• Αξίζει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση που ο υπεύθυνος επιχείρησης καταθέσει ένσταση, αυτή εξετάζεται από τους ίδιους ελεγκτές που προχώρησαν στη δέσμευση των τροφίμων. Συγκεκριμένα αναφέρεται «Επί της ένστασης, οι ελεγκτές, που εξέδωσαν την έκθεση ή το πρακτικό δέσμευσης, εκδίδουν αιτιολογημένη απόφαση εντός προθεσμίας πέντε (5) εργασίμων ημερών, την οποία κοινοποιούν άμεσα στην επιχείρηση, σύμφωνα με το άρθρο 40. Η απόφαση των ελεγκτών επί της ένστασης είναι οριστική, ανέκκλητη και εκτελεστή». Το άξιον προσοχής εδώ είναι ότι οι ίδιοι ελεγκτές προχώρησαν στη δέσμευση κατόπιν αιτιολογημένης εκθέσεως. Θεωρούμε λοιπόν ότι η εξέταση της ένστασης πρέπει να γίνεται από τριμελή επιτροπή στην οποία θα συμμετέχουν ελεγκτές άλλοι από αυτούς που προχώρησαν στη δέσμευση, ειδάλλως δεν υπάρχει λόγος ύπαρξης αυτής της διαδικασίας. Στο σημείο 1η προβλέπεται ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να προχωρήσουν σε δέσμευση, «σε κάθε άλλη περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι υπάρχει ανάγκη για δέσμευση». Το σημείο αυτό θεωρούμε ότι πρέπει να απαλειφθεί και να διευκρινιστούν πλήρως τα κριτήρια και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες οι αρμόδιες αρχές θα προχωρούν σε δέσμευση προϊόντων. Παράλληλα στο σημείο 1στ αναφέρεται ότι «τρόφιμα μη κανονικά ως προς τις προδιαγραφές ποιότητας» δεσμεύονται. Αναρωτιόμαστε λοιπόν πώς και πού ορίζονται οι προδιαγραφές ποιότητας για τα τρόφιμα. Πουθενά στην ενωσιακή και εθνική νομοθεσία δεν περιγράφονται σαφώς τα κριτήρια ποιότητας των διαφόρων κατηγοριών τροφίμων (πλην του γάλατος). Στο σημείο 5 του ιδίου άρθρου προβλέπεται ότι η αποδέσμευση των τροφίμων γίνεται είτε αυτεπάγγελτα από την αρμόδια υπηρεσία είτε κατόπιν αιτήσεως από την επιχείρηση. Θεωρούμε ότι εφόσον «η αποδέσμευση γίνεται κατόπιν συμμόρφωσης της επιχείρησης με τις προβλεπόμενες απαιτήσεις της νομοθεσίας ή μετά τη λήψη αρνητικών αποτελεσμάτων εργαστηριακών αναλύσεων», η αποδέσμευση πρέπει να γίνεται αυτεπάγγελτα για οικονομία χρόνου και απλούστευση των διαδικασιών.