• Με αφορμή τη θέση σε Δημόσια Διαβούλευση του σχεδίου νόμου για τη διαδικασία επίλυσης των συλλογικών διαφορών, επιθυμούμε κατ΄ αρχήν να επισημάνουμε το εξής: Η εφαρμογή του Νόμου 1876/1990, για μια σχεδόν 20ετία επέδειξε μια σχετικά ομαλή και ικανοποιητική εξέλιξη στην επίλυση των συλλογικών διαφορών, με εξαίρεση τη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής της πλευράς των εργαζομένων στη διαδικασία της Διαιτησίας, ρύθμιση, η οποία επί της ουσίας, διατήρησε την ανισότητα στην αντιμετώπιση των κοινωνικών εταίρων Άρθρο 3 παράγραφοι 1 & 2 Με το σχέδιο νόμου, στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 & 2 επιχειρείται μια προσπάθεια εξισορρόπησης του δικαιώματος εργοδοτών και εργαζομένων, με την εισαγωγή της δυνατότητας προσφυγής στη διαιτητική διαδικασία και των δύο μερών. Ωστόσο, διαφωνούμε με την πρόβλεψη του άρθρου 3 η οποία αφορά στη δυνατότητα επανεξέτασης της ρύθμισης της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία μετά την παρέλευση 8 ετών, δεδομένου ότι αυτή θέτει εκ προοιμίου υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης των κοινωνικών εταίρων. Άρθρο 3 παράγραφος 7 Στο άρθρο 3 παράγραφος 7 αναφέρεται ότι στις περιπτώσεις προσφυγής στη Διαιτησία αναστέλλεται η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας για διάστημα δέκα ημερών από την ημέρα προσφυγής. Επί του θέματος θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι σε όλα τα στάδια της συλλογικής διαπραγμάτευσης από την έναρξη των διμερών συνομιλιών μέχρι και την επίλυση της συλλογικής διαφοράς είτε μέσω της Μεσολάβησης είτε μέσω της προσφυγής στη Διαιτησία είναι αυτονόητη η ύπαρξη εργασιακής ειρήνης. Εξάλλου το καθεστώς των συλλογικών διαπραγματεύσεων δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τεχνική που θα οδηγήσει τους κοινωνικούς εταίρους στη συνομολόγηση συμβάσεων, αλλά ως μέσο διαλόγου, σύγκλισης και οικοδόμησης κοινωνικής συναίνεσης και οι όποιες πιέσεις ασκούνται, συνιστούν τροχοπέδη στον εκσυγχρονισμό και στην αναβάθμιση των κοινωνικών συνομιλιών.