• Σχόλιο του χρήστη 'Ιωάννης Βαλμαντώνης-Πρωτοδίκης' | 6 Μαΐου 2010, 19:55

    Καθήκον ενός σύγχρονου νομοθέτη είναι να μην προβαίνει σε αυταρχικές επιλογές, προκρίνοντας τα συμφέροντα ενός επαγγελματικού κλάδου σε βάρος άλλων. Η συγκεκριμένη νομοπαρασκευαστική επιτροπή υιοθετεί-αντιγράφει στην αιτιολογική της έκθεση τα επιχειρήματα υπέρ των δικηγόρων από τη μελέτη του Δικηγόρου Δ.Ν. Α. Άνθιμου, Εξωδικαστική επίλυση διαφορών Ελληνικό Δίκαιο και Κοινοτικές Εξελίξεις, Δ.Α.Ε.& Ε.Π.Ε. 1-9-2006, 408 επ., και ιδίως 411-412, αποσιωπώντας τις επιφυλάξεις του, κυρίως στο ότι σε υποθέσεις με χαμηλό οικονομικό αντικείμενο (όπως για παράδειγμα η οικογενειακή διαμεσολάβηση) η επιστράτευση ενός δικηγόρου διαμεσολαβητή μπορεί να αποβεί αποτρεπτική, καθώς και την συμπερασματική του πρόταση: «Ανεξάρτητα από οιεσδήποτε μυωπικές και συντεχνιακές προσεγγίσεις, φρονώ ότι ως καταλληλότερη λύση μπορεί να προκριθεί η διάπλαση μιας νέας τάξης, στην οποία θα δύνανται να εισαχθούν όλα τα μέλη των προαναφερόμενων επαγγελμάτων (συνταξιούχων δικαστών, δικηγόρων, συμβολαιογράφων , μη νομικών)…». Επίσης αυτή η προσέγγιση της επιτροπής έρχεται σε αντίθεση-αντίκειται: α) με το άρθρο 3 β της οδηγίας 2008/52/ΕΚ, η οποία αναφέρει: ως «διαμεσολαβητής» νοείται οιοσδήποτε τρίτος από τον οποίο ζητείται να αναλάβει διαμεσολάβηση με κατάλληλο, αποτελεσματικό και αμερόληπτο τρόπο, ανεξαρτήτως της ονομασίας ή του επαγγέλματός του στο αντίστοιχο κράτος μέλος. Δεν προάγουν το θεσμό της διαμεσολάβησης, αποκλεισμοί εκ των προτέρων επαγγελματικών κλάδων. Κανένα κράτος δεν διαθέτει τέτοιους περιορισμούς που πνίγουν αντί να προωθούν το θεσμό αυτό (Vincenzo Vigoriti, La Direttiva Europea sulla Mediation. Quale attuazione ?, www.judicium.it, αρ. 5 και σημ. 14), β) με τη διεθνή εμπειρία, αφού κατακρίνεται ότι ο δικηγόρος εκ του επαγγέλματός του δεν μπορεί να εγγυηθεί το αμερόληπτο και την ουδετερότητα ενός διαμεσολαβητή, καθόσον σκοπός του είναι να προασπίζει τα συμφέροντα των πελατών του. Για το λόγο αυτό, οι δικαστές ως διαμεσολαβητές έχουν καλύτερα αποτελέσματα από τους δικηγόρους (Έτσι και στη Γερμανία, όπως ανέφερε ο δικονομολόγος Burkhard Hess σε συνέδριο που διεξήχθη στην Αθήνα την 23-25/10/2009). Επίσης οι ψυχολόγοι έχουν εντυπωσιακά αποτελέσματα στην οικογενειακή διαμεσολάβηση, γ) με την ελληνική εμπειρία, καθόσον η ανάθεση άλλων εναλλακτικών τρόπων επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών στους δικηγόρους, όπως η διαιτησία και η συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, είχε μηδαμινά αποτελέσματα, δ) με μεγάλο μέρος της σύγχρονης αλλοδαπής βιβλιογραφίας,όπου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα σε δικηγόρους και μη δικηγόρους διαμεσολαβητές, αλλά ανάμεσα σε ικανούς και μη ικανούς διαμεσολαβητές. Το επάγγελμα του διαμεσολαβητή πρέπει να αξιολογείται με βάση την ικανότητα και αξιοπιστία του καθενός διαμεσολαβητή, ανεξάρτητα από το επαγγελματικό κλάδο που προέρχεται (Anil Xavier, “Lawyer Mediator, Non-lawyer Mediator-Who is Better?”, The Indian Arbitrator, July 2009). Θεωρώ ότι υπήρξε μια ώθηση από τη συγκεκριμένη επιτροπή που συγκροτείται μεν από αξιόλογα μέλη που έχουν ασχοληθεί με το θεσμό αλλά κυρίως από δικηγόρους, για προσφορά προσοδοφόρας εργασίας στο δικηγορικό κόσμο, αποκλείοντας εκ των προτέρων από το θεσμό της διαμεσολάβησης τους υπόλοιπους επαγγελματικούς κλάδους. (Για βιομηχανία των ADR, ομιλούν στην Αμερική γύρω από την οποία διακινούνται δισεκατομμύρια). Αυτό προκύπτει και από την υπερβολική αμοιβή του διαμεσολαβητή για τα ελληνικά δεδομένα (200 ευρώ και κατ’ ανώτατο όριο 24 ώρες), λαμβάνοντας υπόψη το χαμηλό κόστος της ελληνικής πολιτικής δίκης. Μην ξεχνάμε ότι ένα μέρος της επιτυχίας στα αγγλοσαξονικά συστήματα της διαμεσολάβησης οφείλεται στο ότι αποτελεί μια πιο οικονομική εναλλακτική λύση σε σύγκριση με τα υπερβολικά έξοδα που απαιτεί η αγγλοσαξονική πολική δίκη. Συμπερασματικά, πρόκειται για ένα μυωπικό και συντεχνιακό νομοσχέδιο που πνίγει το θεσμό της διαμεσολάβησης και αντίκειται και με την ίδια την οδηγία.