• Σχόλιο του χρήστη 'Σκίννερ Ανδρέας-Γεώργιος' | 2 Φεβρουαρίου 2020, 00:03

    Προτεραιότητα του παρόντος Σ/Ν θα πρέπει να είναι η αποκατάσταση μίας των αδικιών που επιβλήθηκαν κατά την μνημονιακή περίοδο: της μειώσεως των συντάξεων. Σε αυτήν την κατεύθυνση, προτίνεται η τροποποίηση του προστιθέμενου πίνακα, ώστε τα ποσοστά αναπλήρωσης να είναι αυξημένα σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς, όπως και προτείνονται από το 30ό έως το 40ό έτος ασφάλισης, αλλά να μην περιορίζονται σε αυτά. Μάλιστα, υψίστης σημασίας είναι η μείωση που παρατηρείται από το 45ό έτος κι έπειτα· συγκριτικά με τον νόμο 4387/2016, όπου τα ποσοστά αναπλήρωσης φτάνουν στο 40,80% 39 έτη και έπειτα αυξάνονται κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες ανα έτος, στο προτεινόμενο σχέδιο νόμου φτάνουν στο 50,01% στα 40 έτη, το οποίο και αποτελεί θετικό γεγονός, αλλά έπειτα αυξάνονται κατά μόλις μισή ποσοστιαία μονάδα. Η διαφορά των περίπου 10 ποσοστιαίων μονάδων που εμφανίζεται ανά τα 40 έτη ασφάλισης εξαλείφεται μέχρι τα 45 έτη, ενώ στα 50 παρόμοια διαφορά εμφανίζεται στην ανάποδη κατεύθυνση! Δεν πρέπει να μειωθεί καμία σύνταξη· αυτό δε συμπεριλαμβάνει μόνο αυτές που ήδη καταβάλλονται, αλλά και τις μελλοντικές (ειδάλλως με τη δημιουργία καθεστώτων και συντάξεων διαφορετικών «ταχυτήτων», δημιουργείται ένα άδικο σύστημα). Μάλιστα, οι συντάξεις πρέπει να αυξηθούν, με την συνολική αύξηση των ποσοστών αναπλήρωσης, η οποία θα κάνει πιο ανταποδοτικές τις συντάξεις, σύμφωνα και με το άρθρο 20 του παρόντος, αλλά και με αύξηση της Εθνικής σύνταξης, έστω στα 400 ευρώ. Το ζήτημα της δίκαιης κοινωνικής ασφάλισης και συνταξιοδότησης είναι πολύπλοκο, και απαιτεί τη συγκρότηση πολυκομματικής επιτροπής σε συνεργασία με τον Ε.Φ.Κ.Α. και εκπροσώπους συνταξιούχων και άλλων εμπλεκομένων, για να διασφαλιστεί δικαιοσύνη μεν προς τους συνταξιούχους που προσέφεραν τα μέγιστα στο σύστημα, να εξασφαλίζει δε τουλάχιστον τα αναγκαία στους συνταξιούχους που δεν μπόρεσαν να τα προσφέρουν. Δεν μπορεί ένα τόσο κομβικό ζήτημα να εξαρτάται από μονομερείς νομοθετικές πρωτοβουλίες οποιασδήποτε εξουσίας, χωρίς την άμεση συμμετοχή των πολιτών, και όχι μόνο μέσω αυτής της αδύναμης διαβούλευσης.