• Σχόλιο του χρήστη 'Κωνσταντίνου Ηλίας' | 29 Ιουλίου 2011, 09:30

    «7. Οι Εταιρείες τηρούν ηλεκτρονικό αρχείο στο οποίο καταγράφονται όλες οι τηλεφωνικές επικοινωνίες προς τον οφειλέτη, και ειδικότερα η ημερομηνία, η ώρα, η οφειλή για την οποία έγινε η επικοινωνία και τυχόν δήλωση του οφειλέτη για άρνηση περαιτέρω επικοινωνίας. Τα στοιχεία αυτά καταστρέφονται μετά την πάροδο έξι μηνών από την τελευταία επικοινωνία”. Σχετικά με την «τυχόν δήλωση του οφειλέτη για άρνηση περαιτέρω επικοινωνίας» βλ. σχετικό σχόλιο στο Άρθρο 19, Παράγραφος 2. Δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά αποτελούν μέσα απόδειξης σε περίπτωση επίδικης διαφοράς μεταξύ οφειλέτη – Εταιρείας, ο χρόνος τήρησης των στοιχείων αυτών πρέπει να ακολουθεί τις διατάξεις περί παραγραφής. Επιπλέον, δεδομένου ότι η αμοιβή της Εταιρείας προσδιορίζεται συνήθως ως ποσοστό επί των καταβλητέων από τους οφειλέτες ποσών, συνεπεία της ενημέρωσής τους, τα στοιχεία αυτά ενδέχεται να πρέπει να προσκομισθούν σε περίπτωση φορολογικού ελέγχου. «3. Υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο Ν. 2472/1997, οι Εταιρείες καταγράφουν υποχρεωτικώς το περιεχόμενο κάθε τηλεφωνικής επικοινωνίας με τον οφειλέτη. Το περιεχόμενο της καταγραφής δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί σε βάρος του οφειλέτη, δικαστικώς ή εξωδίκως, και διατηρείται από τις Εταιρείες υποχρεωτικώς για τρεις μήνες. Με την πάροδο των τριών μηνών η καταγραφή καταστρέφεται εκτός αν αιτηθεί τη διατήρησή της ο οφειλέτης ή μετά από καταγγελία αυτού η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή. Κατά την έναρξη της επικοινωνίας ενημερώνεται ο οφειλέτης για την καταγραφή της συνομιλίας, τη χρονική διατήρησή της και ότι η καταγραφή γίνεται για τη διασφάλιση των δικών του δικαιωμάτων και μόνο. Υπεύθυνος επεξεργασίας του σχετικού αρχείου είναι ο δανειστής, ο οποίος μπορεί να αναθέτει την τήρησή του στην Εταιρεία. Η διατήρηση της καταγραφής επιτρέπεται και όταν οι Εταιρείες προβαίνουν, στο πλαίσιο ανάθεσης από τους δανειστές, σε ρύθμιση ή διακανονισμό οφειλής, μετά από ενημέρωσή του, για το σκοπό παροχής αποδεικτικών στοιχείων της πραγματοποιηθείσας εμπορικής συναλλαγής. Στην περίπτωση αυτή οι Εταιρείες υποχρεούνται να κοινοποιούν εντός δέκα ημερών στον οφειλέτη πρακτικό του διακανονισμού. Δεν επιτρέπεται η κατά τον παραπάνω τρόπο σύναψη ρύθμισης ή διακανονισμού που επιδεινώνει τη θέση του οφειλέτη ή δεν μπορεί προδήλως να τηρηθεί με βάση τα εισοδήματα και τις δυνατότητες του οφειλέτη…”. Η διάταξη αυτή, η οποία απαγορεύει τη χρήση του περιεχομένου της καταγραφής σε βάρος του οφειλέτη (π.χ. σε περίπτωση απειλής προς υπάλληλο της Εταιρείας) αντιβαίνει στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το εν γένει δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Για την καταστροφή μετά την πάροδο 3 μηνών ισχύει το ανωτέρω σχόλιό μας περί στοιχείων απόδειξης. Επιπλέον, σκόπιμο είναι, για πρακτικούς λόγους (όχι μεγάλος πρόλογος στην επικοινωνία), να αναγνωριστεί δυνατότητα ενημέρωσης του οφειλέτη δια του τύπου, βάσει του ν. 2472/1997. Οι Εταιρείες στην περίπτωση διακανονισμού λειτουργούν ως αντιπρόσωποι της Τράπεζας. Εφόσον συμφωνηθεί διακανονισμός, η Τράπεζα είναι αυτή που θα ενημερώσει τον οφειλέτη για την οφειλή του, όπως διακανονίστηκε, και όχι οι Εταιρείες. Το ζήτημα του διακανονισμού στο οποίο προβαίνουν οι Τράπεζες δε μπορεί να ρυθμιστεί νομοθετικά στο πλαίσιο του νόμου για τις Εταιρείες Ενημέρωσης Οφειλετών. Πρόκειται για ζήτημα για το οποίο υπάρχει πλήρες νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο.