• Η διάταξη του αρ. 48 § 1 προβλέπει ότι είναι άκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας μισθωτού, ο οποίος ζήτησε ή έλαβε άδεια ή ευέλικτη ρύθμιση ή επειδή άσκησε κάποιο δικαίωμα από τα προβλεπόμενα στο Μέρος ΙΙΙ του ν/σ. Η παρ. 2 του εν λόγω άρθρου μετατρέπει την καταγγελία της σύμβασης εργασίας σε αιτιώδη, με υποχρέωση του εργοδότη να γνωστοποιεί εγγράφως τους λόγους της απόλυσης. Η διατύπωση της παραγράφου 3 προκαλεί ερμηνευτικά ζητήματα σχετικά με την αντιστροφή του βάρους απόδειξης σε περίπτωση άσκησης αγωγής εργαζομένου που απολύθηκε. Ειδικότερα, η διάταξη απαιτεί από τον εργαζόμενο να «…τεκμηριώνει […] πραγματικά περιστατικά ικανά να στηρίξουν την πεποίθηση ότι απολύθηκε γιατί ζήτησε ή έλαβε άδεια ή διευκόλυνση του παρόντος Μέρους…». Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης έχει το βάρος απόδειξης ότι η καταγγελία έγινε για άλλους λόγους. Φρονούμε ότι η παρούσα διάταξη είναι προβληματική, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του ΚΠολΔ και του δικαίου της απόδειξης στην ειδική διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών. Συγκεκριμένα, πρέπει να διευκρινιστεί το πώς νοείται δικονομικά η «τεκμηρίωση» από την πλευρά του εργαζόμενου, ώστε να φέρει ο εργοδότης το βάρος της απόδειξης. Κατά την άποψή μας είναι ορθότερο να προβλεφθεί ότι η επίκληση και όχι η τεκμηρίωση από τον εργαζόμενο των απαιτούμενων πραγματικών περιστατικών αντιστρέφει το βάρος της απόδειξης.