Άρθρο 35

Μετά το άρθρο 272 του ΚΔΔ  προστίθεται ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ υπό τον τίτλο  «Διαδικασία επιδίκασης απαιτήσεων» ως  εξής:

«ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ

Διαδικασία επιδίκασης απαιτήσεων

Άρθρο 272Α

Προϋποθέσεις

Όποιος προβάλλει έναντι του δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου απαίτηση για χρηματική παροχή ύψους έως του ποσού των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, δύναται, αντί του οικείου ενδίκου βοηθήματος, να υποβάλει αίτηση για την έκδοση δικαστικής πράξης επιδίκασης, εφόσον η απαίτησή του αφορά οφειλόμενους μισθούς, επιδόματα ή εν γένει αποδοχές, ή την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων.

Άρθρο 272Β

Υποβολή της αίτησης

1. Η αίτηση για την έκδοση πράξης επιδίκασης πρέπει να περιέχει, πλην των στοιχείων της παραγράφου 1 του άρθρου 45, τη νομική βάση της απαίτησης, το ακριβές ποσό αυτής, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, και σχετικό αίτημα επιδίκασης, υπογράφεται δε από δικηγόρο. Η αίτηση κατατίθεται στη γραμματεία του κατά τόπον αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου και συντάσσεται κάτω από αυτήν έκθεση.

2. Μαζί με την αίτηση για την έκδοση πράξης επιδίκασης κατατίθενται, πέραν του κατά το άρθρο 30 παράγραφος 2 περίπτωση β΄ πληρεξουσίου, όλα τα αποδεικτικά της απαίτησης έγγραφα.

3. Αρμόδιος για την έκδοση πράξης επιδίκασης απαίτησης είναι ο πρόεδρος του κατά τόπον αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου ή ο οριζόμενος από αυτόν πρωτοδίκης.

4. Για την έκδοση της πράξης επιδίκασης δεν γίνεται συζήτηση στο ακροατήριο. Ο  δικαστής αποφασίζει εκ των ενόντων και έχει την ευχέρεια να καλέσει τον αιτούντα για να δώσει εξηγήσεις σχετικά με την αίτηση ή για να συμπληρώσει τυπικές ελλείψεις της.

5. Οι διατάξεις για την ομοδικία, τη συνάφεια και το χωρισμό δικογράφων εφαρμόζονται αναλόγως.5. Οι διατάξεις για την

α, τη συνάφεια και το χω

Άρθρο 272Γ

Κρίση της αίτησης και περιεχόμενο της πράξης επιδίκασης

1. Ο δικαστής εξετάζει, εάν η αίτηση για την έκδοση πράξης επιδίκασης είναι νόμιμη και εάν αποδεικνύονται τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίζει την απαίτησή του ο αιτών. Η έκδοση πράξης επιδίκασης είναι δυνατή μόνον εάν προκύπτει με απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι στοιχειοθετείται η νομική βάση της απαίτησης που επικαλείται ο αιτών, ή εάν έχει ήδη κριθεί με δύναμη δεδικασμένου ότι υφίσταται η απαίτηση του αιτούντος. Εάν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, ο δικαστής απορρίπτει την αίτηση με σημείωση κάτω από αυτήν, στην οποία αναφέρεται με συντομία ο λόγος απόρριψης.

2. Εάν η αίτηση γίνει δεκτή, η πράξη επιδίκασης πρέπει να περιέχει:

α) τον αριθμό και το έτος δημοσίευσής  της,

β) το ονοματεπώνυμο του δικαστή που την εκδίδει,

γ) εισαγωγικό τμήμα, στο οποίο αναφέρεται το ονοματεπώνυμο, η κατοικία και η διεύθυνση εκείνου που ζήτησε την έκδοσή της και το ονοματεπώνυμο του δικαστικού του πληρεξουσίου, καθώς και τα στοιχεία του δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατά του οποίου στρέφεται,

δ) ιστορικό, στο οποίο περιγράφεται το αντικείμενο της αίτησης και μνημονεύεται το αίτημα του αιτούντος,

ε) μνεία για την καταβολή του δικαστικού ενσήμου σύμφωνα με το άρθρο 274,

στ) σκεπτικό, στο οποίο εκτίθενται συνοπτικά οι σκέψεις που οδήγησαν τον δικαστή στην κρίση του,

ζ) επιδίκαση του ποσού των χρημάτων που πρέπει να καταβληθεί και των τυχόν οφειλόμενων  τόκων, καθώς και διάταξη για την επιδίκαση της δικαστικής δαπάνης,

η) τον τόπο και τον χρόνο δημοσίευσης της, και

θ) υπογραφή του δικαστή.

3. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης δεν αποκλείεται η άσκηση του οικείου ενδίκου βοηθήματος.

4. Η κατάθεση της αίτησης για την έκδοση πράξης επιδίκασης απαίτησης αναστέλλει την παραγραφή της αξίωσης, καθώς και την προθεσμία άσκησης προσφυγής κατά της τυχόν εκδοθείσας διοικητικής πράξης, μέχρις ότου κριθεί οριστικά η τύχη της αίτησης, είτε με την απόρριψή της είτε με την ακύρωση της πράξης επιδίκασης μετά από την άσκηση ανακοπής.

Άρθρο 272Δ

Επίδοση της πράξης επιδίκασης

1. Η πράξη επιδίκασης απαίτησης επιδίδεται με επιμέλεια του αιτούντος στο Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, κατά του οποίου στρέφεται, μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την έκδοσή της. Αν η επίδοση δεν γίνει μέσα στην προθεσμία αυτή, η πράξη επιδίκασης παύει να ισχύει.

2. Η πράξη επιδίκασης απαίτησης αποτελεί εκτελεστό τίτλο.

Άρθρο 272Ε

Ανακοπή

1. Το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, κατά του οποίου στρέφεται η πράξη επιδίκασης, έχει το δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την επίδοσή της. Το δικόγραφο της ανακοπής, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 45, πρέπει να περιέχει μνεία της προσβαλλόμενης πράξης επιδίκασης και τους λόγους ανακοπής. Ως προς τη διαδικασία εκδίκασης της ανακοπής εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 126 και επομένων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας .

2. Το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η ανακοπή, μπορεί να χορηγήσει αναστολή εκτέλεσης της πράξης επιδίκασης κατόπιν αιτήσεως του ανακόπτοντος, εφόσον κρίνει ότι η ασκηθείσα ανακοπή είναι προδήλως βάσιμη. Επί της διαδικασίας αναστολής εκτέλεσης, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι ρυθμίσεις των άρθρων 206 και επομένων  του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας .

3. Αν η ανακοπή έχει ασκηθεί παραδεκτώς και οι λόγοι της είναι βάσιμοι, το δικαστήριο ακυρώνει την πράξη επιδίκασης, διαφορετικά την απορρίπτει και επικυρώνει την πράξη.

4. Εάν η κατά την  παράγραφο  1 προθεσμία παρέλθει άπρακτη ή  απορριφθεί η ανακοπή, η πράξη επιδίκασης καθίσταται αμετάκλητη και υπόκειται μόνον σε αίτηση αναθεώρησης. Η διοίκηση υποχρεούται να ανακαλέσει κάθε διοικητική πράξη με περιεχόμενο αντίθετο προς την πράξη επιδίκασης».

  • 24 Σεπτεμβρίου 2010, 22:57 | Γ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

    Εύλογη η προσπάθεια απλούστευσης και επιτάχυνσης της διαδικασίας σε υποθέσεις όπου το κύριο νομικό ζήτημα έχει επιλυθεί.
    Ωστόσο, περιοριζόμενοι στα κατωτέρω παρατηρούμε τα εξής :
    α) και σε τέτοιου είδους υποθέσεις τα συναφή πραγματικά ζητήματα (π.χ. η φύση της σχέσεως που συνδέει τον αιτούντα υπάλληλο με το καθ’ού, η συνδρομή στο πρόσωπό του των σχετικών νομίμων προϋποθέσεων) πολλές φορές δεν είναι εκκαθαρισμένα ή αναμφίβολα (πράγμα πολύ πιθανό σε περιπτώσεις ομοδικίας δεκάδων αιτούντων, όπως προβλέπεται από την παρ. 5 του προτεινόμενου άρθρου 272β – βλ. π.χ. αγωγές για οικογενειακά η πολυτεκνικά επιδόματα) και το βάρος της εξέτασής τους (ακόμη και αν δεν αμφισβητούνται από τη Διοίκηση, πράγμα άγνωστο στο δικαστή που θα εξετάζει την αίτηση κατά την διεξαγόμενη ερήμην της προτεινόμενη διαδικασία) ανατίθεται στα δικαστήρια, με αποτέλεσμα την αναίτια ενασχόλησή τους μ’ αυτά και είτε την απόρριψη της αιτήσεως λόγω αμφιβολιών, πράγμα που θα ματαίωνε τον σκοπό της ρυθμίσεως, είτε την αποδοχή της αιτήσεως βάσει των αμφίβολων στοιχείων, με περαιτέρω συνέπεια την (ούτως ή άλλως αναμενόμενη) αμφισβήτησή τους με την άσκηση ανακοπής, οπότε τα ίδια ζητήματα θα εξετάζονται για δεύτερη φορά (και ενδεχομένως για τρίτη μετά την άσκηση του τακτικού ενδίκου βοηθήματος, που φαίνεται να μην αποκλείεται ακόμη και μετά την ακύρωση της πράξης επιδίκασης, κατ’ αποδοχή της ανακοπής, βλ. άρθρο 272γ παρ. 4 in fine !). Δεν είναι αντίθετη με τον επιδιωκόμενο σκοπό η επανειλημμένη εξέταση της υπόθεσης ήδη στον πρώτο βαθμό;
    Εξάλλου, β) όσον αφορά τις φορολογικές υποθέσεις, η επιστροφή φόρου ως αχρεωστήτως καταβληθέντος συνδέεται με την ανάκληση της σχετικής δηλώσεως,  οπότε θα ήταν σκόπιμο, έστω και μόνο για λόγους σαφήνειας, να ρυθμιστεί λεπτομερέστερα η διαδικασία με εναρμόνιση και των σχετικών φορολογικών διατάξεων (υπό το ισχύον καθεστώς η ανάκληση μπορεί, όταν γίνεται για νομικούς λόγους, όπως οι δικαιολογούντες την «πράξη επιδίκασης», να γίνει απευθείας με την προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου, η προσφυγή όμως έχει κατατεθεί στη φορολογική αρχή ή τουλάχιστον κοινοποιείται σ’ αυτήν πριν από τη συζήτησή της).
    Τέλος, γ) η πρόβλεψη επιδικάσεως και τόκων με την «πράξη επιδίκασης» παρέχει από μόνη της πεδίο προβληματισμού (ασύμβατου με την ταχύτητα της διαδικασίας) ενόψει της υπό διαμόρφωση σχετικής νομολογίας (ύψος επιτοκίου, έναρξη τοκογονίας).
    ΠΡΟΤΑΣΗ : Νομίζω ότι θα ήταν πιο αποτελεσματική για τον αιτούντα και θα εξυπηρετούσε καλύτερα τον σκοπό του νομοσχεδίου η θέσπιση μιας προκαταρκτικής διαδικασίας εντός της Διοικήσεως με υποβολή αιτήσεως πληρωμής στα κατά τόπους γραφεία του Ν.Σ.Κ. ή, επί φορολογικών υποθέσεων, στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. κλπ, εντός του χρόνου παραγραφής της σχετικής αξιώσεως (ή, αν κρινόταν σκόπιμο, εντός ευλόγου χρόνου, π.χ. εξαμήνου, από την αμετάκλητη επίλυση του νομικού ζητήματος, πρβλ άρθ. 51 παρ. 6 ν. 345/1976 περί ΑΕΔ),και μόνο στην περίπτωση μη (πλήρους) ικανοποιήσεως της αξιώσεως εντός οριζόμενης προθεσμίας (π.χ των 90 ημερών που προβλέπονται στο άρθρο 272ε ως προθεσμία ανακοπής) να υπάρχει δυνατότητα προσφυγής του ενδιαφερομένου στο δικαστήριο με το κατάλληλο ένδικο βοήθημα εκδικαζόμενο κατά ειδική (σε ένα μόνο βαθμό;) διαδικασία, με πρόβλεψη επιδικάσεως σημαντικά αυξημένης δικαστικής δαπάνης σε περίπτωση δικαιώσεώς του.
    Άλλωστε η νομολογία έχει ήδη υιοθετήσει λύσεις στο πνεύμα αυτό (βλ. ΣτΕ 1276/2004, 1175/2008).

  • 24 Σεπτεμβρίου 2010, 02:42 | ΠΑΖ

    ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΟΛΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΓΗ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΥ ΤΩΝ ΑΝΟΙΓΟΜΕΝΩΝ ΔΙΚΩΝ ΦΡΟΝΟΥΜΕ ΟΤΙ ΘΑ ΗΤΑΝ ΣΚΟΠΙΜΟ, ΑΝΤΙ ΝΑ ΠΑΡΕΧΕΤΑΙ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ 90 ΗΜΕΡΩΝ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΠΡΟΣ ΑΣΚΗΣΗ ΑΝΑΚΟΠΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΗΔΗ ΕΚΔΟΘΕΙΣΑΣ ΠΡΑΞΕΩΣ ΕΠΙΔΙΚΑΣΕΩΣ, ΝΑ ΚΑΛΕΙΤΑΙ ΑΥΤΟ, ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΕΝ ΛΟΓΩ (ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗΣ, ΠΛΕΟΝ,) ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗ, ΗΤΟΙ Η ΣΧΕΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΕΠΙΔΙΚΑΣΕΩΣ ΝΑ ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΚΑΤ΄ΑΝΤΙΜΩΛΙΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΑΚΡΟΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΩΝ. ΕΤΣΙ, ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ, ΠΡΟΣΕΡΧΟΜΕΝΟ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ, ΝΑ ΕΚΘΕΤΕΙ Ο,ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣ ΕΚΘΕΣΗ (Λ.Χ. ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ, ΕΞΟΦΛΗΣΗ Κ.Τ.Τ.)  ΠΡΟΣΚΟΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΓΓΡΑΦΑ, Ο ΑΙΤΩΝ ΔΙΟΙΚΟΥΜΕΝΟΣ ΝΑ ΑΝΤΙΚΡΟΥΕΙ Ο,ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΕΙ ΚΑΙ Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ, ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΠΑΡΚΟΥΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΕΩΣ ΤΟΥ,  ΝΑ ΕΚΔΙΔΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦ’ ΑΠΑΞ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΑΣΚΗΣΗ ΑΝΑΚΟΠΗΣ ΚΑΤ ‘ ΑΥΤΗΣ.

  • Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους διατυπώνει τις ακόλουθες παρατηρήσεις :

    Η εισαγωγή ειδικής διαδικασίας επιδίκασης της απαίτησης, παρόμοιας με αυτήν της έκδοσης «διαταγής πληρωμής» που ρυθμίζεται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ακόμη και αν αφορά σε περιορισμένες κατηγορίες υποθέσεων (απαιτήσεις από οφειλόμενους μισθούς, επιδόματα ή εν γένει αποδοχές και επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, σύμφωνα με τη ρύθμιση), όχι μόνο θα προκαλέσει δυσμενέστατες δημοσιονομικές επιπτώσεις για το δημόσιο, αλλά επιπλέον θα οδηγήσει σε αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή σε σημαντική διόγκωση της δικαστικής ύλης και συνεπώς και των εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων (άσκηση ανακοπών από το δημόσιο και άσκηση ενδίκων βοηθημάτωναπό τον αντίδικό του). Περαιτέρω, δημιουργεί ρήγμα στο δημοσιολογιστικό σύστημα, το οποίο απαιτεί τη σύνδεση της δημόσιας δαπάνης προς την αιτία και τη νομιμότητά της. Οι συνέπειες της προτεινόμενης ρύθμισης είναι δυνατόν να αποβούν όλως δυσμενείς.

  • 22 Σεπτεμβρίου 2010, 15:43 | ΕΝΩΣΗ ΜΕΛΩΝ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

    Η διάταξη πρέπει να απαλειφθεί. Η ρύθμιση αυτή, πέραν των άκρως δυσμενών οικονομικών επιπτώσεων για  το Ελληνικό Δημόσιο και μάλιστα υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι βέβαιο ότι όχι μόνο δεν θα βοηθήσει στην ταχεία απονομή της διοικητικής δίκης, αλλά αντιθέτως θα συμβάλλει, άνευ λόγου, στην κατακόρυφη αύξηση της επιβάρυνσης των Δικαστηρίων της χώρας, αφού, εν τέλει, ο μεν αντίδικος του Δημοσίου ευχερώς θα προσφεύγει στην ως άνω διαδικασία χωρίς παράλληλα  να αποστερείται, σε περίπτωση απόρριψης της αιτήσεώς του, του δικαιώματος ασκήσεως και του οικείου ενδίκου βοηθήματος, το δε Δημόσιο, λόγω της συνοπτικότητας της διαδικασίας και της μη συμμετοχής του σ΄αυτήν, θα είναι σε πολλές περιπτώσεις αναγκασμένο να ασκεί ανακοπές κατά των εκδιδομένων πράξεων επιδίκασης.

  • 20 Σεπτεμβρίου 2010, 15:46 | Δημήτρης Τσαντάρης

    Μεγάλο μέρος της επιβάρυνσης των διοικητικών δικαστηρίων οφείλεται πράγματι στο γεγονός ότι η Διοίκηση εμμένει να εξαντλεί τις δικονομικές δυνατότητές της ακόμα και σε θέματα λυμένα με πάγια νομολογία (για παράδειγμα, τα δικαστήρια κάθε βαθμού ακόμη ταλανίζονται από υποθέσεις οικογενειακού επιδόματος, με αναμάσηση μεν των ίδιων επιχειρημάτων, αλλά με τεράστιο κόστος στα πινάκια και στις εργατοώρες των δικαστών). Από αυτήν την άποψη, η εισαγωγή μιας «διαταγής πληρωμής» και στη διοικητική δικονομία θα μπορούσε κατ’ αρχήν να φέρει αποτελέσματα για την ταχεία εκκαθάριση τέτοιων υποθέσεων, όχι όμως αν δεν περιοριστεί η δυνατότητα του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ να ανακόψουν τη σχετική δικαστική απόφανση. Η μεγάλη προθεσμία για την ανακοπή (90 ημέρες) και η έλλειψη σχετικών περιορισμών οδηγούν στην πρόβλεψη ότι στην ήδη στρεψόδικη πρακτική της Διοίκησης, ως προς την ικανοποίηση τέτοιων αξιώσεων, προσφέρεται ένα ακόμη στάδιο. Χωρίς κάποια περιοριστική οριοθέτηση (πχ σύντομη προθεσμία, δυνατότητα για αμφισβήτηση μόνο των πραγματικών δεδομένων – ίσως με παράλληλη πρόβλεψη για επάνοδο στα νομικά ζητήματα μόνο ενώπιον του ΣτΕ ή του ΑΕΔ), τα δικαστήρια όχι απλώς δεν θα ανακουφιστούν, αλλά θα επιβαρυνθούν με μια ακόμη διαδικασία, εν τέλει αναποτελεσματική.
    Γενικώς, το να ασχολούνται τα κατώτερα δικαστήρια με λυμένα νομικά ζητήματα, απαντώντας σε προσχηματικούς σχετικούς ισχυρισμούς και περιοριζόμενα κατ’ ουσίαν στον αριθμητικό προσδιορισμό των αξιώσεων, ως άλλοι λογιστές της Διοίκησης, δεν συνιστά ουσιαστικό δικαιοδοτικό έργο, ειδικά τη στιγμή που γίνεται σε βάρος άλλων υποθέσεων που περιμένουν (πραγματική) επίλυση.
     
    Δημήτρης Τσαντάρης
    Πρωτοδίκης Δ.Δ.