• Σχόλιο του χρήστη 'Γ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ' | 24 Σεπτεμβρίου 2010, 22:57

    Εύλογη η προσπάθεια απλούστευσης και επιτάχυνσης της διαδικασίας σε υποθέσεις όπου το κύριο νομικό ζήτημα έχει επιλυθεί. Ωστόσο, περιοριζόμενοι στα κατωτέρω παρατηρούμε τα εξής : α) και σε τέτοιου είδους υποθέσεις τα συναφή πραγματικά ζητήματα (π.χ. η φύση της σχέσεως που συνδέει τον αιτούντα υπάλληλο με το καθ’ού, η συνδρομή στο πρόσωπό του των σχετικών νομίμων προϋποθέσεων) πολλές φορές δεν είναι εκκαθαρισμένα ή αναμφίβολα (πράγμα πολύ πιθανό σε περιπτώσεις ομοδικίας δεκάδων αιτούντων, όπως προβλέπεται από την παρ. 5 του προτεινόμενου άρθρου 272β – βλ. π.χ. αγωγές για οικογενειακά η πολυτεκνικά επιδόματα) και το βάρος της εξέτασής τους (ακόμη και αν δεν αμφισβητούνται από τη Διοίκηση, πράγμα άγνωστο στο δικαστή που θα εξετάζει την αίτηση κατά την διεξαγόμενη ερήμην της προτεινόμενη διαδικασία) ανατίθεται στα δικαστήρια, με αποτέλεσμα την αναίτια ενασχόλησή τους μ’ αυτά και είτε την απόρριψη της αιτήσεως λόγω αμφιβολιών, πράγμα που θα ματαίωνε τον σκοπό της ρυθμίσεως, είτε την αποδοχή της αιτήσεως βάσει των αμφίβολων στοιχείων, με περαιτέρω συνέπεια την (ούτως ή άλλως αναμενόμενη) αμφισβήτησή τους με την άσκηση ανακοπής, οπότε τα ίδια ζητήματα θα εξετάζονται για δεύτερη φορά (και ενδεχομένως για τρίτη μετά την άσκηση του τακτικού ενδίκου βοηθήματος, που φαίνεται να μην αποκλείεται ακόμη και μετά την ακύρωση της πράξης επιδίκασης, κατ’ αποδοχή της ανακοπής, βλ. άρθρο 272γ παρ. 4 in fine !). Δεν είναι αντίθετη με τον επιδιωκόμενο σκοπό η επανειλημμένη εξέταση της υπόθεσης ήδη στον πρώτο βαθμό; Εξάλλου, β) όσον αφορά τις φορολογικές υποθέσεις, η επιστροφή φόρου ως αχρεωστήτως καταβληθέντος συνδέεται με την ανάκληση της σχετικής δηλώσεως,  οπότε θα ήταν σκόπιμο, έστω και μόνο για λόγους σαφήνειας, να ρυθμιστεί λεπτομερέστερα η διαδικασία με εναρμόνιση και των σχετικών φορολογικών διατάξεων (υπό το ισχύον καθεστώς η ανάκληση μπορεί, όταν γίνεται για νομικούς λόγους, όπως οι δικαιολογούντες την «πράξη επιδίκασης», να γίνει απευθείας με την προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου, η προσφυγή όμως έχει κατατεθεί στη φορολογική αρχή ή τουλάχιστον κοινοποιείται σ’ αυτήν πριν από τη συζήτησή της). Τέλος, γ) η πρόβλεψη επιδικάσεως και τόκων με την «πράξη επιδίκασης» παρέχει από μόνη της πεδίο προβληματισμού (ασύμβατου με την ταχύτητα της διαδικασίας) ενόψει της υπό διαμόρφωση σχετικής νομολογίας (ύψος επιτοκίου, έναρξη τοκογονίας). ΠΡΟΤΑΣΗ : Νομίζω ότι θα ήταν πιο αποτελεσματική για τον αιτούντα και θα εξυπηρετούσε καλύτερα τον σκοπό του νομοσχεδίου η θέσπιση μιας προκαταρκτικής διαδικασίας εντός της Διοικήσεως με υποβολή αιτήσεως πληρωμής στα κατά τόπους γραφεία του Ν.Σ.Κ. ή, επί φορολογικών υποθέσεων, στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. κλπ, εντός του χρόνου παραγραφής της σχετικής αξιώσεως (ή, αν κρινόταν σκόπιμο, εντός ευλόγου χρόνου, π.χ. εξαμήνου, από την αμετάκλητη επίλυση του νομικού ζητήματος, πρβλ άρθ. 51 παρ. 6 ν. 345/1976 περί ΑΕΔ),και μόνο στην περίπτωση μη (πλήρους) ικανοποιήσεως της αξιώσεως εντός οριζόμενης προθεσμίας (π.χ των 90 ημερών που προβλέπονται στο άρθρο 272ε ως προθεσμία ανακοπής) να υπάρχει δυνατότητα προσφυγής του ενδιαφερομένου στο δικαστήριο με το κατάλληλο ένδικο βοήθημα εκδικαζόμενο κατά ειδική (σε ένα μόνο βαθμό;) διαδικασία, με πρόβλεψη επιδικάσεως σημαντικά αυξημένης δικαστικής δαπάνης σε περίπτωση δικαιώσεώς του. Άλλωστε η νομολογία έχει ήδη υιοθετήσει λύσεις στο πνεύμα αυτό (βλ. ΣτΕ 1276/2004, 1175/2008).