• Άρθρο 15 παρ. 3 Με τη διάταξη αυτή προστέθηκαν στην παρ. 3 του άρθρου 17 του Ν. 3316/2005 εδάφια σύμφωνα με τα οποία «Στα τεύχη του διαγωνισμού τίθενται όροι που διασφαλίζουν την παροχή της δάνειας ικανότητας κατά την εκτέλεση της σύμβασης από τον τρίτο προς τον ανάδοχο. Η μη τήρηση των όρων συνιστά λόγο για την έκπτωση του αναδόχου και την ανάθεση της σύμβασης στον επόμενο κατά σειρά κατάταξης υποψήφιο». Αναφέρονται εν προκειμένω όροι της προκήρυξης που θα διασφαλίζουν την παροχή της δάνειας ικανότητας ΧΩΡΙΣ όμως ούτε να ορίζονται ούτε να προσδιορίζεται το πλαίσιο εντός του οποίου θα διαμορφωθούν ούτε από ποιον θα καθορίζονται πχ από ΑΕΜΕ ή από την Αναθέτουσα. Πχ. οι όροι θα αφορούν τον τρόπο δέσμευσης της επιχείρησης που θέτει τις δυνατότητές της στη διάθεση του υποψηφίου αναδόχου, την δυνατότητα παροχής δάνειας ικανότητας κ.λ.π. Ενδέχεται δηλαδή οι όροι που θα τίθενται να είναι ιδιαιτέρως επαχθείς ή ασύμφοροι για τον δανειστή ή ακόμη και για τον υπέρ ου η «δάνεια ικανότητα» που να καθιστούν ανεφάρμοστη την συγκεκριμένη δυνατότητα στήριξης στις δυνατότητες τρίτου για την κάλυψη των προϋποθέσεων τεχνικής ικανότητας, όρος που έχει θεσπισθεί και κατοχυρωθεί και από το κοινοτικό δίκαιο και ως εκ τούτου οποιαδήποτε καταστρατήγησή του καθιστά την αντίστοιχη νομοθετική ρύθμιση αντίθετη σε κανόνα του κοινοτικού δικαίου και ως εκ τούτου ακυρωτέα. Επιπλέον και λόγω της διαστρέβλωσης της χρηματοοικονομικής επάρκειας που προβλέπεται ως κριτήριο ποιοτικής επιλογής από την κοινοτική έννομη τάξη, με τις διατάξεις του παρόντος νομοσχεδίου δεν προβλέπεται η δυνατότητα παροχής δάνειας ικανότητας για την κάλυψη του κριτηρίου χρηματοοικονομικής επάρκειας των παρ. 5, 6 και 7 του άρθρου 17, γεγονός που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το άρθρο 47 της 2004/18/ΕΚ. Άρθρο 15 παρ. 4 1. Δεν τίθενται ελάχιστα απαιτούμενα προσόντα ή κριτήρια ποιοτικής επιλογής αναφορικά με το φυσικό πρόσωπο που συμμετέχει υποχρεωτικά στην ομάδα μελέτης και διαθέτει πτυχίο των τάξεων Γ΄ ή Δ΄ του Μητρώου Εμπειρίας Κατασκευαστών, ή ανάλογη εμπειρία στην αντίστοιχη κατηγορία έργου. Επιπροσθέτως, η διατύπωση του δευτέρου εδαφίου της παρ. 4 θα πρέπει να εξειδικευθεί περισσότερο και να διατυπωθεί κατά τρόπον, ώστε να είναι σαφές ότι δεν κωλύονται να συμμετέχουν σε ομάδες μελέτης τα στελέχη ή υπάλληλοι κατασκευαστικών εταιρειών μόνον για την πλήρωση της υποχρέωσης της εν λόγω παραγράφου, δηλαδή της συμμετοχής φυσικού προσώπου με εμπειρία κατασκευαστή για την συνυπογραφή και πιστοποίηση σε συνεργασία με τον μελετητή της κατασκευασιμότητας της μελέτης. 2. Με την παρούσα διάταξη επανέρχεται, μετά την κατάργηση του Ν. 716/77, η έννοια του «φόρτου» ως κριτήριο όχι μάλιστα ανάθεσης αλλά ποιοτικής επιλογής του υποψηφίου αναδόχου και μάλιστα ως κριτήριο χρηματοοικονομικής επάρκειας του υποψηφίου, διαστρεβλώνοντας κατά τον τρόπο αυτό την έννοια της οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας, όπως ορίζεται στο άρθρο 47 της ΟΔΓ 2004/18/ΕΚ και ενσωματώθηκε και στην ελληνική έννομη τάξη με το άρθρο 45 Του Π.Δ. 60/2007. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 44 της κοινοτικής οδηγίας οι Αναθέτουσες Αρχές ορίζουν τα ελάχιστα απαιτούμενα επίπεδα οικονομικής και χρηματοοικονομικής ικανότητας για την ανάληψη της σύμβασης, καθώς και τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για την απόδειξή τους και συγκεκριμένα βεβαιώσεις τραπεζών, ολικός κύκλος εργασιών ή κύκλος εργασιών στους τομείς δραστηριότητας της υπό ανάθεση σύμβασης κ.λ.π. Το πνεύμα των ανωτέρω διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας είναι να επιλέγονται, πάντα κατ’ αναλογία με το αντικείμενο της υπό ανάθεση σύμβασης, οι υποψήφιοι που διαθέτουν την οικονομική δυνατότητα και επιφάνεια για την χρηματοδότηση και υλοποίησή της. Ιδιαίτερα μάλιστα στην χώρα μας, που οι πληρωμές των αναδόχων του δημοσίου διενεργούνται με εξαιρετικές καθυστερήσεις. Το πνεύμα των κοινοτικών οδηγιών περί αναθέσεων συμβάσεων μελετών αντιστρέφεται με την παρούσα διάταξη, καθώς τίθεται ως κριτήριο ποιοτικής επιλογής (δηλαδή on – off) το ύψος του ανεκτέλεστου τμήματος συμβάσεων, με αποτέλεσμα να προκρίνονται υποψήφιοι που έχουν μικρό ύψος ανεκτέλεστου διότι έχουν αναλάβει συμβάσεις χαμηλού προϋπολογισμού ή και καθόλου ανεκτέλεστο, ενδεχομένως διότι δεν έχουν αναλάβει εκπόνηση συμβάσεων. Και αντιστοίχως να αποκλείονται ή να περιορίζονται σε χαμηλά ποσοστά συμμετοχής μελετητές και γραφεία μελετών με υψηλό ανεκτέλεστο, που όμως συνεπάγεται κατά κανόνα μεγαλύτερη εμπειρία, μεγαλύτερη ικανότητα εκπόνησης και συντονισμού μεγάλων μελετών και εν γένει οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια κατά την έννοια των κοινοτικών οδηγιών. Και τούτο παρά το γεγονός ότι οι τροποποιήσεις του νόμου έχουν σύμφωνα και με την αιτιολογική έκθεση στόχο μεταξύ άλλων και την εναρμόνιση των διατάξεών του με την κοινοτική νομοθεσία σε θέματα όπως η δημιουργία μεγάλων και συνεκτικών μελετητικών σχημάτων, ακόμη και ομίλων, η κατάργηση των ελάχιστων ορίων των οικονομικών προσφορών και αντίστοιχα των αμοιβών των αναδόχων. Επιπλέον, με την παρούσα διάταξη καταστρατηγείται η αρχή της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων, η οποία αποτελεί μία από τις βασικότερες αρχές της κοινοτικής νομοθεσίας περί αναθέσεως δημοσίων συμβάσεων, καθώς τίθενται διακρίσεις μεταξύ ελλήνων και αλλοδαπών υποψηφίων. Ειδικότερα, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το ανεκτέλεστο κρίνεται από συμβάσεις που έχουν ανατεθεί στην Ελλάδα και μόνον, καθίσταται απολύτως σαφές ότι φυσικά ή νομικά πρόσωπα του εξωτερικού που πληρούν τα προσόντα για την συμμετοχή σε διαγωνισμούς αναθέσεως δημοσίων συμβάσεων μελετών και υπηρεσιών τίθενται αμέσως σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι ελληνικών μελετητών ή γραφείων μελετών, καθώς οι συμβάσεις που ενδέχεται να έχουν αναλάβει στην ελληνική επικράτεια θα είναι πολύ λιγότερες έως και ανύπαρκτες, ενώ ενδέχεται να έχουν ανεκτέλεστο από συμβάσεις που έχουν αναλάβει στο εξωτερικό, οι οποίες όμως δεν συνυπολογίζονται στο εν λόγω κριτήριο. Επίσης, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης στη χώρα περιορισμένου αριθμού μελετητικών πτυχίων συγκεκριμένων κατηγοριών και τάξεων, το κριτήριο αυτό στην ουσία τις καθιστά ανενεργές εφόσον θα παρουσιάζουν υψηλό ανεκτέλεστο και άρα θα υπάρχει αδυναμία ανάθεσης μελετών στις ελληνικές εταιρείες. Αποτέλεσμα τούτο θα είναι η βίαιη και άνευ όρων εισαγωγή ξένων εταιρειών στην ελληνική αγορά, που μάλιστα δεν είναι μόνο μελετητικές όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα σημαντικό περιορισμό του ανταγωνισμού και την διάκριση υπέρ των αλλοδαπών σχημάτων έναντι των ελληνικών εταιρειών του χώρου. Επιπλέον, για πρώτη φορά με την εν λόγω διάταξη τίθεται όριο στο πτυχίο Ε! τάξης, έστω και με έμμεσο τρόπο, δηλαδή με τη λογική του φόρτου. Συγκεκριμένα, θεσπίζεται σαφής περιορισμός του ορίου των πτυχίων Ε! τάξης σε σχέση με τα πτυχία των υπολοίπων και κυρίως της Δ’ τάξης και άδικη σχέση των ορίων των πτυχίων Δ! και Ε! τάξης, για τις μελέτες του άρθρου 2 (τουλάχιστον). Και τούτο διότι, ενώ για παράδειγμα, σύμφωνα με την παρούσα διάταξη το ανώτερο όριο φόρτου για το πτυχίο Δ! τάξης στην κατηγορία 16 είναι (776.522 Χ 4 = ) 3.106.088 €, για το πτυχίο Ε’ τάξης ανέρχεται μόλις σε (232.957 Χ 20 =) 4.658.540 €, δηλαδή σχέση 1,5 φορές μεγαλύτερο όριο ανεκτέλεστου, ενώ με βάση τις μονάδες δυναμικού η σχέση μεταξύ των δύο πτυχίων είναι (21 / 7 =) 1,71, άρα θα έπρεπε να είναι (1,71 Χ 3.106.088 =) 5.311.411 € τουλάχιστον. Και τούτο μάλιστα, τη στιγμή που στα ατομικά πτυχία η αλλαγή τάξης υπερτριπλασιάζει το ανώτατο όριο ανεκτέλεστου, επιβραβεύοντας την προηγούμενη εμπειρία του μελετητή, κάτι που δεν συμβαίνει με την παρούσα ρύθμιση για τα μεγαλύτερα και πλέον οργανωμένα εταιρικά πτυχία. Πέραν των ανωτέρω, η σχέση του πτυχίου Δ! τάξης με το πτυχίο Ε! τάξης δεν είναι μόνον η σχέση των μονάδων του δυναμικού (12/7), αλλά υπάρχει σαφώς και ποιοτική υπεροχή του πτυχίου Ε! τάξης, καθώς έχει σαφώς ευρύτερη και μεγαλύτερη εμπειρία στην υλοποίηση συμβάσεων μεγάλου μεγέθους, πολύπλοκων αντικειμένων, πολλαπλάσιας οργάνωσης προσωπικού και υποδομών κλπ. Και βέβαια υπάρχουν και περιπτώσεις μελετητικών γραφείων Ε! τάξης, τα οποία είναι χαμηλής σχετικά οργάνωσης και δημιουργούνται περιστασιακά για την συμμετοχή σε εξαγγελθέντα μεγάλα προγράμματα (π.χ. Κτηματολογίου), χωρίς φυσικά επιτυχία, λόγω της ουσιαστικής διαδικασίας ανάθεσης μέχρι τώρα, ενώ με τον παρόντα νόμο θα πριμοδοτούνται έναντι των έμπειρων, στελεχωμένων, συνεκτικών και αποτελεσματικών μελετητικών γραφείων. Λαμβανομένων λοιπόν υπόψη όλων των ανωτέρω το όριο του ανεκτέλεστου για τα μελετητικά πτυχία Ε’ τάξης θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον πέραν του διπλασίου του πτυχίου Δ! τάξης και εν πάση περιπτώσει μεγαλύτερο των 7.000.000 € Τέλος, δεν καθορίζεται επακριβώς στο νόμο η έννοια του ανεκτέλεστου. Ειδικότερα, δηλαδή εάν στην έννοια του ανεκτέλεστου συμπεριλαμβάνονται μόνον τα τμήματα των συμβάσεων που πραγματικά δεν έχουν εκτελεσθεί και παραδοθεί στην Αναθέτουσα Αρχή ή εάν συμπεριλαμβάνονται και τα τμήματα που έχουν παραδοθεί αλλά δεν έχουν εγκριθεί και παραληφθεί ή που έχουν εγκριθεί αλλά δεν έχουν πληρωθεί.