• ΣΧΟΛΙΟ: 1. Οι αστικές εταιρείες ρυθμίζονται από τα άρθρα 741 – 784 του Αστικού Κώδικα. Ως τέτοιες νοούνται οι εταιρείες που δεν έχουν εμπορικούς σκοπούς, αλλά επιδιώκουν επιστημονικούς ή άλλους ανιδιοτελείς. Ωστόσο και οι εταιρείες αυτές έχουν πολλές φορές διάφορα εισοδήματα (κυρίως από επιδοτήσεις, δωρεές κ.λπ. ή ακόμη και από κάποιες αναπόφευκτες δραστηριότητες). Έτσι προέκυψε η διάκριση, την οποία δέχεται και η νομοθεσία, των αστικών εταιρειών σε: α) κερδοσκοπικές και β) μη κερδοσκοπικές. Ακόμα, οι επαγγελματικές δικηγορικές εταιρείες, καθώς και οι αντίστοιχες συμβολαιογραφικές, χαρακτηρίζονται απευθείας από το νόμο ως «αστικές» (βλ. άρθρα 1 Π.Δ. 518/89 και 1 Π.Δ. 284/93, αντίστοιχα). Την έννοια της αστικής εταιρείας δίνει το άρθρο 741 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο: «Με τη σύμβαση της εταιρείας δύο ή περισσότεροι έχουν αμοιβαίως υποχρέωση να επιδιώκουν με κοινές εισφορές κοινό σκοπό και ιδίως οικονομικό». Από τη διατύπωση της παραπάνω διάταξης προκύπτει ότι η αστική εταιρεία: α) Μπορεί να επιδιώκει οικονομικό σκοπό – και αυτό είναι το σύνηθες – όχι, όμως, εμπορικό. Οικονομικός είναι ο σκοπός όταν περιέχει παροχές με οικονομική αξία. Η επιδίωξη κέρδους δεν είναι απαραίτητη. β) Μπορεί να μην επιδιώκει οικονομικό (αλλά απλώς μορφωτικό, φιλανθρωπικό, κ.λπ.) σκοπό. γ) Εάν ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι από την αρχή εμπορικός ή μεταβληθεί αργότερα σε εμπορικό, τότε πρόκειται για προσωπική εμπορική εταιρεία (ομόρρυθμη, ετερόρρυθμη) και όχι για αστική. Ένωση προσώπων άρθρου 78 του Αστικού Κώδικα Σύμφωνα με τις διατάξεις του ορίζεται ως ένωση προσώπων εκείνη που επιδιώκει σκοπό μη κερδοσκοπικό. Απαγορεύεται δηλαδή η επιδίωξη κέρδους προς όφελος, είτε του νομικού προσώπου, είτε των μελών του και διακρίνεται από τις εμπορικές εταιρείες από την ανυπαρξία εμπορικού σκοπού. Αστικοί και αγροτικοί συνεταιρισμοί Σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους για τους αστικούς και αγροτικούς συνεταιρισμούς κίνητρο συμμετοχής είναι η διανομή πλεονασμάτων στα μέλη τους, ανάλογα με τις συναλλαγές τους με το συνεταιρισμό. Το γεγονός αυτό είναι εύλογη και πιθανή αιτία να μη ισχύσει για αυτούς η συγκεκριμένη διάταξη, εφόσον σωρευτικά ως φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας θα πρέπει να εφαρμόζουν τα αναφερόμενα α και β της παραγράφου 1 του άρθρου 3. Από τα παραπάνω προκύπτει δυστοκία για το αν μπορούν ή αν θα θελήσουν οι νομικές αυτές οντότητες να χαρακτηριστούν και να ενταχθούν στο καθεστώς των φορέων Κοινωνικής Αλληλέγγυας Οικονομίας, ακόμα και αν πληρούν σωρευτικά τα κριτήρια που τίθενται. Ουσιαστικά η συγκεκριμένη παράγραφος δημιουργεί «κενά». Επιπλέον προωθείται η λογική να καλούνται να υπηρετήσουν τον ίδιο θεσμό με τον ίδιο νόμο, νομικά πρόσωπα με εμφανείς διαφοροποιήσεις και αντιθέσεις ως προς το νομικό και χρηματοοικονομικό τους πλαίσιο (εμπορικός σκοπός – μη εμπορικός, κερδοσκοπικός – μη κερδοσκοπικός, μη διανομή κέρδους – διανομή πλεονάσματος κ.λ.π.). Αν και στην παρούσα φάση δεν γίνεται εύκολα ορατό, μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα και στην εφαρμογή του νόμου, θα δημιουργηθούν παρερμηνείες που με την επικρατούσα τάση της γενίκευσης στην ελληνική κοινωνία και νοοτροπία, όλοι οι φορείς που προβλέπει το σχέδιο νόμου, αλλά και οι ΚοινΣΕπ και οι Συνεταιρισμοί εργαζομένων συλλήβδην, θα έχουν την τύχη της απαξίωσης, αρκεί και μόνο να αναλογιστούμε τα όσα δημοσιοποιήθηκαν στο παρελθόν για τις ΜΚΟ και για κάποιους συνεταιρισμούς, εν δυνάμει πλέον φορείς της κοινωνικής οικονομίας. ΠΡΟΤΑΣΗ: Η διατύπωση της παραγράφου προτείνεται να είναι πλήρως αποσαφηνισμένη με την προσθήκη άρθρων, ως προς την λειτουργία κάθε νομικής οντότητας που μπορεί, με βάση τις διατάξεις του παρόντος Σχεδίου νόμου, να χαρακτηριστεί φορέας Κοινωνικής Αλληλέγγυας Οικονομίας, όπως ακριβώς αναλύονται σε επόμενα άρθρα οι Κοιν.Σ.Επ. και οι Συνεταιρισμοί εργαζομένων.