Σχέδιο Δράσης OGP OGP

  • Σχόλιο του χρήστη 'ΜΑΡΙΑ ΘΑΝΟΠΟΥΛΟΥ' | 5 Οκτωβρίου 2012, 18:48

    Η παρούσα συντομότατης διάρκειας διαβούλευση δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον ουσιαστικό διάλογο πού -για μία ακόμη φορά- δεν έχει γίνει για τα ζωτικά θέματα του χώρου της κοινωνικής έρευνας ανάμεσα στην ακαδημαϊκή - ερευνητική κοινότητα και την πολιτεία. Η απλή έκφραση γνώμης στο πλαίσιο της διαβούλευσης αυτής αποτελεί μια πυροσβεστικού τύπου προσπάθεια της ερευνητικής κοινότητας να προλάβει την υλοποίηση ειλημμένων αποφάσεων καταστροφικών όχι μόνο για το χώρο της έρευνας και τους θεσμούς της, αλλά και για το δημόσιο γενικότερα. Η ένταξη του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ΕΚΚΕ στο Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου ΕΙΕ στην ουσία αποτελεί μια περίεργη υπαγωγή ενός ολόκληρου δημόσιου θεσμού σ΄ένα ίδρυμα μέσω συρρίκνωσης του πρώτου. Η προωθούμενη ρύθμιση προκαλεί σκεπτικισμό και αγανάκτηση ειδικά σε όσους έχουν βιώσει επιί μακρόν τα της ερευνητικής περιπέτειας στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα: 1) Ο θεσμικός χώρος της κοινωνικής έρευνας υφίσταται, εδώ και χρόνια, διαδικασίες σταδιακής φτωχοποίησης και ερημοποίησης, διαδικασίες πού σήμερα γωρίζει όλο και περισσότερο η ελληνική κοινωνία. Οι περικοπές προϋπολογισμών, η αδυναμία ανανέωσης προσωπικού, η επαπειλούμενη κατά καιρούς κατάργηση του ΕΚΚΕ έχουν αποτελέσει το προοίμιο της υποβάθμισης του θεσμού και της απαξίωσης της κοινωνικής έρευνας. Πολύ πρόσφατα το Κέντρο απώλεσε τά δύο από τά τρία Ινστιτούτα του. Σήμερα η προτεινόμενη ρύθμιση συνεπάγεται την κατάργηση καί του ίδιου του Κέντρου, πράγμα πού αποτελεί συνεπή συνέχεια της ακολουθούμενης πολιτικής για την κοινωνική έρευνα. 2) Παράλληλα το «νομοθετείν» περί έρευνας, όπως εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια, χαρακτηρίζεται από τάση κατακερματισμού και διασκορπισμού σημαντικών ζητημάτων της έρευνας σε γενικά νομοσχέδια. Αποτέλεσμα αυτού είναι αναρμόδια υπουργεία να καθίστανται αρμόδια, τα εναλλάξ αρμόδια υπουργεία (Ανάπτυξης, Παιδείας ) να σιωπούν ή να νίπτουν τας χείρας τους ενώπιον « ειλημμένων αποφάσεων» καί οι δημοσιονομικές πολιτικές όχι μόνο να υποσκελίζουν τις εικαζόμενες ερευνητικές πολιτικές, αλλά και να επεκτείνονται άνευ ορίων στην υποκατάσταση των τελευταίων. Εξ αυτού απορρέει και η ένταξη ερευνητικών κέντρων σε λίστες φορέων του δημοσίου και η υπαγωγή τους σε σχεδιασμούς που καμμία σχέση δεν έχουν με το χώρο της έρευνας. 3) Η ένταξη του ΕΚΚΕ στη λίστα των υπό κατάργηση – συγχώνευση φορέων του δημόσιου τομέα τον περασμένο Ιούλιο προοιώνισε μια άλλη ένταξη,την επερχόμενη ένταξη του ΕΚΚΕ στο ΕΙΕ με τη μορφή ενός Ινστιτούτου. Στην πραγματικότητα όμως προοιώνισε αυτό που επιβεβαιώνεται με το άρθρο 9, την απόσυρση του Κράτους από την προστασία της κοινωνικής έρευνας ως δημόσιου αγαθού και την περαιτέρω «φτωχοποίηση» της κοινωνίας η οποία –πλήν των αλλων αποστερήσεων- θα αποστερηθεί και ένα ιστορικό δημόσιο θεσμό πού την μελετά. Κατά παράβαση του Συντάγματος τό αρθρο 9 θεσπίζει μια μεγάλη οπισθοδρόμηση, την κατάργηση του ειδικού ερευνητικού θεσμού για την κοινωνική ερευνα. Παράλληλα κηρύσσει την έναρξη της διάλυσης του δημόσιου ερευνητικου ιστού και προβλέπει την εκχώρηση άνευ όρων δημόσιας περιουσίας –της περιουσίας του ΕΚΚΕ (βιβλιοθήκη και εκδόσεις)- στον ερευνητικό φορέα υποδοχής, έτσι ώστε η περιουσία του ΕΚΚΕ να περιέρχεται στην κυριότητα και αποκλειστική χρήση του αναφερόμενου ως νέου ΕΙΕ. 4) Η προωθούμενη ρύθμιση στηρίζεται σε «ειλημμένες αποφάσεις» που δεν αιτιολογούνταιι από κάποιο σχεδιασμό, ούτε τεκμηριώνονται από μελέτη βιωσιμότητας και σκοπιμότητας όπως ο νόμος ορίζει. Η ερευνητική κοινότητα του ΕΚΚΕ καλείται, στο όνομα του εξορθολογισμού, να ξεχάσει βασικά αξιώματα της ερευνητικής εργασίας και να αποδεχτεί ότι η άσκηση ερευνητικής πολιτικής δεν χρήζει καμμίας τεκμηρίωσης. Πέραν του οτι δεν υπάρχει σχεδιασμός που να τεκμηριώνει την κατάργηση του υφιστάμενου καταξιωμένου θεσμού ΕΚΚΕ, δεν υπάρχει ούτε σχεδιασμός που να σκιαγραφεί τη φυσιογνωμία του εντασσόμενου στο ΕΙΕ Ινστιτούτου. Το διάταγμα στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 9 αποτελεί μια αόριστη υπόσχεση επιβίωσης του αντικειμένου που υπηρετεί το ΕΚΚΕ σήμερα και μια εν δυνάμει απειλή νέων μεταρρυθμίσεων προς άγνωστη κατεύθυνση για το ίδρυμα υποδοχής. Μεταξύ άλλων θα επαναπροσδιοριστούν τα ειδικότερα προσόντα που απαιτούνται για την πρόσληψη προσωπικού. 5) ‘Ομως η ιστορία των θεσμών είναι συνυφασμένη με την ιστορία των ανθρώπων τους. Μαζί με την καταρράκωση του θεσμού στο άρθρο 9 προδιαγράφεται και το αβέβαιο μέλλον του προσωπικού πού τον υπηρετεί. Μέσω των ρυθμίσεων του άρθρου αυτού όχι μόνο πλήττονται σοβαρά μακρές προσωπικές επαγγελματικές διαδρομές των ανθρώπων της έρευνας, αλλά και υποβαθμίζεται το υψηλών προσόντων επιστημονικό δυναμικό της χώρας σε μια εποχή κατά την οποία η πολιτεία θα έπρεπε με κάθε τρόπο να αξιοποιήσει την γνώση και την εμπειρία του. Το γεγονός ότι το δυναμικό αυτό αντιμετωπίζεται απαξιωτικά μαρτυρεί μια ακόμη φορά ποια είναι τελικώς η πραγματική πολιτική για την κοινωνική έρευνα. 6) Κατά παράβαση του Συντάγματος, η άρση της μονιμότητας των ερευνητών ως δημοσίων λειτουργών και των λοιπών δημοσίων υπαλλήλων, εκτός των άλλων ζητημάτων που εγείρει (ασφαλιστικό, εφάπαξ, συνταξιοδοτικό) – τα οποία και χρήζουν νομοθετικής ρύθμισης- σηματοδοτεί τον κινδυνο να ενισχυθεί το πελατειακό συστημα στο χώρο της έρευνας, ειδικότερα σε περίοδο συνεχών περικοπών όταν η διατήρηση της θέσης εργασίας κάθε άλλο παρά θα είναι αυτονόητη. Οσα προαναφέρθηκαν τεκμηριώνουν μερικούς από τους λόγους για τους οποίους η διάταξη του αρθρου 9 πρέπει να αποσυρθεί από το νομοσχέδιο αυτό άμεσα. Για να αποφευχθούν σπασμωδικές και καταστροφικές για την έρευνα ρυθμίσεις το ζήτημα του ΕΚΚΕ είναι επιτακτικό να εξεταστεί σοβαρά και εμπεριστατωμένα στο πλαίσιο της συνολικής αναδιάρθρωσης του ερευνητικού ιστού της χώρας. Μαρία Θανοπούλου, Διευθύντρια Ερευνών, ΕΚΚΕ