Άρθρο 43
Αρμόδια γραμματεία δικαστηρίου και επιτάχυνση διαδικασίας άσκησης ενδίκων μέσων – Τροποποίηση άρθρου 495 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 495 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί άσκησης ενδίκων μέσων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) αντικαθίστανται οι παρ. 1 και 2, β) προστίθενται παρ. 2Α, 2Β, 5 και 6 και το άρθρο 495 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 495
Τρόπος άσκησης των ενδίκων μέσων
1. Τα ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης, της αναψηλάφησης και της αναίρεσης ασκούνται με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται το ένδικο μέσο. Προκειμένου για εφέσεις κατά αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδικάζονται στις μεταβατικές έδρες των εφετείων της περιφερείας τους, η κατάθεση γίνεται στις μεταβατικές έδρες. Για την κατάθεση συντάσσεται έκθεση στο βιβλίο που τηρείται σύμφωνα με το άρθρο 496, την οποία υπογράφει και αυτός που καταθέτει. Για τα ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης και της αναψηλάφησης προσδιορίζεται αμέσως δικάσιμος, σε απώτατο χρονικό διάστημα πέντε (5) μηνών από την κατάθεση του ενδίκου μέσου. Στο δικόγραφο που κατατίθεται σημειώνονται ο αριθμός της έκθεσης και η χρονολογία της και βεβαιώνονται με την υπογραφή εκείνου που συντάσσει την έκθεση. Η κατάθεση του δικογράφου μπορεί να γίνεται και με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 119. Η έκθεση μπορεί να συντάσσεται και με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 117.
2. Αμέσως μετά την κατάθεση του ενδίκου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης και της αναψηλάφησης, ο γραμματέας, με βάση τη σημείωση στο δικόγραφο του ενδίκου μέσου της ημέρας και ώρας συζήτησής του, το εγγράφει στο πινάκιο του δικαστηρίου, όπου σημειώνει το όνομα και το επώνυμο των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους.
2Α. Η προθεσμία για την κλήτευση των διαδίκων για τα ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης και της αναψηλάφησης είναι είκοσι (20) ημέρες από την κατάθεση και απέχει τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες από τη συζήτηση και, αν ο διάδικος που καλείται ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, εξήντα (60) ημέρες από την κατάθεση και ενενήντα (90) ημέρες από τη συζήτηση. Η προθεσμία για την κλήτευση των διαδίκων για το ένδικο μέσο της αναίρεσης είναι εξήντα (60) ημέρες πριν από τη συζήτηση, αν όλοι οι διάδικοι που καλούνται διαμένουν στην Ελλάδα και ενενήντα (90) ημέρες, αν κάποιος από τους διαδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη. Κατά τα λοιπά, για τον προσδιορισμό δικασίμου ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 226.
2Β. Οι παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και για τον προσδιορισμό κάθε άλλης δικασίμου.
3. Εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, ως εξής:
Α. Για το ένδικο μέσο της έφεσης:
α) [Καταργείται]
β) κατά απόφασης μονομελούς πρωτοδικείου παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ,
γ) κατά απόφασης πολυμελούς πρωτοδικείου παράβολο ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ.
Β. Για το ένδικο μέσο της αναίρεσης:
α) [Καταργείται]
β) κατά απόφασης μονομελούς πρωτοδικείου παράβολο ποσού τριακοσίων (300) ευρώ,
γ) κατά απόφασης πολυμελούς πρωτοδικείου παράβολο ποσού τετρακοσίων (400) ευρώ,
δ) κατά απόφασης εφετείου παράβολο ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.
Γ. Για το ένδικο μέσο της αναψηλάφησης:
α) κατά αποφάσεων πρωτοδικείων παράβολο ποσού τετρακοσίων (400) ευρώ,
β) κατά αποφάσεων εφετείου και του Αρείου Πάγου παράβολο ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ. Σε περίπτωση που ασκήθηκε ένα ένδικο μέσο από ή κατά περισσότερων διαδίκων κατατίθεται ένα παράβολο από τους εκκαλούντες, αναιρεσείοντες ή αιτούντες. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο. Η υποχρέωση της παρούσας παραγράφου δεν ισχύει για τις διαφορές των περ. 3 και 5 του άρθρου 614 και των περ. 1 και 3 του άρθρου 592.
4. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 9 του άρθρου 237, περί προσκόμισης εγγράφων σε ηλεκτρονική μορφή, εφαρμόζεται αναλόγως και για τα ένδικα μέσα και τις ανακοπές του παρόντος κεφαλαίου.
5. Αν το ένδικο μέσο ασκήθηκε σε λειτουργικά αναρμόδιο δικαστήριο, χωρεί και αυτεπαγγέλτως παραπομπή στο αρμόδιο.
6. Αν παρέλθει ένα (1) έτος από τη ματαίωση, χωρίς να ζητηθεί ο προσδιορισμός νέας συζήτησης, η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο από τον γραμματέα με εντολή του Προέδρου του Δικαστηρίου ή του νόμιμου αναπληρωτή του και η δίκη καταργείται.».
Άρθρο 44
Σύντμηση προθεσμίας έφεσης σε περίπτωση μη επίδοσης απόφασης – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 518 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στην παρ. 2 του άρθρου 518 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί προθεσμίας και χρόνου έναρξης της προθεσμίας άσκησης έφεσης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος και β) οι λέξεις «δύο έτη» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ένα (1) έτος» και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 518 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 518
Προθεσμία και χρόνος έναρξης της προθεσμίας άσκησης έφεσης
1. Αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα η προθεσμία της έφεσης είναι τριάντα (30) ημέρες, αν διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη, εξήντα (60) ημέρες· και στις δύο περιπτώσεις η προθεσμία αρχίζει από την επίδοση της απόφασης που περατώνει τη δίκη.
2. Αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι ένα (1) έτος, που αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη.
3. Αν ο διάδικος που δικαιούται να ασκήσει έφεση πέθανε, η προθεσμία της έφεσης αρχίζει από την επίδοση της απόφασης που περατώνει τη δίκη στους καθολικούς διαδόχους ή τους κληροδόχους.».
Άρθρο 45
Προθεσμία κοινοποίησης δικογράφου προσθέτων λόγων έφεσης – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 520 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στην παρ. 2 του άρθρου 520 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί στοιχείων έφεσης και πρόσθετων λόγων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος και β) οι λέξεις «και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από το δικόγραφο αυτό, κοινοποιείται στον εφεσίβλητο τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας επίδοσης του ενδίκου μέσου» και το άρθρο 520 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 520
Στοιχεία της έφεσης και πρόσθετων λόγων
1. Το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 και τους λόγους της έφεσης.
2. Πρόσθετοι λόγοι έφεσης ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας επίδοσης του ενδίκου μέσου.».
Άρθρο 46
Προθεσμία άσκησης αντέφεσης – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 523 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 523 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί αντέφεσης, διατυπώσεων και συνεπειών, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος και β) στην παρ. 2, οι λέξεις «και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από αυτό, κοινοποιείται στον εκκαλούντα σαράντα πέντε ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας επίδοσης της έφεσης» και το άρθρο 523 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 523
Αντέφεση – Διατυπώσεις – Συνέπειες απόρριψης ως εκπρόθεσμης, απαράδεκτης ή τυπικά άκυρης αντέφεσης
1. Ο εφεσίβλητος μπορεί, και αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης, να ασκήσει αντέφεση ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, και αν ακόμη αποδέχτηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφεση.
2. Η αντέφεση ασκείται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας επίδοσης της έφεσης.
3. Αν η έφεση απορριφθεί ως εκπρόθεσμη ή απαράδεκτη ή τυπικά άκυρη, απορρίπτεται και η αντέφεση, εκτός αν ασκήθηκε ενώ διαρκούσε η προθεσμία της έφεσης για τον αντεκκαλούντα, οπότε ισχύει ως αυτοτελής έφεση. Η παραίτηση από την έφεση ή η απόρριψή της ως αβάσιμης δεν επηρεάζει την αντέφεση.».
Άρθρο 47
Αναλογική εφαρμογή διατάξεων στη διαδικασία στη δευτεροβάθμια δίκη – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 524 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στην παρ. 1 του άρθρου 524 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί διαδικασίας συζήτησης της έφεσης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο πρώτο εδάφιο, προστίθενται οι λέξεις «εκτός της παρ. 2 του άρθρου 260,» και β) στο δεύτερο εδάφιο, βα) οι λέξεις «έως την έναρξη της συζήτησης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το αργότερο κατά τη συζήτηση» και ββ) η λέξη «τρίτης» αντικαθίσταται από τη λέξη «πέμπτης» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 227, 233 έως 236, των παρ. 8 και 10 έως 13 του άρθρου 237, 240 έως 312, εκτός της παρ. 2 του άρθρου 260, περ. α) έως γ) της παρ. 1 του άρθρου 591 και παρ. 4 του άρθρου 591, με την επιφύλαξη της ισχύος του άρθρου 591 για τις ειδικές διαδικασίες. Η κατάθεση των προτάσεων γίνεται το αργότερο κατά τη συζήτηση και η κατάθεση της προσθήκης σε αυτές έως τη δωδέκατη ώρα της πέμπτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση.».
Άρθρο 48
Προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών – Τροποποίηση άρθρου 527 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 527 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί της προβολής στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) η περ. 3 καταργείται, γ) η περ. 4 αντικαθίσταται, δ) η περ. 5καταργείται και το άρθρο 527 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 527
Περιπτώσεις επιτρεπτού προβολής νέων ισχυρισμών στην κατ’ έφεση δίκη
Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, 3) [Καταργείται], 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως από δικαιολογημένη αιτία· αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) [Καταργείται] και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως.».
Άρθρο 49
Προσθήκη αποφάσεων που προσβάλλονται με αναψηλάφηση – Τροποποίηση άρθρου 538 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 538 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί αναψηλάφησης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) προστίθενται οι λέξεις «ή στην περίπτωση του λόγου αναψηλάφησης της περ. 11 του άρθρου 544» και το άρθρο 538 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 538
Αναψηλάφηση επί αποφάσεων ουσίας και αποφάσεων σε περίπτωση έκδοσης οριστικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για παραβίαση δικαιώματος
Με αναψηλάφηση, μπορούν να προσβληθούν οι αποφάσεις των μονομελών και των πολυμελών πρωτοδικείων, των εφετείων και του Αρείου Πάγου εφόσον δικάζει κατ’ ουσία ή στην περίπτωση του λόγου αναψηλάφησης της περ. 11 του άρθρου 544.».
Άρθρο 50
Προθεσμία άσκησης πρόσθετων λόγων αναψηλάφησης – Τροποποίηση άρθρου 547 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στην παρ. 2 του άρθρου 547 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί στοιχείων δικογράφου αναψηλάφησης και πρόσθετων λόγων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) οι λέξεις «προς το οποίο απευθύνεται η αναψηλάφηση και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από αυτό, κοινοποιείται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η αναψηλάφηση τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτησή της» αντικαθίστανται από τις λέξεις «μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας επίδοσης του ενδίκου μέσου προς το οποίο απευθύνεται η αναψηλάφηση» και το άρθρο 547 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 547
Στοιχεία δικογράφου αναψηλάφησης – Προθεσμία και διαδικασία πρόσθετων λόγων αναψηλάφησης
1. Το έγγραφο της αναψηλάφησης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120, να αναφέρει την προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους της αναψηλάφησης, τα γεγονότα από τα οποία προκύπτει η τήρηση της προθεσμίας, αίτηση για εξαφάνιση, ολική ή εν μέρει, της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς και αίτηση για την ουσία της υπόθεσης.
2. Πρόσθετοι λόγοι αναψηλάφησης ως προς τα ίδια κεφάλαια της απόφασης, όπως και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται μαζί τους, ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας επίδοσης του ενδίκου μέσου προς το οποίο απευθύνεται η αναψηλάφηση.».
Άρθρο 51
Μεταβολή διαδικασίας αναψηλάφησης δίκης – Τροποποίηση άρθρου 548 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 548 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί διαδικασίας της κατ’ αναψηλάφηση δίκης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στο πρώτο εδάφιο, προστίθενται οι λέξεις «εκτός της παρ. 2 του άρθρου 260,» και γ) στο δεύτερο εδάφιο, γα) οι λέξεις «έως την έναρξη της συζήτησης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το αργότερο κατά τη συζήτηση» και γβ) η λέξη «τρίτης» αντικαθίσταται από τη λέξη «πέμπτης» και το άρθρο 548 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 548
Διαδικασία της κατ’ αναψηλάφηση δίκης
Στη διαδικασία της κατ’ αναψηλάφηση δίκης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 227, 233 έως 236, των παρ. 10 έως 13 του άρθρου 237, 240 έως 312, εκτός της παρ. 2 του άρθρου 260, εδάφια πρώτο έως τρίτο της παρ. 1 του άρθρου 591 και της παρ. 4 του άρθρου 591, με την επιφύλαξη της ισχύος του άρθρου 591 για τις ειδικές διαδικασίες. Η κατάθεση των προτάσεων γίνεται το αργότερο κατά τη συζήτηση και η κατάθεση της προσθήκης σε αυτές έως τη δωδέκατη ώρα της πέμπτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση.».
Άρθρο 52
Απαράδεκτο των λόγων αναίρεσης – Αντικατάσταση παρ. 4 άρθρου 562 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Η παρ. 4 του άρθρου 562 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί απαραδέκτων αναίρεσης, αντικαθίσταται και το άρθρο 562 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 562
Αναίρεση – Λόγοι απαραδέκτου αναίρεσης
1. Είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης κατά απόφασης του δικαστηρίου της παραπομπής, εφόσον με τον λόγο αυτόν προσβάλλεται η απόφαση κατά το τμήμα της εκείνο κατά το οποίο συμμορφώθηκε προς την αναιρετική.
2. Είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται:
α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας,
β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση,
γ) για ισχυρισμό που αφορά στη δημόσια τάξη, ή το δεδικασμένο.
3. Κανείς δεν μπορεί να δημιουργήσει λόγο αναίρεσης από τις δικές του πράξεις ή από πράξεις προσώπων που ενεργούν στο όνομά του, εκτός αν πρόκειται για λόγους που αφορούν τη δημόσια τάξη.
4. Κατ’ εξαίρεση, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, κατά πρόταση όμως που έχει περιληφθεί στην έγγραφη εισήγηση του άρθρου 571, λόγο αναίρεσης από εκείνους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 4, 14, 16, 17 και 19 του άρθρου 559.».
Άρθρο 53
Σύντμηση της προθεσμίας άσκησης αναίρεσης κατά μη επιδοθείσας απόφασης – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 564 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στην παρ. 3 του άρθρου 564 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί της προθεσμίας άσκησης αναίρεσης, οι λέξεις και ο αριθμός «δύο (2) έτη» αντικαθίστανται από τις λέξεις και τον αριθμό «ένα (1) έτος» και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία της αναίρεσης είναι ένα (1) έτος και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη.».
Άρθρο 54
Στοιχεία του αναιρετηρίου δικογράφου – Τροποποίηση παρ. 1 και προσθήκη παρ. 1Α στο άρθρο 566 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 566 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί του αναιρετηρίου, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στην παρ. 1, οι λέξεις «έγγραφο της αναίρεσης» αντικαθίστανται από τη λέξη «αναιρετήριο», γ) προστίθεται παρ. 1Α και το άρθρο 566 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 566
Στοιχεία αναιρετηρίου
1. Το αναιρετήριο πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120, να αναφέρει την προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους της αναίρεσης, αίτηση για την αναίρεση, ολική ή εν μέρει, της προσβαλλόμενης απόφασης και αίτηση για την ουσία της υπόθεσης.
1Α. Το αναιρετήριο δεν υπερβαίνει τις τριάντα (30) σελίδες, το δικόγραφο πρόσθετων λόγων τις είκοσι (20) σελίδες, των προτάσεων και των υπομνημάτων τις δέκα (10) σελίδες, της αίτησης αναστολής, κατά το άρθρο 565, τις πέντε (5) σελίδες. Στο όριο των προσδιοριζόμενων για τα ως άνω δικόγραφα σελίδων δεν περιλαμβάνονται τα στοιχεία των διαδίκων μερών, η διαδικαστική διαδρομή της υπόθεσης και οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης. Σε περίπτωση ουσιώδους υπέρβασης του αριθμού αυτού, η Γραμματεία ενημερώνει τον Πρόεδρο του αρμόδιου Τμήματος ή της Ολομέλειας, ο οποίος με πράξη του, που εκδίδεται αμέσως μετά την κατάθεση και τον προσδιορισμό της δικασίμου του δικογράφου αυτού, καλεί τον πληρεξούσιο δικηγόρο να περιορίσει την έκταση του δικογράφου στους ανωτέρω αριθμούς σελίδων εντός προθεσμίας η οποία δεν υπερβαίνει τον έναν (1) μήνα. Η πρόσκληση του δικηγόρου, η οποία μπορεί να γίνει με κάθε τρόπο από τον αρμόδιο γραμματέα, βεβαιώνεται από τον ίδιο με καταχώριση σχετικής σημείωσης στον φάκελο της δικογραφίας, την οποία χρονολογεί και υπογράφει. Τα ως άνω προσαρμοσμένα δικόγραφα είναι τα μόνα που λαμβάνονται υπόψη για την εκδίκαση της υπόθεσης και επιδίδονται στους διαδίκους σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις. Εμπρόθεσμη επίδοση του αρχικού, μη προσαρμοσμένου, δικογράφου, πριν από την κατά τα ανωτέρω προσαρμογή του, θεωρείται έγκυρη. Στην περίπτωση αυτή, το προσαρμοσμένο δικόγραφο δεν επιδίδεται και ο αρμόδιος γραμματέας γνωστοποιεί με κάθε πρόσφορο μέσο στους διαδίκους την κατάθεσή του και καταχωρίζει σχετική βεβαίωση σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο. Ως άσκηση του οικείου δικονομικού δικαιώματος νοείται σε κάθε περίπτωση η κατάθεση του αρχικού δικογράφου. Σε περίπτωση μη προσαρμογής του οικείου δικογράφου στο προβλεπόμενο, ως ανωτέρω, όριο σελίδων, δεν λαμβάνονται υπόψη λόγοι ή ισχυρισμοί, που περιλαμβάνονται στις πλεονάζουσες σελίδες αυτού. Με τον Κανονισμό λειτουργίας του Αρείου Πάγου, θεσπίζονται ειδικότερες ρυθμίσεις για τη μορφή και το περιεχόμενο των δικογράφων.
2. Αν με το ίδιο αναιρετήριο προσβάλλονται δύο ή περισσότερες αποφάσεις πρωτοβάθμιου και δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η κατάθεσή του πρέπει να γίνεται στο καθένα από τα δικαστήρια αυτά.».
Άρθρο 55
Αναίρεση – Προσδιορισμός δικασίμου – Τροποποίηση άρθρου 568 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο άρθρο 568 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί του προσδιορισμού της δικασίμου αναίρεσης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) στην παρ. 1, βα) στο πρώτο εδάφιο, i) στην αρχή προστίθενται οι λέξεις «Μέχρι την εφαρμογή του ηλεκτρονικού φακέλου δικογραφίας,», ii) πριν από τη λέξη «διάδικος» προστίθεται η λέξη «αναιρεσείων», ββ) προστίθεται τρίτο εδάφιο, γ) στην παρ. 2, η περ. β) καταργείται, δ) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 4, οι λέξεις «τουλάχιστον εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν όλοι οι διάδικοι που καλούνται διαμένουν στην Ελλάδα και τουλάχιστον ενενήντα ημέρες, αν κάποιος από τους διαδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στην προθεσμία του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2A του άρθρου 495» και το άρθρο 568 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 568
Αναίρεση – Προσδιορισμός δικασίμου
1. Μέχρι την εφαρμογή του ηλεκτρονικού φακέλου δικογραφίας, για να προσδιοριστεί δικάσιμος ο αναιρεσείων διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση προσάγει στη γραμματεία του Αρείου Πάγου επικυρωμένο αντίγραφο της αναίρεσης, των προσβαλλόμενων αποφάσεων, των εισαγωγικών εγγράφων της κύριας δίκης ή των παρεμπιπτουσών δικών και των προτάσεων του ίδιου και των άλλων διαδίκων, αν είναι απαραίτητες για να διαγνωστεί η βασιμότητα των λόγων αναίρεσης που περιέχονται στο κύριο δικόγραφο ή στο πρόσθετο αναιρετήριο, καθώς και συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο του εντολέα του. Δύο αντίγραφα των εγγράφων αυτών κατατίθενται ατελώς. Ειδικά όταν ο διάδικος είναι φυσικό πρόσωπο, η πληρεξουσιότητα μπορεί να παρέχεται και με ψηφιακή εξουσιοδότηση, η οποία εκδίδεται μέσω της ενιαίας ψηφιακής πύλης της δημόσιας διοίκησης (gov.gr) και αποστέλλεται ηλεκτρονικά στο Δικαστήριο.
2. Η γραμματεία του Αρείου Πάγου υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση τα έγγραφα που κατατέθηκαν στον πρόεδρο του Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίζει το αρμόδιο τμήμα, και ο πρόεδρος του τμήματος με απλή σημείωση στο αντίγραφο της αναίρεσης που έχει κατατεθεί ορίζει:
α) δικάσιμο της υπόθεσης,
β) [Καταργείται]
γ) εισηγητή αρεοπαγίτη προς τον οποίον διαβιβάζεται ο φάκελος της δικογραφίας για τους σκοπούς του άρθρου 571.
3. Η δικάσιμος ορίζεται σε χρόνο που παρέχει επαρκή προθεσμία για την επίδοση και την προπαρασκευή της συζήτησης της υπόθεσης.
4. Αν ο αναιρεσείων επισπεύδει τη συζήτηση, η κλήση συντάσσεται κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου που έχει κατατεθεί και επιδίδεται με επιμέλειά του στους αντιδίκους στην προθεσμία του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2Α του άρθρου 495. Αν ο αναιρεσίβλητος επισπεύδει τη συζήτηση ή την επισπεύδει άλλος διάδικος εκτός από τον αναιρεσείοντα, η κλήση επιδίδεται μέσα στην ίδια προθεσμία με επιμέλεια εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση, στον αναιρεσείοντα και τους άλλους διαδίκους.».
Άρθρο 56
Προθεσμία κατάθεσης προτάσεων επί αίτησης αναίρεσης – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 570 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στο τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 570 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί της κατάθεσης προτάσεων επί αίτησης αναίρεσης, η λέξη «τρίτης» αντικαθίσταται από τη λέξη «πέμπτης» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Οι διάδικοι δεν είναι υποχρεωμένοι να καταθέσουν προτάσεις, εκτός αν προβάλλονται ενστάσεις ως προς το παραδεκτό και το εμπρόθεσμο της αίτησης της αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων. Σε αυτή την περίπτωση, ο προβάλλων τις ενστάσεις διάδικος καταθέτει τις προτάσεις του είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να καταθέτουν υπόμνημα έως τη δωδέκατη ώρα της πέμπτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση, εφόσον παρέστησαν σε αυτή.».
Άρθρο 57
Παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης – Αντικατάσταση άρθρου 571 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Το άρθρο 571 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί του παραδεκτού της αναίρεσης, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 571
Αναίρεση – Έκθεση εισηγητή
1. Αν ο εισηγητής, στον οποίο χρεώνεται η υπόθεση από τον πρόεδρο του τμήματος, σύμφωνα με την περ. γ) της παρ. 2 του άρθρου 568, κρίνει, μετά από μελέτη αυτής, ότι η αίτηση αναίρεσης ή η αίτηση αναψηλάφησης είναι απαράδεκτες ή ότι όλοι οι λόγοι αυτών είναι απαράδεκτοι ή προδήλως αβάσιμοι, εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών, προτείνει εγγράφως, με συνοπτική αιτιολογία, την απόρριψή τους σε τριμελή δικαστικό σχηματισμό σε συμβούλιο και χωρίς κλήτευση των διαδίκων. Αν το συμβούλιο αποδεχθεί ομόφωνα την πρόταση του εισηγητή, εκδίδει, εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών, διάταξη, με την οποία ματαιώνεται η συζήτηση της υπόθεσης.
Με επιμέλεια του γραμματέα σημειώνεται ο αριθμός της διάταξης στο πινάκιο και στον φάκελο της υπόθεσης και επιδίδεται κεκυρωμένο αντίγραφο αυτής στον αναιρεσείοντα ή τον ασκήσαντα την αίτηση αναψηλάφησης ή στον δικηγόρο που υπογράφει τα οικεία δικόγραφα μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την έκδοσή της. Αν ο ανωτέρω δικαστικός σχηματισμός απορρίψει την πρόταση του εισηγητή, εκδίδει επίσης διάταξη, την οποία διαβιβάζει, μέσω της γραμματείας του Αρείου Πάγου, στον Πρόεδρο του οικείου τμήματος.
2. Αν εκδοθεί η διάταξη της παρ. 1, με την οποία ματαιώνεται η συζήτηση της υπόθεσης, μπορεί ο αναιρεσείων ή ο αιτών την αναψηλάφηση να ζητήσει, με αίτησή του, να προχωρήσει η συζήτηση της υπόθεσης. Η αίτηση υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της διάταξης του συμβουλίου και κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, η οποία συντάσσει σχετική έκθεση. Στην αίτηση επισυνάπτεται, με ποινή απαραδέκτου, ειδικό επιπλέον παράβολο, ίσο με το πενταπλάσιο του κατά περίπτωση προβλεπόμενου. Στις περιπτώσεις που ο διάδικος δεν έχει, κατά νόμο, την υποχρέωση καταβολής παραβόλου, υποχρεούται να καταβάλει το διπλάσιο του παραβόλου που προβλέπεται στην περ. Β’ της παρ. 3 του άρθρου 495. Ο αριθμός και η χρονολογία της έκθεσης σημειώνονται στο πρωτότυπο της αίτησης από τον συντάσσοντα την έκθεση, ο οποίος υπογράφει τη σχετική σημείωση. Η υπόθεση συζητείται κατά την ορισθείσα δικάσιμο.
3. Ο εισηγητής της υπόθεσης, η οποία πρόκειται να συζητηθεί, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2, οφείλει να συντάξει έκθεση για το παραδεκτό της αναίρεσης, καθώς και για το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της και να την καταθέσει στη γραμματεία του Αρείου Πάγου οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να πληροφορηθούν το περιεχόμενο της έκθεσης του εισηγητή.
4. Αν το δικαστήριο κρίνει παραδεκτή την αίτηση για συζήτηση της υπόθεσης, σύμφωνα με την παρ. 2, ακυρώνει τη διάταξη του συμβουλίου και δικάζει την υπόθεση. Αν το δικαστήριο απορρίψει την ως άνω αίτηση για συζήτηση της υπόθεσης, ως απαράδεκτη ή κρίνει μεν αυτή παραδεκτή, απορρίψει όμως στο σύνολό της την αίτηση αναίρεσης ή την αίτηση αναψηλάφησης, διατάσσει συγχρόνως την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο ως δημόσιο έσοδο. Αλλιώς, το παράβολο επιστρέφεται στον καταθέσαντα.
Αν δεν υποβληθεί εμπρόθεσμα η ως άνω αίτηση για συζήτηση της υπόθεσης ή η υποβληθείσα αίτηση απορριφθεί ως απαράδεκτη, η αίτηση αναίρεσης ή το ένδικο βοήθημα θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε. Η δικαστική δαπάνη επιβάλλεται σε βάρος του ηττηθέντος διαδίκου.
5. Ο δικαστικός σχηματισμός σε συμβούλιο της παρ. 1 συγκροτείται από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ή τον υπ’ αυτού οριζόμενο αναπληρωτή του, Αντιπρόεδρο ή Αρεοπαγίτη και δύο Αρεοπαγίτες εκ των εχόντων τουλάχιστον διετή υπηρεσία στον Άρειο Πάγο, που ορίζονται από τον Πρόεδρο και δεν μετέχουν των πολιτικών τμημάτων του Αρείου Πάγου.».
Άρθρο 58
Περιορισμός των διατάξεων που εφαρμόζονται αναλόγως στη διαδικασία αναιρετικής δίκης – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 573 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στην παρ. 1 του άρθρου 573 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί της διαδικασίας της αναιρετικής δίκης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθεται τίτλος, β) προστίθενται οι λέξεις «εκτός της παρ. 2 του άρθρου 260,» και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 573 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 573
Διαδικασία δίκης για την αναίρεση
1. Στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 233 έως 236, 242 παρ. 2, 245, 246, 252 έως 261, εκτός της παρ. 2 του άρθρου 260, 286 έως 308, 310 και 312 έως 334.
2. Τους εισαγγελείς, όταν έχουν την ιδιότητα του διαδίκου, εκπροσωπεί ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.».
Άρθρο 59
Απόρριψη της αναίρεσης σε περίπτωση ερημοδικίας – Αντικατάσταση παρ. 2 άρθρου 576 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Η παρ. 2 του άρθρου 576 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί ερημοδικίας και απαραδέκτου της ανακοπής αυτής, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Σε περίπτωση ερημοδικίας του αναιρεσείοντος, η αναίρεση απορρίπτεται, εφόσον είναι παραδεκτή.».
Άρθρο 60
Προσθήκη διάταξης που εφαρμόζεται αναλόγως – Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 591 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Στην παρ. 4 του άρθρου 591 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), περί ειδικών διαδικασιών, α) μετά από τις λέξεις «αν είναι αναγκαίο» προστίθενται οι λέξεις «με διάταξή του,», β) οι λέξεις «της παρ. 8 του άρθρου 237» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των παρ. 5 και 8 του άρθρου 237» και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Το δικαστήριο, αν είναι αναγκαίο, με διάταξή του, διατάσσει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη κατ’ ανάλογη εφαρμογή των παρ. 5 και 8 του άρθρου 237.».
Άρθρο 43 Σχεδίου Νόμου (για τροποποίηση άρθρου 495 ΚΠολΔ) (Αλλαγή τρόπου άσκησης ενδίκων μέσων (κατάθεση απευθείας στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και υποχρέωση άμεσης επίδοσής της π.χ. υποχρέωση επίδοσης έφεσης σε 20 μέρες από κατάθεσή της)
Προτείνεται η τροποποίηση της προτεινόμενης ρύθμισης με προσθήκη των εξής προβλέψεων:
α) ότι ειδικά στις δίκες με διάδικο το Δημόσιο/ΝΠΔΔ, η προθεσμία επίδοσης των ενδίκων μέσων για όλους τους διαδίκους αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (1 Ιουλίου – 15 Σεπτεμβρίου) και
β) ότι το άρθρο 10 κ. δ. της 26.6/10.7 1944 «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», το οποίο ορίζει ότι κάθε προθεσμία που ορίζεται βραχύτερη των 30 ημερών είναι για το Δημόσιο διάρκειας 30 ημερών, εφαρμόζεται και εδώ.
Τεκμηρίωση αναγκαιότητας:
α) Λόγοι προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και ενδεχόμενης ερμηνευτικής απόκλισης της νομολογίας επιτάσσουν να αποτυπώνεται ρητά το εν λόγω δικονομικό προνόμιο του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ το οποίο όπως έχει κριθεί και νομολογιακά επεκτείνεται και στους αντιδίκους αυτών.
β) Λόγοι προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και ενδεχόμενης ερμηνευτικής απόκλισης της νομολογίας επιτάσσουν να αποτυπώνεται ρητά το εν λόγω δικονομικό προνόμιο του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ.
Άρθρο 44 Σχεδίου Νόμου (για τροποποίηση άρθρου 518 ΚΠολΔ) (Νέα Ετήσια Καταχρηστική Προθεσμία άσκησης έφεσης)
1. Προτείνεται η απόσυρση της προτεινόμενης ρύθμισης και η διατήρηση της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας.
2. Άλλως, προτείνεται η τροποποίηση της προτεινόμενης ρύθμισης και η πρόβλεψη 18μηνης καταχρηστικής προθεσμίας.
Τεκμηρίωση αναγκαιότητας:
1. Η νέα πολύ σύντομη καταχρηστική προθεσμία ενδέχεται να επιφέρει αύξηση της άσκησης ενδίκων μέσων και συνακόλουθη υπερφόρτωση δικαστικής ύλης στον δεύτερο βαθμό, δεδομένου ότι δεν θα υπάρχει επαρκής χρόνος μελέτης των αποφάσεων από κάθε διάδικο. Ενδέχεται δε να οδηγήσει και σε ακούσια απώλεια προθεσμιών και δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα θα επιβαρύνει υπέρμετρα τους λειτουργούς του ΝΣΚ που κατά τεκμήριο ασχολούνται με πλήθος υποθέσεων δημοσίου συμφέροντος, αλλά και όλους τους δικηγόρους που έχουν αυξημένο φόρτο εργασίας.
2. Η εναλλακτική καταχρηστική προθεσμία 18 μηνών προτείνεται ως ενδιάμεση λύση που λαμβάνει υπόψη όλους τους προβληματισμούς που εκτέθηκαν στην πρώτη παράγραφο.
Τροποποίηση άρθρου 495 ΚΠολΔ (άρθρο 43 ΣχΝ): Αρμόδια γραμματεία δικαστηρίου άσκησης ενδίκων μέσων
Προβληματική η πρόβλεψη κατάθεσης του ενδίκου μέσου στο δικαστήριο στο οποίο αυτό απευθύνεται. Δεν θα υπάρχει ασφάλεια δικαίου για την τελεσιδικία της απόφασης, αφού δεν είναι δυνατό ο διάδικος να μπορεί να διαπιστώσει αν κατατέθηκε έφεση σε οποιοδήποτε εφετείο της χώρας, ενόψει και της εφαρμογής των διατάξεων περί αναρμοδιότητας και παραπομπής.
Προτείνεται: Προκειμένου να θεραπευθεί το άτοπο, να προστεθεί στην παράγραφο 2Α ότι η επίδοση του ενδίκου μέσου με την ορισθείσα δικάσιμο, πρέπει να λαμβάνει χώρα υποχρεωτικά εντός της σύντομης προθεσμίας της διάταξης αυτής, όχι μόνο για το παραδεκτό συζήτησης του ενδίκου μέσου, αλλά για το παραδεκτό της άσκησης του ενδίκου μέσου.
Άρθρο 518 ΚΠολΔ (άρθρο 44 ΣχΝ): Καταχρηστική προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων
Με τη διάταξη αυτή μειώνεται η καταχρηστική προθεσμία άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης από τα δύο έτη, στο ένα έτος. Θεωρούμε ότι η μείωση είναι ιδιαίτερα δραστική και αναμένεται σε συνδυασμό με την αύξηση της καθ΄ ύλην αρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου εφέσεων να οδηγήσει σε ραγδαία άσκηση εφέσεων, προκαλώντας εμπροσθοβαρώς εκθετική αύξηση της ύλης των εφέσεων, την ίδια στιγμή, που θα αυξάνεται για όλους τους άλλους λόγους (διπλά πινάκια τακτικής διαδικασίας, αναπροσδιορισμός ανακοπών, αύξηση αρμοδιότητα Πολυμελούς) προκαλώντας τεράστια υπερχρέωση.
Προτείνουμε: Να μειωθεί στους 18 μήνες η καταχρηστική προθεσμία έφεσης.
Είναι λανθασμένη η μείωση της καταχρηστικής προθεσμίας άσκησης έφεσης (όταν δηλαδή η εκδοθείσα απόφαση δεν έχει επιδοθεί) από τα δύο (2) έτη στο ένα (1), καθώς διάδικοι οι οποίοι έχουν πολλές εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις, όπως είναι οι μεγάλες εταιρείες, ενδέχεται να μην προλάβουν να πληροφορηθούν μέσα σε ένα έτος την έκδοση αποφάσεων οι οποίες τους αφορούν και να απωλέσουν σε αυτό το διάστημα το δικαίωμα άσκησης έφεσης κατ’ αυτών. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και σε διαδίκους οι οποίοι εκπροσωπούνται από δικηγόρους με μεγάλο φόρτο εργασίας, αφού σε αυτήν την περίπτωση είναι ενδεχόμενο να διαφύγει της προσοχής των τελευταίων η έκδοση κάποιας απόφασης.
Η αύξηση της αρμοδιότητας των Πολυμελών Πρωτοδικείων να δικάζουν εφέσεις είναι ατυχής και εσφαλμένη. Από την στιγμή που ενοποιήθηκε ο πρώτος βαθμός με την ένταξη της υλης των Ειρηνοδικείων, όλες οί αποφάσεις του Μονομελούς, με μόνη εξαίρεση εκείνες που εκδίδονται με την διαδικασία των μικροδιαφορών πρέπει να δικάζονται από το Μον. Εφετείο. Διαφορετικά, τόσο δογματικά όσο και συστηματικά δεν θα πρόκειται περί έκκλητης δίκης, αλλά για επανάληψη από ομόβαθμους δικαστές της ήδη διεξαχθείσας.
Παν.Ι.Βρεττάκος, δικηγόρος
Παρατήρηση επί του άρθρου 63 με την οποία αντικαθίσταται το άρθρο 625 ΚΠολΔ ως προς το αρμόδιο όργανο για την έκδοση διαταγής πληρωμής.
Η ρύθμιση δεν φαίνεται συμβατή με τον Κανονισμό του Συμβουλίου 1215/2012. Δείτε τις ρυθμίσεις του άρθρου 2, 36§1 και 45 του Κανονισμού.
ΔΕΝ θα εκπληρώνει πλέον η διαταγή πληρωμής του όρους αναγνώρισης σε κράτος μέλος, χωρίς ειδική διαδικασία. Το ζήτημα σχετίζεται με τη λειτουργία και του δεδικασμένου μετά την δεύτερη επίδοση. Ουσιαστική διάγνωση της απαίτησης έτσι ώστε να επιμηκυνθεί η παραγραφή σε 20ετή (263ΑΚ), μετά και τη δεύτερη επίδοση, ενόψει του ότι δεν υπάρχει δικαιοδοτικό όργανο εκδόσεως, με τη νέα ρύθμιση και ενόψει της ασυμβατότητας με την παραπάνω ρύθμιση του Κανονισμού που αποτελεί υπερνομοθετικής ισχύος κανόνα, αναμένεται να δημιουργήσει πολλαπλά ζητήματα
Σχόλια επί του Κεφαλαίου Δ’ του Α’ Μέρους του Σχεδίου Νόμου
Α) Επί του άρθρου 43 του Σχεδίου: η υποχρέωση για κατάθεση του ενδίκου μέσου στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται εμφανίζει μεν ορισμένα πλεονεκτήματα, αλλά δυσχεραίνει την καθημερινότητα των συναδέλφων δικηγόρων, αφού ούτε όλα τα δικαστήρια της χώρας που εκδικάζουν ένδικα μέσα υποστηρίζονται αυτή τη στιγμή από ηλεκτρονικό σύστημα κατάθεσης ενδίκων μέσων (από τον Άρειο Πάγο έως πολλά Πολυμελή Πρωτοδικεία), ούτε είναι και ευχερής η μετάβαση στην έδρα του εκάστοτε δικαστηρίου. Παράδειγμα: συνάδελφος Ζακύνθου πρέπει να απευθύνει έφεση προς το Τριμελές Εφετείο Πατρών. Υπό το υφιστάμενο σύστημα, καταθέτει στη Ζάκυνθο και σε ύστερο χρόνο μεταβαίνει ο ίδιος στην Πάτρα ή αποστέλλει το δικόγραφο σε άλλο συνάδελφο στην πόλη, ώστε να γίνει ο προσδιορισμός. Με την προτεινόμενη αλλαγή, θα πρέπει εξαρχής όλη αυτή η διαδικασία να γίνει στην Πάτρα, οπότε ο συνάδελφος του παραδείγματος οφείλει να μεριμνήσει για τις παραπάνω ενέργειες εντός της προθεσμίας άσκησης της έφεσης (δεν συζητούμε για Άρειο Πάγο που μόνο στην Αθήνα θα εφαρμοστεί η διάταξη). Προτείνονται είτε η μετατόπιση της χρονικής εφαρμογής της παρ. 1 έως ότου όλα τα δικαστήρια διαθέτουν ηλεκτρονικό σύστημα κατάθεσης είτε η διατήρηση του υφιστάμενου συστήματος, με τη δημιουργία ενός ενιαίου ηλεκτρονικού συστήματος διασύνδεσης όλων των δικαστηρίων, ώστε, καταθέτοντας π.χ. έφεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ζακύνθου (του οποίου η απόφαση εφεσιβάλλεται), να δίνεται αυτόματα δικάσιμος στο Τριμελές Εφετείο Πατρών και να ολοκληρώνεται ηλεκτρονικά ο προσδιορισμός.
Περαιτέρω, στα μεγάλα Εφετεία της Χώρας, όπως στης Αθήνας, αλλά και στον Άρειο Πάγο πώς θα λειτουργήσει από 16.9.2025 το σύστημα του προσδιορισμού εντός του 5μηνου; Πρόκειται για μη ρεαλιστική επιδίωξη του νομοθέτη, αφού, προτού «εκκαθαριστούν» πινάκια στα εν λόγω δικαστήρια, η άμεση εφαρμογή του Νόμου μόνο προβλήματα θα δημιουργήσει στις υπηρεσίες τους. Προτείνεται η πρόβλεψη, αν όχι για όλα, τουλάχιστον για τα παραπάνω δικαστήρια, μεταβατικής διάταξης που θα μεταθέτει την εφαρμογή της νέας ρύθμισης σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο (άλλωστε, τέτοια διάταξη προβλέφθηκε, για παρεμφερείς λόγους, για τα δικαστήρια της Αθήνας και του Πειραιά στο πρόσφατο Ν. 5108/2024).
Η παρ. 2Β θα πρέπει να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Οι παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και για τον προσδιορισμό κάθε άλλης δικασίμου, πλην των περιπτώσεων όπου η υπόθεση δικάζεται σε πρώτο βαθμό από δευτεροβάθμιο Δικαστήριο», ώστε να ακολουθηθούν οι ειδικότερες ρυθμίσεις (π.χ. αγωγή για ακύρωση διαιτητικής απόφασης).
Στην προτεινόμενη παρ. 5 πρέπει να γίνει η εξής αναδιατύπωση: «Αν το ένδικο μέσο ασκήθηκε σε λειτουργικά ή υλικά αναρμόδιο δικαστήριο, χωρεί και αυτεπαγγέλτως παραπομπή στο αρμόδιο». Τούτο διότι μετά την εφαρμογή του νέου Δικαστικού Χάρτη, η αρμοδιότητα των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων διαμορφώνεται υβριδικά, τόσο λειτουργική όσο και υλική (βλ. άρθρ. 18 παρ. 2 ΚΠολΔ) και τώρα υφίσταται νομοθετικό κενό για την εφαρμογή του μηχανισμού της παραπομπής σε περίπτωση π.χ. που το Μονομελές Εφετείο διαπιστώσει ότι λόγω της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς η υπόθεση ανήκει στην υλική αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Δεν υπάρχει, όμως, λόγος να απορρίπτονται εφέσεις σε αυτές τις περιπτώσεις, ενώ μπορεί να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός της παραπομπής.
Για την εφαρμογή της παρ. 6 απαιτείται, για λόγους σαφήνειας, η πρόβλεψη ρύθμισης μεταβατικού δικονομικού δικαίου, ώστε να διευκρινιστεί αν καταλαμβάνονται και εκκρεμείς υποθέσεις των οποίων η συζήτηση έχει ματαιωθεί προ της έναρξης ισχύος του Νόμου (βλ. την ανάλογη ρύθμιση αναφορικά με το άρθρ. 260 ΚΠολΔ που περιεχόταν στο Ν. 4842/2021).
Β) Επί του άρθρου 45 του Σχεδίου: είμαι σύμφωνος με την διαμόρφωση της προθεσμίας άσκησης πρόσθετων λόγων ως προθεσμίας ενέργειας. Ωστόσο, για να αποφευχθούν οι «παραφωνίες» του ισχύοντος δικαίου, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι η συζήτηση των πρόσθετων λόγων προσδιορίζεται υποχρεωτικά κατά τη δικάσιμο συζήτησης της έφεσης. Ακόμα, δεν ορίζεται στην προτεινόμενη ρύθμιση η προθεσμία επίδοσης του δικογράφου των πρόσθετων λόγων. Παραμένει προπαρασκευαστική; Πρέπει να διευκρινιστεί.
Γ) Επί του άρθρου 46 του Σχεδίου: ως έχει η δομή του άρθρου εμφανίζεται αξιοσημείωτη εσωτερική αντίφαση. Διότι ενώ στην παρ. 1 ορίζεται ότι η αντέφεση ασκείται ακόμα και μετά την εκπνοή της προθεσμίας της έφεσης, με την παρ. 2 ο εφεσίβλητος υποχρεούται να ασκήσει αντέφεση εντός 30 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας επίδοσης της έφεσης. Όμως, σε αυτό το χρονικό σημείο, ναι μεν θα έχει σίγουρα παρέλθει η γνήσια προθεσμία άσκησης της έφεσης (που εκκίνησε με την επίδοση της απόφασης), αλλά δεν αποκλείεται να «τρέχει» ακόμα η ενιαύσια καταχρηστική. Προς αποφυγή αυτής της παράδοξης αντίφασης, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι «Ο εφεσίβλητος μπορεί, αφού παρέλθει η προθεσμία της έφεσης σύμφωνα με το άρθρο 518 ΚΠολΔ, να ασκήσει αντέφεση…».
Δ) Επί του άρθρου 47 του Σχεδίου: η δομή του άρθρ. 237 έχει αλλάξει σημαντικά και οι επιμέρους παράγραφοι έχουν αναριθμηθεί. Στο προτεινόμενο άρθρ. 524 γίνεται παραπομπή στο -καταργούμενο- άρθρ. 237 του προϊσχύοντος δικαίου. Πρέπει να επικαιροποιηθεί η εσωτερική παραπομπή, διότι θα δημιουργηθούν ανυπέρβλητα προβλήματα στην πράξη (πχ ως προς την λειτουργική εξουσία του Δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να εκδώσει διάταξη). Ακόμα, γίνεται παραπομπή και στο αναθεωρημένο άρθρ. 307. Τούτο σημαίνει ότι οι προθεσμίες έκδοσης απόφασης ισχύουν και για το δευτεροβάθμιο δικαστήριο; Να διευκρινιστεί.
Ε) Επί του άρθρου 50 του Σχεδίου: ισχύουν τα ίδια σχόλια με εκείνα υπό το άρθρ. 45 του Σχεδίου (βλ. ανωτέρω).
ΣΤ) Επί του άρθρου 51 του Σχεδίου: ισχύουν τα ίδια σχόλια με εκείνα υπό το άρθρ. 47 του Σχεδίου (βλ. ανωτέρω).
Ζ) Επί του άρθρου 52 του Σχεδίου: ποιο το νόημα της αυτεπάγγελτης λήψης υπόψη λόγου αναίρεσης από Τμήμα του ΑΠ, αν τούτο μπορεί να γίνει μόνο εφόσον το προτείνει ο εισηγητής Αρεοπαγίτης στην έκθεσή του; Αν, δηλαδή, ο εισηγητής παραβλέψει την ύπαρξη αυτεπάγγελτα εξεταζόμενου λόγου, τον οποίο, όμως, εντοπίσει άλλο μέλος της σύνθεσης, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση θα παραμένει στο απυρόβλητο (ιδίως επί παραβίασης ουσιαστικού κανόνα δικαίου); Με την προτεινόμενη ρύθμιση μια σημαντική εξουσία του Τμήματος (που αν και σε ευάριθμες περιπτώσεις, έχει ασκηθεί στο παρελθόν) απεμπολείται ουσιαστικά, διότι τίθεται υπό τη προϋπόθεση της πρότασης του εισηγητή. Έχουμε δε και την εξής παραδοξότητα: ενώ η εισηγητική έκθεση per se δεν είναι δεσμευτική (βλ. προτεινόμενο άρθρ. 571), η πρόταση ή μη του εισηγητή για την αυτεπάγγελτη εξέταση λόγου αναίρεσης είναι τέτοιας φύσης. Να μην περιληφθεί η εν λόγω τροποποίηση στο σχέδιο Νόμου που θα κατατεθεί στην Βουλή.
Η) Επί του άρθρου 54 του Σχεδίου: αφήνοντας κατά μέρος την φιλοσοφία της διάταξης (που δεν με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο) και πιθανά ζητήματα συνταγματικότητας της απαγγελλόμενης κύρωσης, θα περιοριστώ σε νομοτεχνικά και πρακτικά -θεωρώ- σχόλια. Πρώτον, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η ουσιώδης υπέρβαση κρίνεται κατά περίπτωση. Άλλη περίπτωση μια απόφαση με πολλά κεφαλαία δίκης, πολλούς ομοδίκους ή σύνθετα νομικά ζητήματα και άλλη όπου οι παραπάνω συνθήκες δεν συντρέχουν. Δεύτερον, στα μη συμπεριλαμβανόμενα στοιχεία πρέπει να περιληφθεί και το αίτημα για αναίρεση, αλλά και το αίτημα για την ουσία της υπόθεσης. Τρίτον, θα πρέπει να προβλεφθεί ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (έως 3 ημέρες) προ της έκδοσης της πράξης του Προέδρου, ούτως ώστε ο πληρεξούσιος δικηγόρος να τοποθετηθεί εγγράφως επί της ουσιώδους υπέρβασης. Τέταρτον, η Πράξη πρέπει να υποδεικνύει τους λόγους αναίρεσης όπου πρέπει να περιοριστεί η έκταση του δικογράφου και να μην αναφέρεται γενικά σε περιορισμό. Πέμπτον, καλό θα ήταν να προβλεφθεί ένας grosso modo προέλεγχος πριν εκδοθεί η Πράξη ή να μετατεθεί η έκδοση της σε στάδιο μετά την εισηγητική έκθεση• είναι αλυσιτελές να περιοριστεί ένας απαράδεκτος ή προφανώς αβάσιμος λόγος αναίρεσης. Έκτον, πρέπει να προβλεφτεί ότι ο περιορισμός των σελίδων των προτάσεων και των υπομνημάτων δεν ισχύει όταν ο Άρειος Πάγος εκδικάζει την ουσία της διαφοράς. Έβδομον, πρέπει να προβλεφθεί απαγόρευση προσθήκης νέων λόγων αναίρεσης κατά τον περιορισμό του δικογράφου, παρά μόνο αν μπορούν να αντιμετωπιστούν ως πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης. Όγδοον, πρέπει να προβλεφθεί επιβεβαίωση της λήψης του προσαρμοσμένου δικογράφου από τον αναιρεσίβλητο, ώστε να το αντικρούσει με τις προτάσεις ή το υπόμνημα του. Ένατον, καίτοι φαντάζει αυτονόητο, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι η διαδικασία προσαρμογής θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί, σε κάθε περίπτωση, πριν την κατάθεση προτάσεων, αλλά και τη μελέτη της υπόθεσης από τον εισηγητή, κατά την προτεινόμενη παρ. 1 του άρθρ. 571 ΚΠολΔ. Δέκατο, η κύρωση της μη λήψης υπόψη των ισχυρισμών ή λόγων των πλεονάζουσων σελίδων ελέγχεται ως μη συμβατή με το άρθρ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος και προτείνεται να αντικατασταθεί με χρηματική ποινή υπέρ του Δημοσίου, στο πλαίσιο ποινών τάξης του άρθρ. 205 ΚΠολΔ.
Εξάλλου, η παρ. 2 του άρθρ. 566 πρέπει αναγκαστικά να καταργηθεί ενόψει της προτεινόμενης αλλαγής του άρθρ. 495 παρ. 1 ΚΠολΔ. Εφόσον πλέον το αναιρετήριο κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, η ρύθμιση στερείται παντελώς νοήματος κανονιστικής ύπαρξης.
Θ) Επί του άρθρου 57 του Σχεδίου: στην προτεινόμενη διάταξη πρέπει να επέλθουν οι ακόλουθες προσθήκες/βελτιώσεις: (α) να οριστεί χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας των 20 ημερών (εκκινεί από τη χρέωση ή την ολοκλήρωση της μελέτης), (β) η έκδοση της διάταξης διαμορφώνεται ως ex parte και in camera διαδικασία· όμως, λόγω των σημαντικών συνεπειών για τον αναιρεσείοντα (ματαίωση συζήτησης, υψηλό παράβολο ώστε να συζητηθεί η υπόθεση), είναι συνταγματικά επιβεβλημένο να παρασχεθεί δικαίωμα ακρόασης στον αναιρεσείοντα προ της έκδοσης της διάταξης, έστω και εγγράφως, με σύντομο υπόμνημα και μέσα σε σύντομη προθεσμία. Ο αναιρεσείων πρέπει να ακουστεί και να μην είναι παθητικός θεατής μιας διαδικασίας με δυσμενείς δικονομικές και οικονομικές συνέπειες για τον ίδιο, (γ) πρέπει να διασφαλιστεί, με την προσθήκη της φράσης «εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών και πάντως πριν από την ημερομηνία που έχει οριστεί η αρχική συζήτηση της υπόθεσης» στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 ότι η διάταξη θα έχει εκδοθεί ως το παραπάνω χρονικό σημείο, (δ) να διευκρινιστεί αν η διάταξη απορριπτική ή μη είναι αιτιολογημένη ή απλή, (ε) και η απορριπτική της πρότασης του εισηγητή διάταξη πρέπει να κοινοποιείται στον αναιρεσείοντα, ενώ πρέπει να υπάρξει μέριμνα έστω και για μια απλή, έστω, ηλεκτρονική κοινοποίηση της διάταξης και στον ανειρεσίβλητο, ώστε να έχει εικόνα της διαδικασίας, (στ) να διευκρινιστεί ότι η επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της διάταξης γίνεται με επιμέλεια της γραμματείας του Αρείου Πάγου, (ζ) να αποσαφηνιστεί αν η διαδικασία προελέγχου του άρθρ. 571 εφαρμόζεται και στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, (η) τι γίνεται στη περίπτωση των αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενων λόγων αναίρεσης, αν όλοι οι λόγοι του δικογράφου είναι απαράδεκτοι ή πρόδηλα αβάσιμοι; Θα ματαιώνεται και τότε η συζήτηση; Πρέπει να υπάρξει νομοθετική ρύθμιση του ζητήματος, (θ) το ύψος των ειδικών παραβόλων που προβλέπονται στην προτεινόμενη παρ. 2 είναι δυσανάλογα υψηλό και περιστέλλεται σημαντικά το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του αναιρεσείοντα. Πρέπει να επανεξεταστεί το ύψος τους ή να αντικατασταθούν με ποινές τάξης. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να οριστεί ότι το παράβολο μπορεί να κατατεθεί το αργότερο ως και τη συζήτηση της υπόθεσης, ώστε να υπάρχει χρόνος εύρεσης των αναγκαίων κεφαλαίων για την εξόφλησή του, (ι) σε περίπτωση ματαίωσης της συζήτησης μετά την έκδοση της διάταξης, ποια η μοίρα τυχόν ασκηθεισών πρόσθετων παρεμβάσεων; Πρέπει να υπάρξει νομοθετική μέριμνα προς αποφυγή προβλημάτων στην εφαρμογή της διάταξης, (κ) στην προτεινόμενη παρ. 4 πρέπει να διευκρινιστεί ότι το παράβολο δεν επιστρέφεται όταν απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης για τους ίδιους, ακριβώς, λόγους που επισημάνθηκαν στη διάταξη (αν π.χ. με τη διάταξη θεωρηθεί απαράδεκτος ο μοναδικός λόγος, αλλά το Τμήμα του ΑΠ κρίνει τον λόγο παραδεκτό μεν, αβάσιμο δε, το παράβολο θα πρέπει να επιστραφεί), (λ) στην ίδια προτεινόμενη παράγραφο πρέπει να διευκρινιστεί ότι εφόσον η αίτηση αναίρεσης λογιστεί σε αυτή τη περίπτωση μη ασκηθείσα, αφενός το αμετάκλητο της προσβαλλόμενης απόφασης ανατρέχει στο χρόνο κατάθεσης του δικογράφου στον Άρειο Πάγο και αφετέρου, ότι εισάγεται εξαίρεση από την απαγόρευση του άρθρ. 555 ΚΠολΔ και επιτρέπεται δεύτερη αναίρεση, με την οποία θα θεραπεύονται ελαττώματα παραδεκτού που επισημάνθηκαν στη διάταξη, εφόσον υπάρχει ακόμα προθεσμία για την άσκησή της, (μ) πώς θα συγκροτείται ο δικαστικός σχηματισμός σε συμβούλιο από δύο Αρεοπαγίτες, οι οποίοι «δεν μετέχουν των πολιτικών τμημάτων του Αρείου Πάγου», άρα, εξ αντιδιαστολής, μετέχουν των ποινικών; Θα διαθέτουν επαρκή εμπειρία ώστε να κρίνουν -ενίοτε δεσμευτικά, αν δεν υποβληθεί αίτηση για να προχωρήσει η συζήτηση της υπόθεσης ή είναι απαράδεκτη- το παραδεκτό και βάσιμο πολιτικών αιτήσεων αναίρεσης και των λόγων τους;
Άρα για όσους ζουν σε πόλη που δεν είναι εφετειακή έδρα οι προθεσμίες των ενδίκων μέσων μικραίνουν εν τοις πράγμασι. Οι δικηγόροι με έδρα σε Εφετείο αποκτούν αθέμιτο προβάδισμα.
η αλλαγή του τόπου-δικαστηρίου κατάθεσης ενδίκων μέσων δημιουργεί επιπλέον προβλήματα στην πράξη ! => απαράδεκτη ρύθμιση !
Στο άρθρο 47 του σχεδίου νόμου, αναφορικά με το άρθρο 524 ΚΠολΔ, οι αναφερόμενες «παρ. 10 έως 13 του άρθρου 237 ΚΠολΔ» καταργούνται με το άρθρο 28 του σχεδίου νόμου.