Σχέδιο Δράσης OGP OGP

  • Σχόλιο του χρήστη 'Δημήτρης Οικονόμου' | 18 Ιανουαρίου 2014, 20:53

    Η κατάργηση περιττών οργανισμών και υπηρεσιών του δημοσίου είναι χωρίς αμφιβολία μεταρρυθμιστικό και αναγκαίο βήμα. Ωστόσο, για κάθε συγκεκριμένο οργανισμό, πρέπει να τεκμηριωθεί η σκοπιμότητα της κατάργησής του και να εκτιμηθεί το ισοζύγιο θετικών και αρνητικών συνεπειών. Στην περίπτωση των Οργανισμών Αθήνας (ΟΡΣΑ) και Θεσσαλονίκης (ΟΡΘΕ) το μόνο κατ’ αρχήν θετικό στοιχείο θα ήταν η εξοικονόμηση του κόστους λειτουργίας τους. Στην πράξη, ωστόσο, με δεδομένο ότι (α) οι αρμοδιότητές του δεν καταργούνται αλλά μεταφέρονται σε νέο-συνιστώμενα τμήματα του ΥΠΕΚΑ, και (β) ότι οι δύο Οργανισμοί έχουν ήδη αποψιλωθεί από προσωπικό (ενδεικτικά, ο ΟΡΣΑ διαθέτει πλέον μόνο περί τους 20 υπαλλήλους, στη μεγάλη πλειονότητά τους αποσπασμένους από το ΥΠΕΚΑ στο οποίο απλώς θα επανέλθουν), είναι προφανές ότι το καθαρό χρηματικό όφελος, αν υπάρξει, θα είναι πολύ περιορισμένο. Τα δύο νέα τμήματα θα απαιτήσουν υπαλλήλους, χώρους και εξοπλισμό, με αποτέλεσμα το όποιο κέρδος από την κατάργηση των Οργανισμών να εξανεμισθεί. Μόνο δραστική μείωση του αριθμού των υπαλλήλων θα μπορούσε να οδηγήσει σε ουσιαστική εξοικονόμηση, αλλά αυτό είναι αδύνατον, αν τα δύο νέα τμήματα υποκαταστήσουν πραγματικά τους Οργανισμούς στις αρμοδιότητές τους. Ας σημειωθεί, ενδεικτικά, ότι ο ΟΡΣΑ ασκεί τόσο το στρατηγικό όσο και μέρος του πιο εφαρμοσμένου σχεδιασμού για το σύνολο της Αττικής, δηλ, μιας περιοχής που περιλαμβάνει περί το 40% του πληθυσμού και ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας, με στελέχη που είναι μακράν λιγότερα αυτών των αντίστοιχων υπηρεσιών πολλών μεσαίων δήμων. Τα μεγέθη για την περιοχή ευθύνης του ΟΡΘΕ είναι μικρότερα, αλλά επίσης σημαντικά. Το προηγούμενο σημείο οδηγεί και στον πυρήνα του ζητήματος. Οι μητροπολιτικές περιοχές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης αποτελούν όχι μόνο μεγάλες αλλά και εξαιρετικά πολύπλοκες χωρικές ενότητες, με στρατηγική σημασία για την ανταγωνιστικότητα και τη χωρική οργάνωση της Ελλάδας, και πολυδιάστατα προβλήματα περιβάλλοντος, πολεοδομίας και ανάπτυξης. Η διαχείρισή τους προϋποθέτει υπηρεσίες μεγάλης κλίμακας και εξειδικευμένα στελέχη οι οποίες οφείλουν να λειτουργούν συντονιστικά έναντι ενός μεγάλου αριθμού άλλων υπουργείων και ΔΕΚΟ, και να προωθούν διαδικασίες διακυβέρνησης (governance) εντάσσοντας στη λογική του μητροπολιτικού σχεδιασμού και τους φορείς του ιδιωτικού και του κοινωνικού τομέα. Οι δύο Οργανισμοί έχουν την ευθύνη της εφαρμογής εξαιρετικά σύνθετων σχεδίων, των Ρυθμιστικών Σχεδίων Αθήνας και Θεσσαλονίκης (που μάλιστα, μετά από δεκαετίες, βρίσκονται σε φάση επικαιροποίησης με την ψήφιση στο άμεσο μέλλον δύο αντίστοιχων νόμων) καθώς και Σχεδίων Ολοκληρωμένης Αστικής Παρέμβασης (ΣΟΑΠ) στα δύο πολεοδομικά συγκροτήματα. Τόσο τα δύο νέα Ρυθμιστικά Σχέδια όσο και τα ΣΟΑΠ απαιτούν για την εφαρμογή τους προώθηση μεγάλου αριθμού νέων θεσμικών ρυθμίσεων, σύνταξη σχεδίων ενδιάμεσου επιπέδου ή εφαρμογής, και εμπλοκή (και συντονισμό) πολλών άλλων δημόσιων και ιδιωτικών φορέων. Όλα τα παραπάνω δεν μπορούν να γίνουν από συμβατικά τμήματα ενός υπουργείου, που είναι τελείως αναντίστοιχα με το μέγεθος του έργου που είναι αναγκαίο για το σχεδιασμό των δύο μητροπολιτικών περιοχών και συνοπτικά αναφέρουμε πιο πάνω. Κατά μείζονα λόγο, συμβατικά τμήματα υπουργείων, δεν διαθέτουν ούτε τη θεσμική ευελιξία και μερική αυτονομία, ούτε την ευρύτερη νομιμοποίηση που προσδίδει στους δύο Οργανισμούς το γεγονός ότι διοικούνται όχι αποκλειστικά από το Υπουργείο αλλά από Εκτελεστική Επιτροπή ευρύτερης σύνθεσης, στην οποία αντιπροσωπεύονται και άλλοι δημόσιοι φορείς (δήμοι, περιφέρειες, ανεξάρτητοι επιστήμονες κύρους). Θεωρούμε ότι η κατάργηση των δύο Οργανισμών, με ελάχιστο ή μηδενικό χρηματικό όφελος, θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στο χωρικό σχεδιασμό και τη διακυβέρνηση των δύο μητροπολιτικών περιοχών της χώρας. Η απόφαση αυτή, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση και με όποια διακηρυγμένη κίνηση προς την κατεύθυνση της αποκέντρωσης, αφού αποτελεί βήμα επανασυγκέντρωσης αρμοδιοτήτων στο στενό πυρήνα της κεντρικής εξουσίας, πρέπει να αρθεί. Αυτό που απαιτείται, αντίθετα, είναι η αναβάθμιση των δύο Οργανισμών, ποσοτικά αλλά ακόμα περισσότερο θεσμικά, με ενίσχυση της ανεξαρτησίας και του κύρους τους, ούτως ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν ως φορείς μητροπολιτικής διακυβέρνησης, όπως συμβαίνει με αντίστοιχους φορείς άλλων μεγάλων πόλεων της Ευρώπης (Greater London Authority, Institut d’aménagement et d’urbanisme de la Région parisienne (IAURP) κλπ.). Δημήτρης Οικονόμου, Καθηγητής Πολεοδομίας-Χωροταξίας Πανεπιστημίου Θεσσαλίας