• Σχόλιο του χρήστη 'Γιώργος Γραβιάς Δικηγόρος - Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής CIArb - Υπ. Διδάκτορας' | 6 Μαΐου 2010, 13:41

    Μια σημαντική, θεωρώ, παρατήρηση νομοτεχνικού αλλά και ουσιαστικού περιεχομένου: Στην αιτιολογική έκθεση του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου διαπιστώνεται ότι η εκ των προτέρων συμφωνία των μερών ότι οι μελλοντικές διαφορές τους θα λύνονται με Διαμεσολάβηση (που μπορεί να περιλαμβάνεται στις συμβάσεις) είναι μεν έγκυρη, αλλά θα πρέπει να επιβεβαιώνεται εκ νέου πριν από τη διεξαγωγή της Διαμεσολάβησης. Για το λόγο αυτό, δεν διατυπώνεται με σαφήνεια στο σχέδιο νόμου, όπως θα έπρεπε, ότι μπορεί να καταρτιστεί και έγγραφη «συμφωνία που αφορά μελλοντικές διαφορές», όπως γίνεται στο θεσμό της διαιτησίας με το άρθρο 868 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Όμως, αντίθετα, με το νέο νόμο θα πρέπει να ενθαρρύνονται οι ρήτρες Διαμεσολάβησης που θα αφορούν μελλοντικές διαφορές, αφού με αυτές αφενός μεν θα αναπτυχθεί και θα διαδοθεί ευκολότερα ο θεσμός, αφετέρου δε θα διευκολυνθούν οι συμβαλλόμενοι, ειδικά σε εμπορικές συμφωνίες, οι οποίοι θα γνωρίζουν εξαρχής –προτού δηλαδή εμπλακούν σε διένεξη, οπότε και οι «γέφυρες επικοινωνίας» πιθανόν να έχουν πλέον διακοπεί - ότι υπάρχει μεταξύ τους η λύση του διαλόγου και της συνδιαλλαγής, δηλαδή η λύση της Διαμεσολάβησης. Και βέβαια η ανάγκη επιβεβαίωσης της συμφωνίας πριν από την έναρξη της διαμεσολάβησης είναι ορθή, ιδίως ενόψει της αρχής της “voluntarity”, με βάση την οποία η Διαμεσολάβηση στηρίζεται στην αβίαστη θέληση των μερών, αφού ουδείς μπορεί να εξαναγκαστεί στη συμμετοχή του σε αυτή. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι η εκ των προτέρων συμφωνία των μερών ότι οι μελλοντικές διαφορές τους θα λύνονται με Διαμεσολάβηση στερείται έννομων συνεπειών. Ήδη από ετών στο Ηνωμένο Βασίλειο τα Δικαστήρια προσδίδουν δεσμευτικές έννομες συνέπειες σε τέτοιες συμφωνίες και αντιμετωπίζουν με διαφορετικό τρόπο ένα μέρος που έχει μεν συμφωνήσει εξαρχής στην υπαγωγή των μελλοντικών διαφορών στη Διαμεσολάβηση, αλλά, στη συνέχεια, υπαναχωρεί και παραβιάζει τη συμβατική του υποχρέωση επιδεικνύοντας κακόπιστη διάθεση. Τότε, σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, είτε διατάσσεται η αναμονή του Δικαστηρίου μέχρι να γίνει η προσπάθεια εξεύρεσης λύσης μέσω της Διαμεσολάβησης, είτε επιβάλλεται η –ιδιαίτερα δυσβάστακτη, ομολογουμένως- δικαστική δαπάνη σε βάρος του «κακόπιστου», δηλαδή εκείνου που αρνήθηκε να προσέλθει στη Διαμεσολάβηση και επέμεινε στην απευθείας διεξαγωγή της δίκης, τούτο δε ανεξάρτητα από τη νίκη ή ήττα του «κακόπιστου» μέρους (βλ. ενδεικτικά το διάλογο που ξεκίνησε με την απόφαση Cable_Wireless v IBM - http://www.cedr.co.uk/library/edr_law/Cable_Wireless_v_IBM - την οποία ακολούθησαν πολλές άλλες). Κατά συνέπεια, προτείνεται να περιληφθεί στο άρθρο 1 του σχεδίου νόμου και η πρόβλεψη ότι «η συμφωνία για διαμεσολάβηση που αφορά σε μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές», όπως δηλαδή προβλέπεται και στη διαιτησία (άρθρο 868 ΚΠολΔ), αφήνοντας στη συνέχεια να ρυθμιστούν οι έννομες συνέπειες της παραβίασης μιας τέτοιας συμφωνίας στην ελληνική νομολογία και νομική θεωρία.