίνησε με την επίδοση της απόφασης), αλλά δεν αποκλείεται να «τρέχει» ακόμα η ενιαύσια καταχρηστική. Προς αποφυγή αυτής της παράδοξης αντίφασης, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι «Ο εφεσίβλητος μπορεί, αφού παρέλθει η προθεσμία της έφεσης σύμφωνα με το άρθρο 518 ΚΠολΔ, να ασκήσει αντέφεση…». Δ) Επί του άρθρου 47 του Σχεδίου: η δομή του άρθρ. 237 έχει αλλάξει σημαντικά και οι επιμέρους παράγραφοι έχουν αναριθμηθεί. Στο προτεινόμενο άρθρ. 524 γίνεται παραπομπή στο -καταργούμενο- άρθρ. 237 του προϊσχύοντος δικαίου. Πρέπει να επικαιροποιηθεί η εσωτερική παραπομπή, διότι θα δημιουργηθούν ανυπέρβλητα προβλήματα στην πράξη (πχ ως προς την λειτουργική εξουσία του Δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να εκδώσει διάταξη). Ακόμα, γίνεται παραπομπή και στο αναθεωρημένο άρθρ. 307. Τούτο σημαίνει ότι οι προθεσμίες έκδοσης απόφασης ισχύουν και για το δευτεροβάθμιο δικαστήριο; Να διευκρινιστεί. Ε) Επί του άρθρου 50 του Σχεδίου: ισχύουν τα ίδια σχόλια με εκείνα υπό το άρθρ. 45 του Σχεδίου (βλ. ανωτέρω). ΣΤ) Επί του άρθρου 51 του Σχεδίου: ισχύουν τα ίδια σχόλια με εκείνα υπό το άρθρ. 47 του Σχεδίου (βλ. ανωτέρω). Ζ) Επί του άρθρου 52 του Σχεδίου: ποιο το νόημα της αυτεπάγγελτης λήψης υπόψη λόγου αναίρεσης από Τμήμα του ΑΠ, αν τούτο μπορεί να γίνει μόνο εφόσον το προτείνει ο εισηγητής Αρεοπαγίτης στην έκθεσή του; Αν, δηλαδή, ο εισηγητής παραβλέψει την ύπαρξη αυτεπάγγελτα εξεταζόμενου λόγου, τον οποίο, όμως, εντοπίσει άλλο μέλος της σύνθεσης, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση θα παραμένει στο απυρόβλητο (ιδίως επί παραβίασης ουσιαστικού κανόνα δικαίου); Με την προτεινόμενη ρύθμιση μια σημαντική εξουσία του Τμήματος (που αν και σε ευάριθμες περιπτώσεις, έχει ασκηθεί στο παρελθόν) απεμπολείται ουσιαστικά, διότι τίθεται υπό τη προϋπόθεση της πρότασης του εισηγητή. Έχουμε δε και την εξής παραδοξότητα: ενώ η εισηγητική έκθεση per se δεν είναι δεσμευτική (βλ. προτεινόμενο άρθρ. 571), η πρόταση ή μη του εισηγητή για την αυτεπάγγελτη εξέταση λόγου αναίρεσης είναι τέτοιας φύσης. Να μην περιληφθεί η εν λόγω τροποποίηση στο σχέδιο Νόμου που θα κατατεθεί στην Βουλή. Η) Επί του άρθρου 54 του Σχεδίου: αφήνοντας κατά μέρος την φιλοσοφία της διάταξης (που δεν με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο) και πιθανά ζητήματα συνταγματικότητας της απαγγελλόμενης κύρωσης, θα περιοριστώ σε νομοτεχνικά και πρακτικά -θεωρώ- σχόλια. Πρώτον, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η ουσιώδης υπέρβαση κρίνεται κατά περίπτωση. Άλλη περίπτωση μια απόφαση με πολλά κεφαλαία δίκης, πολλούς ομοδίκους ή σύνθετα νομικά ζητήματα και άλλη όπου οι παραπάνω συνθήκες δεν συντρέχουν. Δεύτερον, στα μη συμπεριλαμβανόμενα στοιχεία πρέπει να περιληφθεί και το αίτημα για αναίρεση, αλλά και το αίτημα για την ουσία της υπόθεσης. Τρίτον, θα πρέπει να προβλεφθεί ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (έως 3 ημέρες) προ της έκδοσης της πράξης του Προέδρου, ούτως ώστε ο πληρεξούσιος δικηγόρος να τοποθετηθεί εγγράφως επί της ουσιώδους υπέρβασης. Τέταρτον, η Πράξη πρέπει να υποδεικνύει τους λόγους αναίρεσης όπου πρέπει να περιοριστεί η έκταση του δικογράφου και να μην αναφέρεται γενικά σε περιορισμό. Πέμπτον, καλό θα ήταν να προβλεφθεί ένας grosso modo προέλεγχος πριν εκδοθεί η Πράξη ή να μετατεθεί η έκδοση της σε στάδιο μετά την εισηγητική έκθεση• είναι αλυσιτελές να περιοριστεί ένας απαράδεκτος ή προφανώς αβάσιμος λόγος αναίρεσης. Έκτον, πρέπει να προβλεφτεί ότι ο περιορισμός των σελίδων των προτάσεων και των υπομνημάτων δεν ισχύει όταν ο Άρειος Πάγος εκδικάζει την ουσία της διαφοράς. Έβδομον, πρέπει να προβλεφθεί απαγόρευση προσθήκης νέων λόγων αναίρεσης κατά τον περιορισμό του δικογράφου, παρά μόνο αν μπορούν να αντιμετωπιστούν ως πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης. Όγδοον, πρέπει να προβλεφθεί επιβεβαίωση της λήψης του προσαρμοσμένου δικογράφου από τον αναιρεσίβλητο, ώστε να το αντικρούσει με τις προτάσεις ή το υπόμνημα του. Ένατον, καίτοι φαντάζει αυτονόητο, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι η διαδικασία προσαρμογής θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί, σε κάθε περίπτωση, πριν την κατάθεση προτάσεων, αλλά και τη μελέτη της υπόθεσης από τον εισηγητή, κατά την προτεινόμενη παρ. 1 του άρθρ. 571 ΚΠολΔ. Δέκατο, η κύρωση της μη λήψης υπόψη των ισχυρισμών ή λόγων των πλεονάζουσων σελίδων ελέγχεται ως μη συμβατή με το άρθρ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος και προτείνεται να αντικατασταθεί με χρηματική ποινή υπέρ του Δημοσίου, στο πλαίσιο ποινών τάξης του άρθρ. 205 ΚΠολΔ. Εξάλλου, η παρ. 2 του άρθρ. 566 πρέπει αναγκαστικά να καταργηθεί ενόψει της προτεινόμενης αλλαγής του άρθρ. 495 παρ. 1 ΚΠολΔ. Εφόσον πλέον το αναιρετήριο κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, η ρύθμιση στερείται παντελώς νοήματος κανονιστικής ύπαρξης. Θ) Επί του άρθρου 57 του Σχεδίου: στην προτεινόμενη διάταξη πρέπει να επέλθουν οι ακόλουθες προσθήκες/βελτιώσεις: (α) να οριστεί χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας των 20 ημερών (εκκινεί από τη χρέωση ή την ολοκλήρωση της μελέτης), (β) η έκδοση της διάταξης διαμορφώνεται ως ex parte και in camera διαδικασία· όμως, λόγω των σημαντικών συνεπειών για τον αναιρεσείοντα (ματαίωση συζήτησης, υψηλό παράβολο ώστε να συζητηθεί η υπόθεση), είναι συνταγματικά επιβεβλημένο να παρασχεθεί δικαίωμα ακρόασης στον αναιρεσείοντα προ της έκδοσης της διάταξης, έστω και εγγράφως, με σύντομο υπόμνημα και μέσα σε σύντομη προθεσμία. Ο αναιρεσείων πρέπει να ακουστεί και να μην είναι παθητικός θεατής μιας διαδικασίας με δυσμενείς δικονομικές και οικονομικές συνέπειες για τον ίδιο, (γ) πρέπει να διασφαλιστεί, με την προσθήκη της φράσης «εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών και πάντως πριν από την ημερομηνία που έχει οριστεί η αρχική συζήτηση της υπόθεσης» στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 ότι η διάταξη θα έχει εκδοθεί ως το παραπάνω χρονικό σημείο, (δ) να διευκρινιστεί αν η διάταξη απορριπτική ή μη είναι αιτιολογημένη ή απλή, (ε) και η απορριπτική της πρότασης του εισηγητή διάταξη πρέπει να κοινοποιείται στον αναιρεσείοντα, ενώ πρέπει να υπάρξει μέριμνα έστω και για μια απλή, έστω, ηλεκτρονική κοινοποίηση της διάταξης και στον ανειρεσίβλητο, ώστε να έχει εικόνα της διαδικασίας, (στ) να διευκρινιστεί ότι η επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της διάταξης γίνεται με επιμέλεια της γραμματείας του Αρείου Πάγου, (ζ) να αποσαφηνιστεί αν η διαδικασία προελέγχου του άρθρ. 571 εφαρμόζεται και στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, (η) τι γίνεται στη περίπτωση των αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενων λόγων αναίρεσης, αν όλοι οι λόγοι του δικογράφου είναι απαράδεκτοι ή πρόδηλα αβάσιμοι; Θα ματαιώνεται και τότε η συζήτηση; Πρέπει να υπάρξει νομοθετική ρύθμιση του ζητήματος, (θ) το ύψος των ειδικών παραβόλων που προβλέπονται στην προτεινόμενη παρ. 2 είναι δυσανάλογα υψηλό και περιστέλλεται σημαντικά το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του αναιρεσείοντα. Πρέπει να επανεξεταστεί το ύψος τους ή να αντικατασταθούν με ποινές τάξης. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να οριστεί ότι το παράβολο μπορεί να κατατεθεί το αργότερο ως και τη συζήτηση της υπόθεσης, ώστε να υπάρχει χρόνος εύρεσης των αναγκαίων κεφαλαίων για την εξόφλησή του, (ι) σε περίπτωση ματαίωσης της συζήτησης μετά την έκδοση της διάταξης, ποια η μοίρα τυχόν ασκηθεισών πρόσθετων παρεμβάσεων; Πρέπει να υπάρξει νομοθετική μέριμνα προς αποφυγή προβλημάτων στην εφαρμογή της διάταξης, (κ) στην προτεινόμενη παρ. 4 πρέπει να διευκρινιστεί ότι το παράβολο δεν επιστρέφεται όταν απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης για τους ίδιους, ακριβώς, λόγους που επισημάνθηκαν στη διάταξη (αν π.χ. με τη διάταξη θεωρηθεί απαράδεκτος ο μοναδικός λόγος, αλλά το Τμήμα του ΑΠ κρίνει τον λόγο παραδεκτό μεν, αβάσιμο δε, το παράβολο θα πρέπει να επιστραφεί), (λ) στην ίδια προτεινόμενη παράγραφο πρέπει να διευκρινιστεί ότι εφόσον η αίτηση αναίρεσης λογιστεί σε αυτή τη περίπτωση μη ασκηθείσα, αφενός το αμετάκλητο της προσβαλλόμενης απόφασης ανατρέχει στο χρόνο κατάθεσης του δικογράφου στον Άρειο Πάγο και αφετέρου, ότι εισάγεται εξαίρεση από την απαγόρευση του άρθρ. 555 ΚΠολΔ και επιτρέπεται δεύτερη αναίρεση, με την οποία θα θεραπεύονται ελαττώματα παραδεκτού που επισημάνθηκαν στη διάταξη, εφόσον υπάρχει ακόμα προθεσμία για την άσκησή της, (μ) πώς θα συγκροτείται ο δικαστικός σχηματισμός σε συμβούλιο από δύο Αρεοπαγίτες, οι οποίοι «δεν μετέχουν των πολιτικών τμημάτων του Αρείου Πάγου», άρα, εξ αντιδιαστολής, μετέχουν των ποινικών; Θα διαθέτουν επαρκή εμπειρία ώστε να κρίνουν -ενίοτε δεσμευτικά, αν δεν υποβληθεί αίτηση για να προχωρήσει η συζήτηση της υπόθεσης ή είναι απαράδεκτη- το παραδεκτό και βάσιμο πολιτικών αιτήσεων αναίρεσης και των λόγων τους;