• Σχόλιο του χρήστη 'ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ' | 10 Ιουλίου 2025, 07:27

    Άρθρο 18παρ.2 ΚΠολΔ (αρθ.4 ΣχΝ): Αρμοδιότητα Πολυμελούς Πρωτοδικείου εφέσεων Με τη νέα διάταξη αλλάζει η πρόσφατα θεσμοθετημένη καθ΄ ύλην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων στον πρώτο και δεύτερο βαθμό. Ως προς το ζήτημα της συνολικής διαστρωμάτωσης της αστικής ύλης, η θέση της Ένωσης, που εκφράστηκε και ενόψει του νόμου ν.5134/2024, αλλά και στα πλαίσια της λειτουργίας της συσταθείσας επιτροπής επεξεργασίας των αλλαγών στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ήταν ότι ενόψει της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, είναι ευκαιρία να δημιουργηθεί στο ελληνικό δικονομικό σύστημα μία σαφής πυραμιδοειδής διαστρωμάτωση. Ως εκ τούτου ιδανικά οι υποθέσεις θα δικάζονταν σε πρώτο βαθμό αποκλειστικά από τα πρωτοδικεία, σε δεύτερο βαθμό αποκλειστικά από τα εφετεία και ο αναιρετικός έλεγχος από τον Άρειο Πάγο. Στα πλαίσια της υλοποίησης της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, επισημάνθηκε έγκαιρα, ότι προκειμένου να λάβει χώρα αυτή ομαλά, θα πρέπει να συνοδευθεί από σημαντικό αριθμό αύξησης οργανικών θέσεων εφετών, καθώς πολύ σύντομα θα πρέπει οι περίπου 400 εφέτες να υποδεχθούν το σύνολο της δικαστικής «παραγωγής» του ενοποιημένου πρώτου βαθμού που πλησιάζει τους 2.000 δικαστές πρώτου βαθμού. Ήδη το υπάρχον όριο των 30.000 ευρώ το είχαμε σχολιάσει ενόψει της ψήφισης του ν. 5134/2024, ως έναν μεταβατικό λογικό προσωρινό συμβιβασμό, στην κατεύθυνση της τελικής του απάλειψης. Η τωρινή πρόταση όμως κινείται σε εντελώς εσφαλμένη κατεύθυνση, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο την ύλη του Πρωτοδικείου αφού αυξάνει το όριο της αρμοδιότητάς του από τις 30.000 ευρώ στις 80.000 ευρώ και σε συνδυασμό με την σχεδιαζόμενη μείωση της προθεσμίας άσκησης έφεσης από τα δύο έτη στο ένα, αναμένεται να αποτελέσει πηγή υπερχρέωσης και καθυστερήσεων. Η επιλογή αυτή, παρά την προσωρινή ελάφρυνση που προκαλεί στο εφετείο, σε βάρος του πολυμελούς πρωτοδικείου, α) ανατρέπει την κανονικότητα που είναι το κατ΄ έφεση δικαστήριο να συντίθεται από ιεραρχικά ανώτερους δικαστές σε σχέση με το πρωτοβάθμιο, αξιοποιώντας την εμπειρία τους, β) θα προκαλέσει σημαντικά λειτουργικά προβλήματα στις συνθέσεις των νέων πολυμελών πρωτοδικείων, ιδίως των επαρχιακών, αφού οι πολυμελείς συνθέσεις του ίδιου δικαστηρίου, θα καλούνται να δικάζουν τις πρωτόδικες αποφάσεις των ομόβαθμων πια συναδέλφων τους, γ) ενόψει του γεγονότος ότι το ύψος του ορίου απαιτήσεων (80.000 ευρώ) αφορά πολύ μεγάλο ποσοστό της δικαστικής ύλης, το οποίο αφαιρείται από τα εφετεία, καθιστά τα τελευταία ένα σχηματισμό προσανατολισμένο κυρίως στην εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων, εξέλιξη προβληματική δοθέντος ότι το εφετείο αποτελεί εκείνο το τμήμα του Σώματος που θα αποτελέσει τη δεξαμενή των δικαστών που θα στελεχώσουν τον Άρειο Πάγο και δ) περιορίζεται δραστικά το εύρος των λόγων αναίρεσης, λόγω των περιορισμών του άρθρου 560 ΚΠολΔ, σε ένα τεράστιο εύρος υποθέσεων, καθώς οι απαιτήσεις ύψους 80.000 ευρώ, κάθε άλλο παρά μικρές και επουσιώδεις θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν λαμβάνοντας υπόψιν και τις παρούσες οικονομικές συνθήκες. Μέχρι τη θέσπιση των αναγκαίων τουλάχιστον 200 νέων οργανικών θέσεων εφετών, θα πρέπει η ύλη του Εφετείου να παραμείνει ανάλογη με τον αριθμό των υπηρετούντων σε αυτά δικαστών. Επομένως φρονούμε ότι η αρμοδιότητα ως προς τις εφέσεις κατά αποφάσεων Μονομελούς Πρωτοδικείου θα πρέπει να παραμείνει στα σημερινά επίπεδα, ήτοι όταν η αξία της διαφοράς δεν υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ, ή όταν το μίσθωμα της μισθωτικής διαφοράς δεν υπερβαίνει τα 800 ευρώ ή στις ειδικές περιπτώσεις των άρθρων 14 ως 24 του άρθρου 16. Άρθρο 144 ΚΠολΔ (αρθ. 22 ΣχΝ): Δεσμευτικότητα προθεσμιών για το δικαστήριο. Στο άρθρο 144 προστίθεται παρ. 4 ως εξής: «4. Οι προθεσμίες που αναφέρονται στον παρόντα Κώδικα, αν δεν ορίζεται άλλως, είναι αποκλειστικές και δεσμευτικές τόσο για τους διαδίκους όσο και για το δικαστήριο.». Με την ως άνω προσθήκη διάταξης επιχειρείται η δια νόμου παραβίαση του αυτοδιοίκητου των πολιτικών δικαστηρίων. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη διάταξη αυτή, οι προθεσμίες που θέτει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, θα πρέπει να αποκτούν ένα βαθμό υπέρτερης ισχύος, ώστε να ακυρώνονται δι΄ αυτών τα όσα ορίζονται στους κανονισμούς ως προς την οργάνωση της λειτουργίας του δικαστικού σχηματισμού και τον χρόνο προσδιορισμού της εκδίκασης των υποθέσεων, χωρίς να δύναται να ληφθούν οι υπόψιν οι λοιπές συνθήκες υπηρεσιακής οργάνωσης και στελέχωσης των δικαστικών σχηματισμών ή φαινόμενα υπερχρέωσης. Πλην όμως η αρμοδιότητα των δικαστηρίων να συντάσσουν Κανονισμούς έχει θεμέλιο την απορρέουσα από τις διατάξεις του Δευτέρου Κεφαλαίου του Συντάγματος «Οργάνωση και δικαιοδοσία των δικαστηρίων» (άρθρα 93-100), συνταγματική αρχή της ορθολογικής οργάνωσης και λειτουργίας των δικαστηρίων, σε συνδυασμό με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, με το οποίο θεσπίζεται το δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 19παρ.1 ν.4938/2022 «Με την επιφύλαξη του άρθρου 27, κάθε δικαστήριο ή εισαγγελία καταρτίζει κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, ο οποίος συμπληρώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, όταν επιβάλλεται από υπηρεσιακές ανάγκες», ενώ στην παράγραφο 5 προβλέπεται ότι α) Ο κανονισμός ορίζει ιδίως: αα) τα τμήματα των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, τον τρόπο συγκρότησής τους, το χρονικό διάστημα παραμονής των δικαστικών λειτουργών σε κάθε τμήμα και την κατανομή των υποθέσεων σε αυτά, αβ) τον αριθμό των δικασίμων και των υποθέσεων ανά δικάσιμο, αγ) ζητήματα που αφορούν στη χρέωση των υποθέσεων ανά δικαστικό λειτουργό από τον πρόεδρο του οικείου τμήματος και αδ) οποιοδήποτε ζήτημα ανάγεται στην εσωτερική οργάνωση των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών και στην εύρυθμη διεξαγωγή των εργασιών τους. Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι κανονισμοί αυτοί καταρτίζονται από την ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου, ενώπιον της οποίας έχουν δικαίωμα υποβολής προτάσεων η οικεία ένωση δικαστικών λειτουργών, ο γραμματέας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, ο δικηγορικός σύλλογος της έδρας του δικαστηρίου και η οικεία συνδικαλιστική οργάνωση των δικαστικών υπαλλήλων, και τελικά υποβάλλονται για έγκριση στην ολομέλεια του οικείου ανωτάτου δικαστηρίου. Η τελευταία ως εκ της θέσεώς της στην κορυφή της οικείας δικαιοδοσίας, είναι η μόνη αρμόδια, λαμβάνοντας υπόψη τις προτάσεις κάθε δικαστηρίου, να αποφασίσει τελικά για το περιεχόμενο των κανονισμών με κριτήρια την αποτελεσματική παροχή δικαστικής προστασίας και τη συνεκτικότητα των ρυθμίσεων στα επιμέρους δικαστήρια (βλ. ΟλΣτΕ 2/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Ακολούθως, η προτεινόμενη διάταξη είναι αντίθετη με τον πυρήνα του συνταγματικώς κατοχυρωμένου αυτοδιοίκητου χαρακτήρα της οργάνωσης των δικαστηρίων, στο βαθμό που περιορίζει –στα στενότερα όρια που διαγράφουν οι θεσπιζόμενες προθεσμίες του ΚΠολΔ - τη δυνατότητα εύρυθμης διαμόρφωσης της δικαστικής οργάνωσης, όπως αυτή διαγράφεται στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων. Πρόκειται για διάταξη που παραβιάζει ευθέως τις διατάξεις του Συντάγματος και ιδίως του άρθρου 93παρ.1 και επόμενα και πρέπει να απαλειφθεί.