• Με την παρ. 3 του άρθρου αυτού, προστίθεται ως επιπλέον γραφειοκρατική διαδικασία η βεβαίωση μηχανικού περί της πολεοδομικής κατάστασης του ακινήτου. Μάλιστα ο πολίτης προκειμένου να μπορέσει να ανταποκριθεί στις προϋποθέσεις της διαδικασίας αυτής θα κληθεί να καταβάλλει και τη σχετική αμοιβή του μηχανικού, αυξάνοντας το κόστος της διαδικασίας. Εξάλλου με την παρ. 5 του άρθρου αυτού καθιερώνεται για πρώτη φορά όριο ως προς το ύψος της καθορισθείσας αποζημίωσης, κατά τρόπο πρωτοφανώς προκλητικό, που μάλιστα προσκρούει ευθέως στην παρ. 2 του άρ. 17 του Συντάγματος η οποία ορίζει ότι «κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια (…) αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο (…)» Μάλιστα η ρύθμιση αυτή όχι μόνο δεν σέβεται την Συνταγματική διάταξη, αλλά αντίθετα καθιερώνει αποζημίωση μικρότερη ακόμα και από την αντικειμενική αξία, ακόμα κι αν το Δικαστήριο διαγνώσει ότι η αξία του ακινήτου είναι ίση η μεγαλύτερη της αντικειμενικής! Η ρύθμιση αυτή οδηγεί ανοίγει το δρόμο για τη δήμευση της ιδιωτικής περιουσίας με προσχηματικές τιμές, ιδίως σε περιοχές εκτός σχεδίου πόλεως όπου οι αντικειμενικές αξίες υπολείπονται σημαντικά των πραγματικών. Είναι προφανές ότι τα Δικαστήρια δεν είναι δυνατόν να εφαρμόσουν μία τέτοια αντισυνταγματική διάταξη, η οποία θα πρέπει να απαλειφθεί από το σχέδιο νόμου.