• Σχόλιο του χρήστη 'Πέτρος Στάγκος' | 17 Αυγούστου 2015, 22:09

    H πολιτική απόφαση του υπουργού Εργασίας να κινήσει (εκ νέου) τη διαδικασία κύρωσης του Αναθεωρημένου ΕΚΧ (ΑΕΚΧ), με πρώτο βήμα τη δημόσια διαβούλευση για το περιεχόμενο του κυρωτικού νόμου, είναι μια σοβαρή και σημαντική πράξη ανάληψης πολιτικής ευθύνης απέναντι στους έλληνες πολίτες. Εφόσον η κύρωση συντελεστεί και η Πολιτεία προσχωρήσει στον ΑΕΚΧ, θα έχει σημειωθεί ένα πρώτο μεγάλο βήμα για τη σταδιακή –και αργή συνάμα (δυστυχώς!)- προσαρμογή της ελληνικής έννομης τάξης και των πολιτικών προτεραιοτήτων στο πεδίο της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων στα κανονιστικά πρότυπα που εισάγει ο ΑΕΚΧ. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται η πτυχή εκείνη της εν λόγω πολιτικής απόφασης για προσχώρηση στον ΑΕΚΧ που συνίσταται στην προτεινόμενη αποδοχή, από την Πολιτεία, σχεδόν του συνόλου των ουσιαστικών διατάξεων του ΑΕΚΧ. Υπενθυμίζω ότι στην απόπειρα κύρωσης του ΑΕΚΧ του 2010, προτεινόταν η μη αποδοχή τριπλάσιων διατάξεων σε σχέση με την επί του παρόντος πρόταση μη αποδοχής μόλις δύο διατάξεων. Κάπως πιο ουδέτερη –πάντα σε σχέση με την κατεύθυνση που ανέφερα- είναι η διαβεβαίωση του σχεδίου αιτιολογικής έκθεσης του κυρωτικού νόμου ότι οι λόγοι της προτεινόμενης από το σχέδιο κυρωτικού νόμου μη αποδοχής δυο διατάξεων, ανάγονται στην αδυναμία της χώρας μας, μέσα στις σημερινές (αλλά και τις μελλοντικές, από όσο επί του παρόντος φαίνεται) συνθήκες οικονομικής οπισθοδρόμησης που βιώνουμε, να κινητοποιήσει χρηματικούς πόρους για την υλοποίηση, στην πράξη, του κανονιστικού προτύπου (standard) που επιτάσσει ο ΑΕΚΧ αναφορικά με τα συγκεκριμένα δικαιώματα (σελ. 14 της αιτιολογικής έκθεσης). Σίγουρα η αιτιολόγηση αυτή είναι πιο εύλογη, από νομική και πολιτική σκοπιά, από την αιτιολόγηση της μη αποδοχής των έξι διατάξεων που είχε προταθεί το 2010 : τότε, είχε προταθεί ως λόγος η «μη συμβατότητα [των συμβατικών διατάξεων] προς την κείμενη εθνική νομοθεσία». Αν επαναλαμβανόταν κάτι τέτοιο στην παρούσα αιτιολογική έκθεση, θα είχε σημειωθεί το ατόπημα της μη επίγνωσης, από την Πολιτεία, ότι ο έλεγχος της συμμόρφωσης των συμβαλλομένων κρατών της προς τις διατάξεις του ΑΕΚΧ που επιτελείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων (ΕΕΚΔ), συχνότατα αναδεικνύει «ασυμβατότητες» των εθνικών νομοθεσιών προς διατάξεις του ΑΕΚΧ ακόμη και αν τις διατάξεις αυτές τις έχει αποδεχθεί ένα ελεγχόμενο κράτος με την πεποίθηση ότι η νομοθεσία του είναι, τη στιγμή της αποδοχής, συμβατή με το δίκαιο του ΑΕΚΧ. Πάντως, το τελευταίο από τα σύντομα σχόλια-προτάσεις μου που ακολουθούν έχει να κάνει ακριβώς με το εν λόγω σημείο της προτεινόμενης, σήμερα, αιτιολογικής έκθεσης. Αναλυτικά, τα σχόλια-προτάσεις μου είναι τα εξής : 1) Ως προς την μη αποδοχή του άρθρου 3 παράγρ. 4, που συνάγεται από το άρθρο 1 του σχεδίου νόμου. Θεωρώ ότι μάλλον «άφοβα» η Πολιτεία μπορεί να αποδεχτεί την ενλόγω διάταξη. Χρήσιμο εν προκειμένω είναι να ληφθεί υπόψη ότι η ΕΕΚΔ σταθερά ερμηνεύει τη συγκεκριμένη διάταξη ως επιβάλλουσα στα συμβαλλόμενα κράτη την υποχρέωση να «επεξεργάζονται, σε συνεννόηση με τις επαγγελματικές οργανώσεις, μια στρατηγική επίτευξης αποτελέσματος» στον τομέα αυτό (βλ. CEDS, Conclusions 2003, Bulgarie), και όχι μια άμεσα εκτελεστή υποχρέωση θεσμοθέτησης μιας γενικευμένης εγκαθίδρυσης υπηρεσιών «ιατρού εργασίας» σε όλες τις επιχειρήσεις. Εξάλλου, το ίδιο του άρθρο 3 παράγρ. 4 «μιλάει» για «προοδευτική θεσμοθέτηση» (institution progressive) στο συγκεκριμένο τομέα (βλ. και στο σχόλιο-παρατήρηση υπ’ αριθ. 4). Φυσικά, ανήκει τις προνομίες της κυβέρνησης και της Βουλής να σκύψουν πάνω στην επεξεργασία μιας τέτοιας «στρατηγικής» αφού η Πολιτεία προσχωρήσει (και αποδεχτεί τη διάταξη αυτή), λαμβανομένου υπόψη ότι ο έλεγχος συμμόρφωσής της δεν θα γίνει παρά με την παρέλευση τουλάχιστον τεσσάρων χρόνων από τη στιγμή της προσχώρησης. 2) Ως προς την μη αποδοχή του άρθρου 19 παράγρ. 12, που συνάγεται από το άρθρο 1 του σχεδίου νόμου. Κι εδώ, κατά τη γνώμη μου, η Πολιτεία θα μπορούσε να φανεί αποφασισμένη υπέρ της αποδοχής, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη το εξής. Η διάταξη αυτή, όπως ερμηνεύεται από την ΕΕΚΔ, δεν απαιτεί σώνει και καλά από το ίδιο το κράτος να αναλαμβάνει, με δικά του έξοδα, τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας του μετανάστη εργαζόμενου στα παιδιά του. Το ρόλο αυτό μπορούν και οφείλουν, σύμφωνα με την ΕΕΚΛΔ, να τον επιτελούν εθελοντικές οργανώσεις και ΜΚΟ, τις οποίες το κράτος οφείλει απλώς να «διευκολύνει», κι ενώ επιπρόσθετα η πρόνοια αυτή του ΑΕΚΧ, πάντοτε σύμφωνα με την ΕΕΚΔ, αφορά μόνον τις γλώσσες «που είναι οι πλέον διαδεδομένες μέσα στον μεταναστευτικό πληθυσμό» (βλ. CEDS, Conclusions 2002, Italie και CEDS, Conclusions 2011, Observation interprétative de l’article 19§12). 3) Ως προς το άρθρο 2 του σχεδίου κυρωτικού νόμου, που αναφέρεται στη μη δέσμευση της Πολιτείας από το άρθρο 6 ΑΕΚΧ. Καταρχάς, διερωτώμαι τι νόημα έχει η μνεία του άρθρου 22 παράγρ. 2 Συντ από τη στιγμή κατά την οποία διατηρείται σε ισχύ η ΠΥΣ του 2012 ; Η παράγρ. 2 του άρθρου 22 Συντ αναφέρεται μόνο σε «διαιτησία», μετά δε τη νομοθετική κύρωση των ΔΣΕ 98 και ιδίως 154 και την καθιέρωση της διαιτησίας ως συναινετικής (αλλιώς, εξάλλου, δεν ήταν καν διαιτησία) με τη σχετική διάταξη της ΠΥΣ 6/2012 αυτής της μορφής η διαιτησία καλύπτει πλήρως τη συνταγματική επιταγή. Έπειτα, εικάζω ότι όταν έρθει η στιγμή της αποστολής των εγγράφων επικύρωσης στο Συμβούλιο της Ευρώπης, η αποστολή αυτή θα περιλαμβάνει, σύμφωνα με την πρακτική των προσχωρήσεων στον ΑΕΚΧ που ακολουθείται με συνέπεια εδώ και τόσα χρόνια, και ερμηνευτική δήλωση, που θα αναπαράγει το περιεχόμενο του άρθρου 2 του κυρωτικού νόμου (ασχέτως του εάν το περιεχόμενο του άρθρου αυτού δεν με βρίσκει καθόλου σύμφωνο έτσι όπως προτείνεται με το σχέδιο νόμου). 4) Ως προς το σημείο της αιτιολογικής έκθεσης που αναφέρεται στην αιτιολόγηση της μη αποδοχής των δυο (ως ανωτέρω) διατάξεων του ΑΕΚΧ (σελ. 14 της αιτιολογικής έκθεσης). Το κανονιστικό σύστημα του ΑΕΚΧ ενσωματώνει, άλλοτε μεν ρητά άλλοτε δε κατ΄ερμηνεία των διατάξεων από την ΕΕΚΔ, το αξίωμα της «προοδευτικής υλοποίησης των κοινωνικών δικαιωμάτων» (réalisation progressive des droits sociaux) (βλ. ενδεικτικά ΕCSR, International Federation for Human Rights (FIDH) v. Belgium, complaint no. 75/2011, decision on the merits of 18 March 2013, §§ 140-151, ΕCSR, Action Européen des Handicapés (AEH) v. France, complaint no. 81/2012, decision on the merits of 11 September 2013, §§ 95-100). Θεωρώ ότι θα αποτελέσει εκδήλωση νομικής συνέπειας αν η κυβέρνηση, χωρίς κατ’ ελάχιστο να αποστεί από την αιτιολόγηση της μη αποδοχής που προτείνει (την επίκληση της οικονομικής αδυναμίας του κράτους), επισημάνει, στην παράγρ. που αρχίζει με «Όπως αναφέρθηκε …» και μετά τις λέξεις «Με βάση το ανωτέρω κριτήριο, …» ότι : «παρόλο που αναγνωρίζει ότι το σύστημα ελέγχου της εφαρμογής του Αναθεωρημένου ΕΚΧ αποδέχεται το αξίωμα μιας προοδευτικής υλοποίησης των κοινωνικών δικαιωμάτων τέτοιας που να λαμβάνει υπόψη τις οικονομικές δυσκολίες υλοποίησης αυτών (…)». Εκφράζοντας σας τη μεγάλη μου ικανοποίηση για την πρωτοβουλία να κινήσετε τη διαδικασία κύρωσης του ΑΕΚΧ και ευχόμενος να ευοδωθεί η διαδικασία αυτή, είμαι στη διάθεσή σας αν κρίνετε χρήσιμο ότι μπορώ να συνδράμω στην ολοκλήρωση της διαδικασίας, εύλογα μέσα στα όρια που επιβάλλει η θεσμική ιδιότητά μου στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Πέτρος Στάγκος Καθηγητής του δικαίου της ΕΕ και του ευρωπαϊκού δικαίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων, Συμβούλιο της Ευρώπης