• Σχόλιο του χρήστη 'Σίμος Ι. Σαμαράς' | 7 Μαΐου 2010, 00:50

    Πράγματι η Οδηγία 2008/52/ΕΚ δεν καθιστά υποχρεωτική την κατάρτσιη και πιστοποίηση των διαμεσολαβητών. Ωστόσο, με την αιτιολογική της σκέψη αριθ. 17 και το άρθρο 4 § 2 θεσμοθετείται υποχρέωση των κρατών-μελών «να εξασφαλίζεται ότι η διαμεσολάβηση διεξάγεται με κατάλληλο, αποτελεσματικό και αμερόληπτο τρόπο έναντι των μερών». Στο πλαίσιο αυτό, αν ληφθεί υπόψη και ότι στη χώρα μας δεν ευδοκίμησε μέχρι τώρα ο θεσμός της διαιτησίας, πολλώ δε μάλλον της διαμεσολάβησης, θα ήταν σκόπιμο να περιληφθούν στο προσχέδιο νόμου ορισμένες βασικές ρυθμίσεις για την κατάρτιση, πιστοποίηση και δραστηριότητα των διαμεσολαβητών και να μην εναποτεθούν όλα αυτά τα ζητήματα σε ένα μελλοντικό φορέα που θα συσταθεί μόνο από ένα Δικηγορικό Σύλλογο, και ενν. ότι θα ελέγχεται από αυτόν κι όχι από όλους τους Δικηγορικούς Συλλόγους. Αρκεί να λάβει κανείς υπόψη για την κατανομή του νομοθετικού βάρους ότι η μόνιμη διαιτησία στο πλαίσιο των Δικηγορικών Συλλόγων ουδόλως ευόδωσε. Περαιτέρω, η διαμόρφωση του κανονιστικού πλαισίου της διαμεσολάβησης πρέπει, πέραν της οδηγίας, να βασιστεί στην εμπειρία από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις οποίες έχει ήδη αναπτυχθεί και να μην καταβληθεί προσπάθεια να καλλιεργηθεί εκ του μηδενός, ούτε να λάβει υπόψη χώρες που ελάχιστα γνωρίζουν το θεσμό και βρίσκεται εκεί στα πρώτα του βήματα. Λαμβάνοντας υπόψη τα κοινώς κρατούντα σε χώρες του εξωτερικού με ανεπτυγμένη τη διαμεσολάβηση, από τη στιγμή που επιλέγεται η κατάρτιση και πιστοποίηση των διαμεσολαβητών, δεν θα πρέπει να φέρουν την ιδιότητα του διαμεσολαβητή πρόσωπα χωρίς την απαιτούμενη κατάρτιση και πιστοποίηση. Για τους καταρτισθέντες ή πιστοποιηθέντες στο εξωτερικό αλλά εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης πλην Δανίας, δηλ. στη ζώνη εφαρμογής της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ισχύει και στη χώρα μας η πιστοποίησή τους, εφόσον χορηγήθηκε από φορέα που αναγνωρίζεται στη χώρα του ως φορέας παροχής πιστοποίησης, και συνεπάγεται γι’ αυτούς τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις που θα είχαναν δραστηριοποιούνταν στη χώρα πιστοποίησης. Κατά εύλογη συνέπεια, πρόσωπα που έχουν πιστοποιηθεί απλώς ως διαμεσολαβητές και όχι ως εκπαιδευτές διαμεσολαβητών – στις χώρες που απονέμεται τέτοια πιστοποίηση –, ή δεν φέρουν τα προσόντα εκπαιδευτή διαμεσολαβητών – όπου τυχόν δεν απαιτείται ιδιαίτερη πιστοποίηση αλλά ορισμένα προσόντα –, δεν θα πρέπει να επιτρέπεται να ασκούν στη χώρα μας καθήκοντα εκπαιδευτών. Θα πρέπει να ισχύει και το αντίστροφο αυτού που αναφέρθηκε για τους διαμεσολαβητές εξωτερικού: όσοι στη χώρα μας κληθούν να επιτελέσουν καθήκοντα εκπαιδευτών διαμεσολαβητών θα πρέπει να φέρουν τα απαιτούμενα προσόντα που αναγνωρίζονται σχε χώρες του εξωτερικού ή και ανάλογη πιστοποίηση. Έτσι θα αποφευχθεί το φαινόμενο πρόσωπα άσχετα με το χώρο της διαμεσολάβησης και ακατάλληλα για διαμεσολαβητές να αναλαμβάνουν, όχι απλώς ρόλο διαμεσολαβητών, αλλά των δασκάλων τους, μεταφέροντας περαιτέρω τις ελλείψεις τους και εμποδίζοντας ουσιαστικά την ευδοκίμηση του θεσμού με την παραγωγή ανικάνων. Οι προδιαγραφές που επικρατούν στις χώρες της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης με εμπειρία στη διαμεσολάβηση θα πρέπει να καθορισθούν για την ελάχιστη εκπαίδευση και μετεκπαίδευση των διαμεσολαβητών και των εκπαιδευτών τους. Όσον αφορά τις δεοντολογικές αρχές, από τη στιγμή που η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει εγκρίνει τον «Ευρωπαϊκό Κώδικα Δεοντολογίας για τους διαμεσολαβητές», θα μπορούσε αυτός να ισχύσει στη χώρα μας απαράλλαχτος και μόνο αν εντοπιστούν κενά ή ελλείψεις του, αυτός να υποβληθεί σε τροποποίηση. Συμπληρωματικά υπάρχει, εξάλλου, ήδη το καθεστώς που απορρέει από τα εγκλήματα της απιστίας δικηγόρου και της παράβασης επαγγελματικής εχεμύθειας (άρθρα 233 & 371 Ποινικού Κώδικα, αντίστοιχα). ΣΙΜΟΣ Ι. ΣΑΜΑΡΑΣ – Δικηγόρος Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών http://www.nomologio.wordpress.com