• Σχόλιο του χρήστη 'ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ ΣΟΦΙΑΝΟΣ' | 6 Φεβρουαρίου 2020, 12:54

    Ουσιαστικά η απόφαση του ΣΤΕ, σχετικά με το ν. 4387/2016, δέχεται ότι, τα ποσοστά αναπλήρωσης του νέου ασφαλιστικού νόμου θα πρέπει να υπακούουν στις παρακάτω αρχές: • Να υπάρχει κλιμάκωση και να αυξάνονται προοδευτικά ανά κλίμακα ετών ασφάλισης. • Να είναι μεγαλύτερα από τα ποσοστά του ν. 4387/2016. • Να μη παραβιάζουν την αρχή της ανταποδοτικότητας. • Να μη παραβιάζουν την αρχή της ισότητας. • Να μη παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας. Το νέο ασφαλιστικό έρχεται ευθέως σε αντίθεση με τα παραπάνω, διότι: 1. Τα ποσοστά αναπλήρωσης δεν αυξάνονται προοδευτικά ( 39-40 έτη ποσοστό αναπλήρωσης 2,55, 40-41 έτη ποσοστό αναπλήρωσης 0,50 ). Το ποσοστό αναπλήρωσης 50% αναφέρεται στα 40 έτη ασφάλισης για περισσότερα δε έτη θα πρέπει να αυξάνεται με μεγαλύτερο ή τουλάχιστον κατά το ίδιο ποσοστά (2,55) ανά έτος. 2.Το 50,51% για 41 έτη δεν συνάδει με το ότι τα ποσοστά πρέπει να αυξάνονται προοδευτικά ανά κλίμακα ετών ασφάλισης. Τα ποσοστά αναπλήρωσης μετά τα 44 έτη είναι μικρότερα του ν. 4387/2016 ο οποίος κρίθηκε ότι έδινε χαμηλά ποσοστά αναπλήρωσης. 3. Παραβιάζει ευθέως τις αρχές της ανταποδοτικότητας, αναλογικότητας και ισότητας. Εφόσον δεν διορθωθούν τα ποσοστά αναπλήρωσης ή διορθωθούν επιλεκτικά για ορισμένες κατηγορίες ασφαλισμένων ή υπάρξουν διατάξεις που δεν υπηρετούν τις αρχές της ανταποδοτικότητας, αναλογικότητας και ισότητας, ο νέος νόμος έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την απόφαση του ΣΤΕ και η προσφυγή σε αυτό είναι αναπόφευκτη. Αλήθεια πως είναι δυνατό το δικαστήριο να κάνει αποδεκτή την προτεινόμενη κλιμάκωση των ποσοστών αναπλήρωσης όταν έχει εκδώσει τη παρακάτω απόφαση ???????????. Παραθέτω την περίληψη της απόφασης του ΣΤΕ ως προς τα ποσοστά αναπλήρωσης: ΣΤ. Περαιτέρω, έγινε δεκτό, κατά πλειοψηφία, ότι ναι μεν υπάρχει κλιμάκωση, ως προς τα θεσπιζόμενα με το άρθρο 8 του ν. 4387/2016 ποσοστά αναπληρώσεως, βάσει των οποίων υπολογίζεται η ανταποδοτική σύνταξη και τα οποία εφαρμόζονται και για τον επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων κύριων συντάξεων, τα ποσοστά δηλαδή αυτά αυξάνονται προοδευτικά ανά κλίμακα ετών ασφάλισης, τα νέα, όμως, αυτά ποσοστά αναπληρώσεως, αυτά καθ’ εαυτά, είναι ιδιαιτέρως χαμηλά, η δε εφαρμογή τους, ως εκ του ύψους και της ανά τριετία κλιμακώσεώς τους, τόσο στο μέσο όρο των μηνιαίων αποδοχών καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου προκειμένου για τους μελλοντικούς συνταξιούχους, όσο και στον συντάξιμο μισθό επί του οποίου κανονίσθηκε η χορηγηθείσα σύνταξη προκειμένου για τους ήδη συνταξιούχους, οδηγεί στη χορήγηση ανταποδοτικής συνταξιοδοτικής παροχής, η οποία τελεί σε προφανή δυσαναλογία προς τις ανωτέρω αποδοχές, ενόψει του ότι το υψηλότερο ποσοστό αναπληρώσεως των εν λόγω αποδοχών είναι κατώτερο του 50%, και προς τις καταβληθείσες με βάση τις αποδοχές αυτές εισφορές. Υπό τα δεδομένα αυτά, τα συγκεκριμένα ποσοστά αναπληρώσεως παραβιάζουν την αρχή της ανταποδοτικότητας, η οποία αποτελεί έκφανση της αρχής της αναλογικότητας, υπό την έννοια της υπέρβασης του ανεκτού ορίου μέχρι του οποίου είναι επιτρεπτή, κατά το Σύνταγμα, η έλλειψη ανταποδοτικότητας εισφορών – παροχών. Η ανωτέρω παραβίαση της αρχής της ανταποδοτικότητας δεν αναιρείται, εξ άλλου, από τη χορηγούμενη από το σύστημα του ν. 4387/2016 εθνική σύνταξη, το ύψος της οποίας παραμένει σταθερό και δεν επηρεάζεται από τον αριθμό των (πέραν των 20) ετών ασφαλίσεως και το ύψος των αποδοχών. Περαιτέρω δε, το σύστημα του ανωτέρω ν. 4387/2016, ως προς την χορηγούμενη από αυτό συνολική συνταξιοδοτική παροχή (εθνική, ανταποδοτική και επικουρική), οδηγεί σε παραβίαση της αρχής της ισότητας, διότι, όπως προκύπτει από τον πίνακα 9 του οικ. 20263/121/4.5.2016 ενημερωτικού σημειώματος της Προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, η χορηγούμενη από το σύστημα του νόμου συνολική συνταξιοδοτική παροχή εξασφαλίζει σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό αναπλήρωσης (σχέση συνολικής συνταξιοδοτικής παροχής προς μέσο όρο αποδοχών καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου ή συντάξιμο μισθό) σε πρόσωπα που υπάγονται στην ίδια κλίμακα από πλευράς χρόνου ασφαλίσεως και έχουν μικρότερες κατά μέσο όρο αποδοχές ή συντάξιμο μισθό σε σχέση με πρόσωπα που ανήκουν στην ίδια κλίμακα αλλά έχουν μεγαλύτερο μέσο όρο αποδοχών ή συντάξιμο μισθό.