• Σχόλιο του χρήστη 'ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΛΑΙΝΑΣ' | 4 Φεβρουαρίου 2020, 21:38

    Αξιότιμε κ. Υπουργέ, είναι γνωστό ότι με τις αλλαγές που έχουν γίνει στη συνταξιοδοτική νομοθεσία από την έναρξη της εφαρμογής των ‘μνημονίων’ (2010) μέχρι σήμερα, ουσιαστικά έχει πλέον καταργηθεί η χορήγηση του επιδόματος τέκνων στους συνταξιούχους με ανήλικα ή σπουδάζοντα τέκνα, επίδομα για το οποίο οι εργαζόμενοι διαφόρων κλάδων είχαν αντίστοιχο δικαίωμα στο παρελθόν. Εξαίρεση έχει ουσιαστικά θεσπισθεί μόνο για τους λεγόμενους ‘χαμηλοσυνταξιούχους’, για τους οποίους προβλέπεται να λαμβάνουν το επίδομα τέκνων που χορηγείται ευρύτερα (δια μέσου του Ο.Γ.Α.) σε οικογένειες με χαμηλό εισόδημα. Για το ζήτημα αυτό επιτρέψτε μου να σημειώσω τα ακόλουθα: α) είναι κοινωνικά άδικο Έλληνες πολίτες, οι οποίοι έχουν εργασθεί για πολλά χρόνια και οι οποίοι με απόλυτη συνέπεια έχουν πληρώσει ασφαλιστικές εισφορές και φόρους για τρείς και τέσσερις δεκαετίες, ή και για περισσότερα χρόνια, ως συνταξιούχοι να στερούνται το επίδομα τέκνων επειδή έτυχε να δημιουργήσουν οικογένεια και να αποκτήσουν παιδιά σε κάπως μεγαλύτερη ηλικία και, ως εκ τούτου, τη στιγμή της συνταξιοδότησής τους βρέθηκαν να έχουν παιδιά τα οποία δεν είχαν ενηλικιωθεί ή δεν είχαν ολοκληρώσει τις σπουδές τους. Το άδικο έγκειται στο γεγονός ότι ενώ κατέβαλαν εισφορές για πολλά χρόνια δεν απολαμβάνουν αυτά τα οποία απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι στον επαγγελματικό κλάδο από τον οποίο προέρχονται και οι οποίοι λαμβάνουν επίδομα τέκνων, παρά το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι έχουν πολύ λιγότερα χρόνια εργασίας και, συνακόλουθα, έχουν καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές και φόρους για πολύ λιγότερα χρόνια. Επιβάλλεται μάλιστα να επισημανθεί εν προκειμένω ότι και η πρόβλεψη να χορηγείται επίδομα τέκνων μόνο σε ‘χαμηλοσυνταξιούχους’ πολλές φορές αποβαίνει στην πράξη περισσότερο άδικη, αφού δεν εξετάζεται και δεν λαμβάνεται υπόψη γιατί κάποιος εντάσσεται στην κατηγορία των ‘χαμηλοσυνταξιούχων’. Σε πολλές περιπτώσεις μια χαμηλή σύνταξη είτε είναι αποτέλεσμα του πολύ μικρού αριθμού των χρόνων εργασίας (και ασφάλισης) κάποιου και της πρόωρης συνταξιοδότησής του είτε, ακόμα χειρότερα, είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι κάποιοι (αυτοαπασχολούμενοι κλπ) αν και εργάσθηκαν για πολλά χρόνια και με πολύ καλά εισοδήματα σε όλη τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου, συστηματικά και ενσυνείδητα απέφευγαν να δηλώνουν τα εισοδήματά τους και να καταβάλλουν τις ασφαλιστικές εισφορές που αναλογούσαν στα πραγματικά χρόνια εργασίας τους και στο πραγματικό επίπεδο του εισοδήματος που είχαν, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται τελικά ως ‘αναξιοπαθούντες’. Είναι ευρύτερα γνωστά τα προβλήματα με τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή στην Ελλάδα καθώς επίσης οι στρεβλώσεις που προκαλούνται από τα φαινόμενα αυτά και για το λόγο αυτό παρέλκει η περαιτέρω συζήτηση για το ζήτημα αυτό. β) Η ισχύουσα νομοθετική ρύθμιση, με βάση την οποίοι οι συνταξιούχοι στερούνται το επίδομα τέκνων, το οποίο θα ελάμβαναν εάν είχαν μικρότερη ηλικία και δεν είχαν αποχωρήσει από την εργασία τους και συνταξιοδοτηθεί, εισάγει απαράδεκτες διακρίσεις με βάση την ηλικία και ως εκ τούτου θα μπορούσε να διατυπωθεί η άποψη ότι συνιστά μια ιδιότυπη μορφή ‘ρατσισμού’. Το γεγονός ότι κάποιος αποκτά παιδιά σε κάπως μεγαλύτερη ηλικία δεν αποτελεί λόγο ενοχοποίησής του και τιμωρίας του με περικοπή, μετά τη συνταξιοδότηση, του επιδόματος τέκνων, που θα ελάμβανε εάν είχε μικρότερη ηλικία και βρισκόταν ακόμα στην εργασία. Αυτού του είδους οι νομοθετικές ρυθμίσεις έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη ρητορική που αναπτύσσεται στην εποχή μας από όλες τις πλευρές και τις προσπάθειες που γίνονται διεθνώς για αποφυγή διακρίσεων και για ισότητα στην απόλαυση των δικαιωμάτων, που θεμελιώνονται και απορρέουν από συγκεκριμένα προσωπικά χαρακτηριστικά. Ας μου επιτραπεί μάλιστα να σημειώσω εν προκειμένω ότι δεν είναι δυνατό η Ελληνική Πολιτεία να αναγνωρίζει δικαίωμα και να χορηγεί επίδομα γάμου (μια κατηγορία ‘οικογενειακής παροχής’) στα ζευγάρια του ιδίου φύλου που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης και την ίδια στιγμή να στερεί το επίδομα τέκνων (μια άλλη κατηγορία ‘οικογενειακής παροχής’) από τους συνταξιούχους που έχουν πραγματικές υποχρεώσεις και ευθύνες για ανήλικα ή σπουδάζοντα τέκνα. Η στάση αυτή της Ελληνικής Πολιτείας είναι παντελώς αντιφατική και εξ ολοκλήρου ακατανόητη. γ) Η νομοθετική πρόβλεψη για μη χορήγηση του επιδόματος τέκνων στους συνταξιούχους αντιστρατεύεται και υπονομεύει τις προσπάθειες που γίνονται για ενίσχυση του θεσμού της οικογένειας και την αντιμετώπιση του προβλήματος της υπογεννητικότητας, τόσο σε συμβολικό επίπεδο (με το μήνυμα που εκπέμπει) όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Το πρόβλημα της υπογεννητικότητας έχει εξελιχθεί σε μείζον εθνικό ζήτημα και κατά το παρελθόν έχει απασχολήσει και τη Βουλή των Ελλήνων, η οποία είχε συγκροτήσει ειδική επιτροπή για τη μελέτη του ζητήματος. Το πρόβλημα της υπογεννητικότητας έχει επιδεινωθεί ραγδαία μετά την εφαρμογή των ‘μνημονίων’ στη χώρα μας (2010) και το ζήτημα αυτό έχει βρεθεί στην επικαιρότητα επανειλημμένα τα τελευταία χρόνια. Η οξύτητα αλλά και η μεγάλη σημασία του προβλήματος αυτού συνδέεται άμεσα και με την ανακοίνωση από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων στις αρχές Αυγούστου μιας δέσμης μέτρων για τη στήριξη του θεσμού της οικογένειας, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά στο υπό συζήτηση πρόβλημα. Είναι όμως προφανές ότι η εκ νέου χορήγηση του επιδόματος τέκνων στους συνταξιούχους με ανήλικα ή σπουδάζοντα τέκνα αποτελεί ένα επιπρόσθετο μέτρο στήριξης του θεσμού της οικογένειας, τόσο σε πρακτικό όσο και σε συμβολικό επίπεδο. δ) Το πραγματικό δημοσιονομικό κόστος που προκαλείται από τη χορήγηση του επιδόματος τέκνων στους συνταξιούχους είναι μικρό και μάλιστα βαίνει μειούμενο τα αμέσως επόμενα χρόνια ως αποτέλεσμα της σταδιακής αύξησης του μέσου όρου της (πραγματικής) ηλικίας συνταξιοδότησης όλων των εργαζομένων. Με τη σταδιακή αύξηση της πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης των εργαζομένων στην Ελλάδα, ως αποτέλεσμα τόσο της αύξησης των ορίων της ηλικίας συνταξιοδότησης όσο και των διαφόρων αντικινήτρων που έχουν θεσπισθεί για την πρόωρη συνταξιοδότηση, ο αριθμός των συνταξιούχων με ηλικία μικρότερη των εξήντα ετών συρρικνώνεται δραστικά ενώ τείνει να μηδενιστεί (ως ποσοστό) ο αριθμός των συνταξιούχων με ηλικία μικρότερη των πενήντα πέντε ετών. Συνακόλουθα, ο αριθμός των συνταξιούχων που έχουν ανήλικα ή σπουδάζοντα τέκνα και που δικαιούνται επίδομα τέκνων μειώνεται σταθερά αλλά και το χρονικό διάστημα για το οποίο αυτοί θα δικαιούνται επίδομα τέκνων περιορίζεται συνεχώς. ε) Αδιαμφισβήτητα το μείζον πρόβλημα στην ισχύουσα συνταξιοδοτική νομοθεσία αποτελεί η ‘ανταποδοτικότητα’ του συστήματος που έχει θεσπισθεί (σχέση εισφορών προς απολαβές), υπάρχουν όμως και άλλες ‘λεπτομέρειες’ που χρήζουν επανεξέτασης, αναθεώρησης και διόρθωσης. Μια τέτοια ιδιαίτερα αρνητική ‘λεπτομέρεια’ αποτελούσαν και οι συντάξεις χηρείας, για τις οποίες είχαν θεσπισθεί ακραίες, ‘απάνθρωπες’ και πρωτοφανείς για την ελληνική παράδοση και κουλτούρα ρυθμίσεις. Η επανεξέταση και η διόρθωση του προβλήματος που είχε δημιουργηθεί με τις συντάξεις χηρείας έχει ουσιαστικά ολοκληρωθεί, είναι όμως επιβεβλημένο ανάλογες πρωτοβουλίες να αναληφθούν και σε σχέση με άλλες ‘λεπτομέρειες’, όπως είναι η χορήγηση του επιδόματος τέκνων στους συνταξιούχους με ανήλικα ή σπουδάζοντα τέκνα, ζήτημα για το οποίο έχουν θεσπισθεί ρυθμίσεις παντελώς πρωτόγνωρες και ξένες για την ελληνική πραγματικότητα και κουλτούρα. Ενόψει όλων των ανωτέρω και με δεδομένο τον παντελώς άδικο χαρακτήρα της νομοθετικής πρόβλεψης με βάση την οποία οι συνταξιούχοι στερούνται το επίδομα τέκνων, σας παρακαλώ να επανεξετάσετε το ζήτημα και να προτείνετε προς τη Βουλή των Ελλήνων την επαναφορά / την εκ νέου τη χορήγηση του επιδόματος τέκνων στους συνταξιούχους με ανήλικα ή σπουδάζοντα τέκνα.