• Σχόλιο του χρήστη 'Γιώργος Λαζαρίδης, Πρόεδρος Πρωτοδικών' | 2 Ιουλίου 2025, 11:51

    1. Με το άρ. 10 του Σχεδίου Νόμου τροποποιείται το άρ. 67 του ΚΠολΔ, ήτοι διάταξη που παραδοσιακά αφορά στην ικανότητα δικαστικής παράστασης και στη συμπλήρωση των σχετικών με αυτήν ελλείψεων. Αντί της έκδοσης αναβλητικής απόφασης αναφορικά με την πρόοδος της δίκης, προς τον σκοπό συμπλήρωσης των ελλείψεων φαίνεται πως προκρίνεται το να τίθεται μια προθεσμία από το Δικαστήριο προς συμπλήρωση των ελλείψεων, «εφόσον (οι ελλείψεις) μπορούν να συμπληρωθούν». Αν, μάλιστα, παρέλθει άπρακτη η προθεσμία, που θα τεθεί, ορίζεται ότι «οι σχετικές υποθέσεις δικάζονται ερήμην». Άπαντα δε τα ανωτέρω, γίνονται, όπως ορίζεται στην προτεινόμενη διάταξη, «..με την επιφύλαξη των άρ. 227 και 237 ΚΠολΔ…» i. Κατ’ αρχάς δημιουργείται η απορία αν υπάρχει κάποια διαφορά μεταξύ της τυπικής παράλειψης, που μέχρι σήμερα συμπληρώνεται με ειδοποίηση του Δικαστηρίου, κατά τα οριζόμενα στο άρ. 227 ΚΠολΔ, και της συμπλήρωσης, που γίνεται με την ειδοποίηση του Δικαστηρίου κατά την προκείμενη διάταξη, ώστε να έχει νόημα η αναφορά της επιφύλαξης του άρ. 227 ΚΠολΔ. Αν, τελικά, οι σχετικές ελλείψεις μπορούν να συμπληρωθούν με μια ειδοποίηση, τότε κατά βούληση του νομοθέτη, οι σχετικές ελλείψεις μπορούν να λογισθούν ως τυπικές και αρκεί η εφαρμογή του άρ. 227 ΚΠολΔ. Το ποιο είναι το ρυθμιστικό περιεχόμενο, βέβαια, του νέου άρ. 227 ΚΠολΔ και αν πρέπει τότε να εκδίδεται κάθε φορά Διάταξη του Δικαστή για τη συμπλήρωση της έλλειψης, δημιουργεί αμηχανία για άλλους λόγους, ο σχετικός προβληματισμός, όμως, εκτίθεται σε ιδιαίτερο σχόλιο στην οικεία θέση. Σε κάθε περίπτωση από τη δομή της διάταξης με ειδοποίηση στο mail του πληρεξουσίου δικηγόρου δεν φαίνεται να συνάδει με την έκδοση «Διάταξης», αλλά με παραδοσιακή ειδοποίηση. Ποιο το νόημα τότε της επιφύλαξης του άρ. 227 ΚΠολΔ ; ii. Δεδομένου ότι στη διάταξη του άρ. 237 ΚΠολΔ δεν γίνεται αναφορά στα ζητήματα του άρ. 67 ΚΠολΔ, εγείρεται το ερώτημα, μήπως καλύπτονται τα ζητήματα από το γεγονός ότι οι τυχόν ελλείψεις καθιστούν πχ την αγωγή απαράδεκτη. Το αν τούτο συμβαίνει ή όχι είναι κρίσιμο, αφού στο άρ. 237 ΚΠολΔ για τα σχετικά ζητήματα φαίνεται πως προκρίνεται η λύση της έκδοσης Διάταξης, με τα λοιπά σχετικά που εκτίθενται στη διάταξη. Τελικώς, οι ελλείψεις του άρ. 67 ΚΠολΔ, στην τακτική διαδικασία αντιμετωπίζονται κατ’ άρ. 237 παρ. 3 ΚΠολΔ, ενώ στις λοιπές περιπτώσεις αντιμετωπίζονται κατ’ άρ. 67 ΚΠολΔ (σε συνδ. ενδεχομένως και με το άρ. 227 ΚΠολΔ) ή όχι ; iii. Αν για τη δικαστική εκπροσώπηση ή για ένα ζήτημα νομιμοποίησης πρέπει να διεξαχθεί μια άλλη δίκη (πχ περί διορισμού προσωρινής διοίκησης στην ΑΕ ή περί διορισμού ειδικού εκπροσώπου κλπ.), η οποία θα διαρκέσει, αυτά λογίζονται ότι δεν είναι παραλείψεις που μπορούν να συμπληρωθούν ; Αυτό προκύπτει να είναι το λογικό, δεδομένου ότι σε διαφορετική περίπτωση, η δικογραφία θα εκκρεμεί εις χείρας του Δικαστή μέχρι την ολοκλήρωση της έτερης δίκης (πχ ορισμού ειδικού εκπροσώπου) με τις γνωστές συνέπειες, που συνίστανται ότι πάσα καθυστέρηση, αναγόμενη σε οιονδήποτε λόγο, καταλογίζεται στον Δικαστή ως ευθύνη του επί καθυστερήσει. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δηλαδή, αντί της προώθησης της διαδικασίας, έστω με την έκδοση αναβλητικής απόφασης, προκρίνεται ως αποτελεσματικότερη η απόρριψη της αγωγής ή της αίτησης ή της ανακοπής κλπ. ; iv. Τι εννοείται με τη διάταξη, όταν ορίζεται, ότι επί μη συμπλήρωσης της έλλειψης ο διάδικος δικάζεται ερήμην ; Εδώ πρόκειται για διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, αναγόμενη στο στάδιο του παραδεκτού, κατά το παλαιόθεν διδασκόμενα. Πώς θα δικαστεί (επί της ουσίας) ερήμην, ο διάδικος, στο πλαίσιο της νόμιμης εκπροσώπησης ή της ικανότητας δικαστικής παράστασης του οποίου, υπάρχει ζήτημα και δη έλλειψη που δεν συμπληρώθηκε ; Τα σχετικά ένδικα βοηθήματα μέχρι σήμερα απορρίπτονται ως απαράδεκτα. Υπάρχει εδώ κάποια μεταβολή ή κάποια εσφαλμένη κατανόηση ; Δεν είναι εδώ ζήτημα περί την ικανότητα του δικολογείν. Δεν είναι ζήτημα περί την πληρεξουσιότητα του δικηγόρου, ώστε να εγείρεται ζήτημα ερημοδικίας, επί μη συμπλήρωσης της έλλειψης. Είναι ζήτημα, που αφορά στο παραδεκτό. Η αγωγή τελικά θα πρέπει να δικαστεί ερήμην ή να απορριφθεί ως απαράδεκτη ; 2. Αναφορικά με την πληρεξουσιότητα στο άρ. 11 του Σχεδίου Νόμου, ας επιτραπεί η ίδια απορία ως προς το νόημα της φράσης «με την επιφύλαξη των άρ. 227 και 237 ΚΠολΔ», που εγένετο, μεταξύ άλλων, και στο πλαίσιο του άρ. 10 του Σχεδίου Νόμου. Μέχρι σήμερα, όπως είχε αποκρυσταλλωθεί μάλλον το ζήτημα μετά από τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις, στη μεν τακτική διαδικασία τα ζητήματα, που ανάγονταν στην έλλειψη πληρεξουσιότητας, αντιμετωπίζονταν ως είδος τυπικής παράλειψης κατά τη διάταξη του άρ. 237 παρ. 1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ, ως μέχρι σήμερα ισχύει, στις δε λοιπές περιπτώσεις, μέσω της έκδοσης αναβλητικής απόφασης κατά το άρ. 105 ΚΠολΔ, δυισμός, που πράγματι δεν ήταν λογικός, αφού πρόκειται για το αυτό ρυθμιστέο ζήτημα. Παρεμπιπτόντως το αυτό ζήτημα τίθετο ως προς το δικαστικό ένσημο, όπου μετά και τα νομολογηθέντα από τον ΑΠ, η έλλειψή του στη μεν τακτική διαδικασία οδηγούσε το δίχως άλλο σε ερημοδικία, στις δε λοιπές διαδικασίες εξακολουθούσε να αντιμετωπίζεται ως τυπική παράλειψη, διαφοροποίηση που εν πολλοίς δεν φαίνεται και να διορθώνεται με το σχέδιο νόμου. Τι πρόκειται, συνεπώς, να ισχύσει ως προς την πληρεξουσιότητα ; i. Η επιφύλαξη ως προς το άρ. 237 ΚΠολΔ δεν είναι κατανοητή, στο μέτρο που ειδικότερη διάταξη για το ζήτημα της πληρεξουσιότητας του δικηγόρου δεν διαλαμβάνεται εκεί, κατά δε τα λοιπά, δεν θα ήταν και δυνατό να προηγείται η έκδοση διάταξης επί μιας αγωγής για τον χαρακτηρισμό της ως απαράδεκτης κλπ. (κατά τα πλέον οριζόμενα στο νέο αρ. 237 ΚΠολΔ), τη στιγμή, που δεν έχει ακόμα επιλυθεί το ζήτημα της πληρεξουσιότητας. Και τέλος το νόημα της φράσης «Με την επιφύλαξη του άρ. 227 ΚΠολΔ» είναι εν τέλει ποιο ; Ότι αποτελεί τυπική έλλειψη η κατ’ αρχήν έλλειψη πληρεξουσιότητας ; Γιατί τότε αρκεί η αναφορά ότι για τη συμπλήρωση της σχετικής έλλειψης εφαρμόζεται η διάταξη του άρ. 227 ΚΠολΔ και δεν έχει νόημα η επιφύλαξη. Βέβαια δυσχέρειες προκαλεί πλέον και η κατανόηση της διάταξης του άρ. 227 ΚΠολΔ, αλλά αυτό σχολιάζεται στον οικείο τόπο. Θα εκδίδεται διάταξη για τη συμπλήρωση της πληρεξουσιότητας ; Εν πάση περιπτώσει, αν το νόημα της διάταξης, όπως διαφαίνεται, είναι ότι οι ελλείψεις ως προς την πληρεξουσιότητα αντιμετωπίζονται με κλήση του διαδίκου ή του παραστάντος δικηγόρου να συμπληρώσει την έλλειψη εντός συγκεκριμένης προθεσμίας ανεξαρτήτως διαδικασίας (τακτικής ή ειδικής), τότε αρκεί μια απλούστερη διατύπωση, στην οποία απλώς θα πρέπει να διευκρινίζεται το πότε είναι το απώτατο χρονικό σημείο, μέχρι το οποίο μπορεί αυτό να συμβεί, στη νέα λαβυρινθώδη και όλως γραφειοκρατική τακτική διαδικασία. 3. Η μεταφορά επιπλέον ύλης εκ των εφέσεων στα Πολυμελή Πρωτοδικεία κατά τρόπο διευρυμένο και δη επί αιτήματος μέχρι του ποσού των 80.000,00 ευρώ και, μάλιστα, σε συνάρτηση με τη διατήρηση του άρ. 560 ΚΠολΔ αναλλοίωτου, ήτοι με διατήρηση του περιορισμένου αναιρετικού ελέγχου, είναι προβληματική. i. Δεν πρόκειται για διαφορές πλέον ήσσονος οικονομικού αντικειμένου, ώστε να αποκλείεται ο αναιρετικός έλεγχος. ii. Η ενασχόληση πολυμελούς συνθέσεως για μία έφεση επιφέρει επιβάρυνση στον ούτως ή άλλως ασφυκτικά επιβαρυμένο πρώτο βαθμό. iii. Ο Πρόεδρος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου πλέον θα είναι Δικαστής, που δεν θα έχει ο ίδιος δικάσει προηγουμένως εφέσεις ως Δικαστής σε μονομελή σχηματισμό. Παρά την ελλιπή εμπειρία του, όμως, ως προς τα τεχνικά ζητήματα της έφεσης, θα πρέπει ευθύς εξ αρχής να εποπτεύσει ένα ολόκληρο τμήμα, παρέχοντας καθοδήγηση επί των οικείων ζητημάτων στα λοιπά μέλη της σύνθεσης για υποθέσεις που δεν μπορούν πλέον να λογισθούν ως ήσσονος οικονομικού αντικειμένου. Αυτό σε κάποιο μέτρο ακυρώνει την αξία της Πολυμελούς σύνθεσης. Ή θα πρέπει, συνεπώς, να μεταβληθεί και η διάταξη του άρ. 560 ΚΠολΔ ή το όριο να κατέλθει και η ύλη του Πολυμελούς Πρωτοδικείο ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου να περιοριστεί έναντι του προτεινόμενου ποσού των 80.000,00 ευρώ (ή 1.000 ευρώ στις οικείς διαφορές) κλπ..