• Σχόλιο του χρήστη 'Γεώργιος Α. Κριμίζης' | 10 Μαρτίου 2014, 11:31

    ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟΝΟΜΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Γίνεται πολύς λόγος για τις καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης. Τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει ούτε με αύξηση του αριθμού των Δικαστών και των υπαλλήλων των Δικαστηρίων αν δεν αλλάξει η Πολιτική Δικονομία, ο νόμος δηλαδή που διέπει την πολιτική δίκη. Τα 38 έτη στην μαχόμενη δικηγορία με δίδαξαν ότι η ισχύουσα Πολιτική Δικονομία ευνοεί αποκλειστικά και μόνο τους απατεώνες, τους κακοπληρωτές και τους στρεψόδικους. Η σύνοψη της πρότασης που ακολουθεί και έχει ήδη αναρτηθεί στο σχετικό site του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, έχει σκοπό την επιτάχυνση της απονομής της Πολιτικής Δικαιοσύνης, την ισονομία μεταξύ των διαδίκων, την εξάλειψη του αιφνιδιασμού, την εξάλειψη παρελκυστικών και στρεψόδικων συμπεριφορών από παράγοντες της δίκης, τον περιορισμό του κόστους της απονομής της και την δίκαιη και ανάλογη συμμετοχή των διαδίκων στο κόστος απονομής της δικαιοσύνης στο μέτρο που και μόνον η κατάθεση και κοινοποίηση αγωγής αποτελεί μέτρο πίεσης για την ικανοποίηση των ενδίκων απαιτήσεων του ενάγοντος. Όπως άλλωστε έχει πει διαπρεπής καθηγητής του δικαίου «Το αντίδικό σου εσύ τον διάλεξες». Είναι αυτονόητο ότι η πρόταση περιγράφει την ιδέα και τις αρχές και απαιτεί περαιτέρω επεξεργασία σε επίπεδο ειδικής προς τούτο επιτροπής ώστε να προσαρμοσθούν στην λογική της πρότασης οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η πρόταση στηρίζεται στην διαπίστωση από τον προτείνοντα ότι η ισχύουσα Πολιτική Δικονομία δυστυχώς «εξυπηρετεί» τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των διαδίκων που συνήθως έχουν με το μέρος τους το άδικο επί της ουσίας, «ταλαιπωρεί» τον έντιμο και καλόπιστο διάδικο και επιβαρύνει το Δημόσιο με δαπάνες που στις χώρες της Ευρώπης και του δυτικού κόσμου γενικά βαρύνουν τους διαδίκους, που προκάλεσαν την διαφορά και όχι τους φορολογούμενους. Η καθυστέρηση, σε βαθμό αρνησιδικίας, απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης οφείλεται βασικά σε δύο βασικά αιτίες: α) η προσφυγή στην δικαιοσύνη από τον ενάγοντα καθώς και η αντίκρουση των αγωγικών απαιτήσεών του κοστίζει ελάχιστα στον κακόπιστο και στρεψόδικο εναγόμενο, αφού η πλειονότητα των προσδιοριζόμενων αγωγών δεν συζητείται καν ενώ έχει ήδη απασχολήσει τα όργανα της Δικαιοσύνης, δικαιοδοτικά και μη, χωρίς τη παραμικρή συμμετοχή π.χ. του ενάγοντα στο αναλογούν κόστος πέραν από τα μεγαρόσημα, αξίας σήμερα 3 Ευρώ, που επικολλούνται στα δικόγραφα και β) στο ότι η κατάθεση της αγωγής, ως διαδικαστική πράξη σύμφωνα με το άρθρο 215 του ΚΠολΔικ, ταυτίζεται απαράδεκτα με την διαδικαστική πράξη προσδιορισμού της δικασίμου. Με άλλα λόγια, όπως δέχεται η κρατούσα στην Θεωρεία και Νομολογία άποψη, για την άσκηση της αγωγής και των συνεπειών της που καθορίζονται στα άρθρα 221 έως και 225 ΚΠολΔ δεν είναι απαραίτητη η διαδικαστική πράξη ορισμού δικασίμου για την συζήτηση της αγωγής. Συνεπώς η ουσία της πρότασης είναι η αποφυγή της ταύτισης των δύο πιο πάνω διακριτών διαδικαστικών πράξεων, κατάθεση της αγωγής και προσδιορισμός δικασίμου, ώστε να αποφεύγεται η επιβάρυνση των πινακίων με αγωγές, η πλειονότητα των οποίων είτε δεν θα συζητηθεί ποτέ είτε οι διάδικοι θα συμβιβαστούν είτε όταν θα εκδοθεί κάποτε η απόφαση δεν θα έχει νόημα αφού δεν θα υπάρχει αντικείμενο εκτέλεσης. ΑΡΧΕΣ 1) Η πρόταση αφορά αποκλειστικά την Τακτική Διαδικασία, η οποία και πάσχει με αποτέλεσμα να «μολύνει μεταστατικά» και τις λοιπές διαδικασίες. Ειδικές ρυθμίσεις είναι δυνατόν να προβλεφθούν για τις οικογενειακές διαφορές στο μέτρο που το απαιτεί η ιδιαιτερότητα των διαφορών και η ανάγκη προστασίας της οικογένειας και των ανήλικων τέκνων. Η ακροαματική διαδικασία τέτοιων διαφορών θα πρέπει να γίνεται σε ειδικούς χώρους, όπως άλλωστε σε άλλες χώρες. 2) Η πρόταση αφορά αποκλειστικά και μόνον τις ασκούμενες αγωγές και ανταγωγές καθώς και τις παρεμβάσεις τρίτων. 3) Η πρόταση σε όλα τα στάδια της εδράζεται στην αποκλειστικά και μόνον μέσω Δικηγόρων προσφυγή των διαδίκων στην Δικαιοσύνη, με παράλληλη αναβάθμιση του ρόλου των από παράγοντες της δίκης σε συνδιαμορφωτές του αποτελέσματος. Διατηρείται η αρχή ότι διαδικαστική πράξη η οποία θα χωρεί χωρίς την μεσολάβηση και υπογραφή Δικηγόρου θα είναι αυτοδίκαια άκυρη. 4) Ο ρόλος του Δικαστηρίου παραμένει ως το αποκλειστικό μέσο ελέγχου της ομαλής εξέλιξης της διαδικασίας και η, σε περίπτωση μη επίτευξης συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, οριστική και σε πρώτο βαθμό επίλυσή της. ΣΥΝΟΨΗ ΠΡΟΤΑΣΗΣ 1)Καταργείται για την Τακτική Διαδικασία το Μονομελές Πρωτοδικείο. Παραμένει για τις λοιπές διαδικασίες. Οι αγωγές και ανταγωγές, ανεξαρτήτως ποσού, θα εισάγονται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο ως καθ΄ ύλην αρμόδιο με αναβάθμιση του ρόλου του Εισηγητή Δικαστή. Ο Πρόεδρος του Τμήματος ορίζει για κάθε κατατιθέμενη αγωγή Εισηγητή Δικαστή στον οποίο η Γραμματεία του Δικαστηρίου θα κοινοποιεί, μόνον όταν τούτο απαιτηθεί είτε από τον ίδιο είτε από τους διαδίκους, αντίγραφα των δικογράφων της δίκης καθώς και των κοινοποιούμενων μεταξύ των διαδίκων εγγράφων αποδεικτικών στοιχείων. Η κοινοποίηση δικογράφων στον Εισηγητή μπορεί να γίνεται ηλεκτρονικά. 2)Το δικόγραφο της αγωγής, κατατίθεται στην Γραμματεία του αρμοδίου κατά τόπο Πολυμελούς Πρωτοδικείου, χωρίς όμως να ορισθεί δικάσιμος για την συζήτηση. Η πληρεξουσιότητα του υπογράφοντος την αγωγή Δικηγόρου τεκμαίρεται για όλα τα στάδια της δίκης. Όρος για την κατάθεση της αγωγής και τις προβλεπόμενες νόμιμες συνέπειες από την άσκησή της καθώς και το παραδεκτό της προόδου της διαδικασίας, είναι η εκ μέρους του ενάγοντος προκαταβολή ποσοστού του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου, εφόσον το αίτημα της αγωγής αφορά καταψήφιση χρηματικού ποσού. Σκοπός της προκαταβολής ποσοστού του δικαστικού ενσήμου είναι να αποτραπεί η κατάθεση εκβιαστικών αγωγών με μοναδικό έσοδο για το κράτος το ποσό των 3 Ευρώ μεγαρόσημου που επικολλάται στα δικόγραφα και για τις παραστάσεις των δικηγόρων στις αναβολές και συζητήσεις των υποθέσεων. 3) Αντίγραφο της αγωγής καθώς και αντίγραφα των εγγράφων τα οποία στοιχειοθετούν και αποδεικνύουν την αγώγιμη απαίτηση κοινοποιούνται με Δικαστικό Επιμελητή στον εναγόμενο. Τα έγγραφα είτε περιλαμβάνονται στο σώμα του δικογράφου της αγωγής είτε αποτελούν Παραρτήματα αυτής. 4) Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της αγωγής, προκειμένου για αγωγές με αίτημα μέχρι 100.000 Ευρώ και τριών μηνών με αίτημα από 100.001 και άνω, ο εναγόμενος δικαιούται, με δικόγραφο Προτάσεων, κατατιθέμενο στην Γραμματεία του Δικαστηρίου και κοινοποιούμενο στον ενάγοντα, να αντικρούσει την αγωγή και να προβάλει όλες τις ενστάσεις του, δικονομικές και ουσιαστικές. Οι προθεσμίες παρατείνονται κατά ένα τουλάχιστον μήνα εάν ο εναγόμενος είναι κάτοικος εξωτερικού. Μαζί με το αντίγραφο των Προτάσεών του ο εναγόμενος κοινοποιεί και αντίγραφα όλων των εγγράφων που αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς του. Εφ΄όσον στο δικόγραφο των Προτάσεων του εναγόμενου ενσωματώνεται και Ανταγωγή με την κατάθεση του δικογράφου ο εναγόμενος προκαταβάλει ποσοστό του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου. Ο εναγόμενος δικαιούται με δικόγραφο απευθυνόμενο στο Εισηγητή Δικαστή 25 τουλάχιστον ημέρες πριν την λήξη της προθεσμίας των 2 ή 3 μηνών αντίστοιχα, να ζητήσει άπαξ μόνον την για 20 ημέρες παράταση της προθεσμίας καταθέσεως και κοινοποιήσεως των Προτάσεών του, χωρίς να απαιτείται η κλήτευση του ενάγοντα. Επί του αιτήματος αποφασίζει ο Εισηγητής Δικαστής. Εφ’ όσον ο εναγόμενος επιθυμεί να προσεπικαλέσει στην δίκη τρίτον οφείλει να ασκήσει το δικαίωμά του εντός προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση της αγωγής, παρατεινομένης αυτόματα κατά τον χρόνο αυτό της προθεσμίας για την κατάθεση του δικογράφου των Προτάσεων ή/και της Ανταγωγής. 5) Εντός μηνός από την κοινοποίηση των Προτάσεων του εναγομένου είτε στον ίδιο τον ενάγοντα είτε στον υπογράφοντα την αγωγή δικηγόρο του, ο ενάγων με Δικόγραφο κατατιθέμενο στην Γραμματεία του Δικαστηρίου και κοινοποιούμενο στον εναγόμενο και τους τυχόν παρεμβαίνοντες είτε στους υπογράφοντες τα δικόγραφα των Προτάσεων/Παρέμβασης Δικηγόρους δικαιούται να αντικρούσει τους ισχυρισμούς ή/και την ανταγωγή του εναγομένου και την τυχόν ασκηθείσα παρέμβαση. Στο στάδιο αυτό οι υπογράφοντες την αγωγή, τις Προτάσεις με ή χωρίς Ανταγωγή και τις Παρεμβάσεις Δικηγόροι δεν δικαιούνται να προτείνουν στον επιδίδοντα Δικαστικό Επιμελητή ανάκληση της εντολής τους και να αρνηθούν την κοινοποίηση. Ανάκληση της εντολής εκ μέρους των διαδίκων προς τους Δικηγόρους τους είναι δυνατόν να επικληθεί μόνον μετά την γνωστοποίησή της με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου και επιδίδεται στον αντίδικο. 6) Ο εναγόμενος εντός 15 ημερών από την κοινοποίηση του Δικογράφου της Αντίκρουσης του ενάγοντα δικαιούται κατά τον ίδιο άνω τρόπο να απαντήσει. Στο σημείο αυτό περατούται η εκτός ακροατηρίου διαδικασία και η υπόθεση θεωρείται ώριμη για συζήτηση. 7)Ο Εισηγητής Δικαστής επιλύει διαφορές που προκύπτουν και αφορούν την διαδικασία και σε περίπτωση που κρίνει ότι το ζήτημα είναι σοβαρό ή γενικότερου ενδιαφέροντος, όπως π.χ. η ανάγκη συνεκδίκασης πλειόνων αγωγών μεταξύ των αυτών διαδίκων, δικαιούται να φέρει το θέμα ενώπιον του Τμήματος το οποίο αποφασίζει. Οι πράξεις του Εισηγητή και του Τμήματος εκκαλούνται μόνον μαζί με την απόφαση του Δικαστηρίου που επιλύει οριστικά την διαφορά. 7)Εάν μέχρι το στάδιο αυτό, το οποίο δεν υπερβαίνει τους 6-8 μήνες από την άσκηση της αγωγής, οι διάδικοι δεν καταλήξουν σε συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς τους, ο επιμελέστερος αυτών δικαιούται με Αίτησή του να ζητήσει από τον Εισηγητή Δικαστή τον ορισμό δικασίμου για την συζήτηση της υποθέσεως. Η δικάσιμος δεν μπορεί ν’ απέχει λιγότερο από 2 μήνες από την υποβολή της αιτήσεως. Ο Εισηγητής ορίζει την δικάσιμο για την συζήτηση και, μόνον εφ’ όσον κρίνει ότι συντρέχει λόγος, επιβάλει στους διαδίκους, μαζί με τον ορισμό δικασίμου την εξέταση μαρτύρων ενώπιον του Δικαστηρίου, Συμβολαιογράφου ή Ειρηνοδίκη για την περαιτέρω διευκρίνιση των ισχυρισμών τους. 8) Κατά την συζήτηση της υπόθεσης στο Δικαστήριο οι διάδικοι δεν δικαιούνται να προβάλλουν ισχυρισμούς και ενστάσεις που κατά το στάδιο της προδικασίας δεν είχαν προβληθεί κατά τον άνω προβλεπόμενο τρόπο, με εξαίρεση οψιγενή γεγονότα τα οποία κατά τη κρίση του Δικαστηρίου θα πρέπει να ληφθούν υπόψη. Το Δικαστήριο κρίνει μόνον τους ισχυρισμούς και τις ενστάσεις που οι διάδικοι προέβαλλαν με τα κατατεθέντα και κοινοποιηθέντα δικόγραφα καθώς και τις αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενες υπόψη ενστάσεις. 9) Όλες οι άνω προθεσμίες παρατείνονται ανάλογα εφ΄όσον ασκηθεί παρέμβαση από τρίτο. Για τις ασκηθείσες παρεμβάσεις ισχύουν τα όσα προτείνονται για τις αγωγές και τις ανταγωγές. 10) Εφ’ όσον τελικά η διαφορά επιλυθεί με απόφαση του Δικαστηρίου, ο επί της ουσίας ηττηθείς διάδικος επιβαρύνεται με το σύνολο των δικαστικών δαπανών του νικήσαντος διαδίκου. Εάν όμως το νομικό ζήτημα που απασχόλησε το Δικαστήριο έχει παγίως επιλυθεί από τον Άρειο Πάγο με αποφάσεις που είχαν δημοσιευθεί πριν την κατάθεση της αγωγής, το Δικαστήριο δικαιούται να επιβάλλει κατά του ηττηθέντος διαδίκου ως ποινή, ποσό ίσο με την επιδικαζόμενη δικαστική δαπάνη. Γιώργος Α. Κριμίζης Δικηγόρος Αθηνών