• Σχόλιο του χρήστη 'ΠΑΝΑΓΙΩΤης ΧΟΛΑΡΓΟς' | 3 Φεβρουαρίου 2020, 11:38

    Στη σκέψη 30 της 1891/2019 ΣΤΕ σε Ολομέλεια, κρίνεται ότι τα ποσοστά αναπλήρωσης του ν 4387/16 δεν είναι συνταγματικά, ενόψει του ότι το υψηλότερο ποσοστό αναπλήρωσης 42% που δίνει θα έπρεπε να είναι 50% προκειμένου να ικανοποιηθεί η θεωρία που λέει ότι οι εισφορές που δίδονται θα πρέπει να ανταποδίδονται σαν παροχή κατά τουλάχιστον 50%. Επειδή, στον επανυπολογισμό της σύνταξης που έγινε με τον ν 4387/16, το ύψος της σύνταξης της 31-12-2014 έχει υπολογισθεί με ανώτατο όριο ετών τα 35 έτη, και ο έχων 35/35 είχε εκπληρώσει στο μέγιστο την υποχρέωση του προς τον ασφαλιστικό νόμο και ανέμενε το μέγιστο που τούτος ανταπέδιδε ή κάθε φορά νεώτερος θα ανταποδίδει, και επειδή επί πλέον σύμφωνα με το άρθρο 20 του ν 3865/10 εκ των Ενόπλων Δυνάμεων, Σωμάτων Ασφαλείας και Πυροσβεστικού Σώματος, αυτοί που θεμελίωναν συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι την 31-12-2010, έστω και αν αποχωρήσουν μετέπειτα δεν θίγονται στον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης τους από τυχόν συνταξιοδοτικές μεταβολές, βγαίνει το συμπέρασμα ότι τα 35 χρόνια της υπολογισμένης με 35/35 χρόνια σύνταξης, είναι ισόκυρα των 40 χρόνων των με τον ν 4387/16 υπολογισμένων συντάξεων. Επομένως κατά τα προεκτεθέντα στην πιο πάνω 1891/2019 ΣΤΕ συνάγεται πως οι συνταξιοδοτηθέντες με το καθεστώς των 35/35 στρατιωτικοί από την στιγμή που εντάσσονται μέσω του επανυπολογισμού στο ν 4387/16 ή στον παρόντα, θα πρέπει να απολαμβάνουν το υψηλότερο ποσοστό αναπλήρωσης του 50%, στη σχέση εισφορών/παροχών στα 35 έτη, επειδή στον συντάξιμο μισθό της 31-12-2014 αυτά ήσαν τα περισσότερα που ο ασφαλισμένος στρατιωτικός είχε να καλύψει και με αυτά τα χρόνια θα έπρεπε να θεωρείται ότι έχει κατακτηθεί το υψηλότερο ποσοστό αναπλήρωσης. Το παρόν νομοσχέδιο συμμορφώνεται στη ΣΤΕ και δίνει στα 40 χρόνια την αναπλήρωση του 50%, δεν την δίνει όμως ως θα έπρεπε και στα 35 χρόνια του συνταξιούχου στρατιωτικού με τα 35/35, παρά μόνο δίδει 37%. Έτσι το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο γίνεται νόμος που αναδρομικά ρυθμίζει για τους παλαιούς συνταξιούχους, ήδη περαιωθείσες στο παρελθόν ασφαλιστικές σχέσεις κατά τρόπο που το οικονομικό αποτέλεσμα γίνεται πτωχότερο, διότι στη σύγκριση τους με τα νεοεισαχθέντα 40 χρόνια, τα 35 χρόνια βγαίνουν ελλειποβαρή και τυγχάνουν 37% αναπλήρωσης αντί της αρίστης και συνταγματικά ανεκτής του 50%.Ένας νόμος που ρυθμίζει με τρόπο επαχθέστερο τετελεσμένη έννομη σχέση, μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο αν υπάρχει δημοσιονομική στενότητα και κίνδυνος βιωσιμότητας, που όμως αυτοί ακυρώνονται σαν αιτίες στην περίπτωση που ο ίδιος νόμος προβλέπει αυξήσεις για άλλη άλλη μερίδα ασφαλισμένων. Προτείνεται στην κλίμακα με τα έτη ασφάλισης να γίνει ειδική στάση ώστε να επισημανθεί ότι τα 35 χρόνια είναι τα υψηλότερα για τους με 35/35 αποχωρήσαντες και το ποσοστό αναπλήρωσης σε αυτή την περιοχή ετών ασφάλισης, κατ΄εξαίρεση να είναι ιδιαίτερα υψηλό.Στην αντίθετη περίπτωση το βάρος της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης και πάλι επιρρίπτεται μονομερώς στις πλάτες των παλαιών ασφαλισμένων, αν και καθένας εξ αυτών ξεχωριστά έχει συνεισφέρει πόρους στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα αξίας πολλών χιλιάδων ευρώ, μέσω κρατήσεων και μειώσεων των συντάξεων τους.