• α. Η προτεινόμενη διάταξη της παρ. 2 προκαλεί ερμηνευτικά ζητήματα σχετικά με την αντιστροφή του βάρους απόδειξης σε περίπτωση άσκησης αγωγής εργαζομένου που απολύθηκε. Φρονούμε ότι η παρούσα διάταξη είναι προβληματική, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του ΚΠολΔ και του δικαίου της απόδειξης στην ειδική διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών. Συγκεκριμένα, πρέπει να διευκρινιστεί το πώς νοείται δικονομικά η απόδειξη πραγματικών περιστατικών ικανών να «στηρίξουν την πεποίθηση ότι η απόλυση είναι άκυρη σύμφωνα με την παρ. 1» από την πλευρά του εργαζόμενου, ώστε να φέρει ο εργοδότης το βάρος της απόδειξης ότι η απόλυση είναι έγκυρη. Κατά την άποψή μας, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι εφόσον ο εργαζόμενος επικαλείται με το δικόγραφο της αγωγής του ότι η απόλυση έγινε για κάποιον από τους λόγους που απαριθμούνται στην παράγραφο 1, τότε ο εργοδότης πρέπει να φέρει το βάρος απόδειξης. β. Η παράγραφος 5 προβλέπει ότι η μη τήρηση τυπικών προϋποθέσεων στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας θεραπεύεται εντός προθεσμίας 4 μηνών. Με την προτεινόμενη διάταξη δημιουργείται ζήτημα εάν η πλήρωση κάποιας προϋπόθεσης εντός του 4μήνου θεραπεύει την καταγγελία αναδρομικά με αποτέλεσμα να μην υφίσταται υπερημερία. Περαιτέρω, σε περίπτωση πλήρωσης των προϋποθέσεων μετά την προθεσμία των 4 μηνών η αρχική καταγγελία λογίζεται ως ανυπόστατη και όχι ως άκυρη, με αποτέλεσμα να απαιτείται η πραγματική προσφορά των υπηρεσιών για να αξιώσει ο εργαζόμενος μισθούς υπερημερίας. Φρονούμε ότι η προτεινόμενη διάταξη της παρ. 5 είναι προβληματική, απορρυθμίζει πλήρως το δίκαιο της καταγγελίας με δυσμενείς συνέπειες για τον απολυθέντα μισθωτό, και πρέπει να απαλειφθεί.