• Σχόλιο του χρήστη 'Γεώργιος Β. Σαρανταυγάς' | 17 Ιουλίου 2017, 13:47

    Το αρθ. 33 παρ. 2 της Σύμβασης προβλέπει τη δημιουργία ενός πλαισίου από έναν ή περισσότερους ανεξάρτητους μηχανισμούς (σ.σ. όχι κατ' ανάγκη Οργανισμούς ή Αρχές) για την παρακολούθηση τής εφαρμογής τής Σύμβασης. Στο αρθ. 33 παρ. 3, γίνεται ρητή αναφορά στην πλήρη συμμετοχή της Κοινωνίας των Πολιτών (προσώπων με αναπηρία και Εκπροσώπων τους) στη διαδικασία παρακολούθησης. Η επιλογή τού Συνηγόρου τού Πολίτη ως μηχανισμού παρακολούθησης και προώθησης τής Σύμβασης εγείρει μια σειρά από ζητήματα λειτουργικότητας, κανονιστικής συμβατότητας και προσκρούει σε καταστατικούς περιορισμούς αναφορικά με τις δυνατότητες οργανωσιακής του επέκτασης και συμμετοχικής διεύρυνσης. Καίτοι η Αρχή συνιστά μια σύγχρονη-παγιωμένη θεσμική συνιστώσα, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος απόκλισης τού σκοπού της από την ανάθεση σε αυτήν νέων καθηκόντων σε ακολουθία της διαρκώς διογκούμενης νομοπαραγωγής και επέκτασης των ρυθμίσεων στις σχέσεις πολίτη-κράτους. Η υπερσυγκέντρωση εξουσιών σε ένα πρόσωπο, το οποίο δεν είναι αιρετό και δεν ελέγχεται από την κονωνία των πολιτών ή τη Δικαιοσύνη, παρά μόνο από τη Βουλή (αρθ. 101Α και 103 παρ. 9 Συντάγματος και Ν. 3094/2003 αρθ. 1 παρ. 2), συνιστά επισφάλεια για την πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή τής Σύμβασης, την οποία ο νομοθέτης οφείλει να λάβει υπ΄όψη του. Ο Συνήγορος τού Πολίτη ως Προσωποπαγής Δημόσια Αρχή, στη διαχείριση των λειτουργιών τού οποίου δεν προβλέπεται συμμετοχή τρίτων, αποκλείει εξ αρχής τη συμμετοχή της Κοινωνίας των Πολιτών στην παρακολούθηση της εφαρμογής τής Σύμβασης. Το να καλέσεις τα ΑμεΑ και τους εκπροσώπους τους σε μια ημερίδα ή σε ένα φόρουμ ή σε ένα workshop δεν αρκεί για να διασφαλίσει την πλήρη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών στη διαδικασία παρακολούθησης. Κατά συνέπεια, ο ορισμός του ως μηχανισμού παρακολούθησης και προώθησης της εφαρμογής της Σύμβασης δέον να επανεξεταστεί πιο επισταμένα. Σημειώνεται δε ότι ο Συνήγορος τού Πολίτη, ο οποίος τυγχάνει να είναι και Συνήγορος Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, είναι ήδη εξουσιοδοτημένος να διαχειρίζεται ζητήματα παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, περιλαμβανομένων τών δικαιωμάτων ΑμεΑ. Το γεγονός ότι μέχρι σήμερα η Χώρα μας δεν έχει θέσει σε εφαρμογή τη Σύμβαση, θα έπρεπε να έχει ήδη απασχολήσει τον Θεσμό και αυτός να έχει συνεισφέρει περιεχόμενο αποτύπωσης της παρούσας κατάστασης και προτάσεις για την ορθή εφαρμογή και θέση σε λειτουργία της Σύμβασης, ώστε να μην παραβεί εκ νέου η χώρα τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή. Αντ΄αυτού, έχουμε διαθέσιμο μόνο τμήμα μίας έκθεσης τού έτους 2014(!) της ΕΕΔΑ, περί μη συμμόρφωσης της χώρας με τις συμβατικές της υποχρεώσεις, η οποία ανασύρεται με καθυστέρηση τριών ετών! Οφείλονται τουλάχιστον εκτιμήσεις/παρατηρήσεις (αν όχι έκθεση/πόρισμα) από τον Συνήγορο τού Πολίτη για τους λόγους καθυστέρησης, την αποκλίνουσα απόπειρα εφαρμογής και τα Δικαιώματα ΑμεΑ που ενδεχομένως παραβιάστηκαν από την Κύρωση τής Σύμβασης και μετά. Επισημαίνεται ότι, για το έτος 2013, ο Συνήγορος του Πολίτη υποχρεώθηκε, προφανώς από το πλήθος των σχετικών αναφορών που είχε λάβει, (Ν.3094/2003, παρ. 5 άρθρου 3) να δημοσιεύσει ειδική έκθεση για την "Λειτουργία του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.)", στην οποία περιλαμβάνεται η ακόλουθη επισήμανση (σελ. 3-4) "Ωστόσο, εκφεύγει των επιδιώξεων της παρούσης [σ.σ. Έκθεσης] η διατύπωση ολοκληρωµένων προτάσεων για παρεµβάσεις σε επίπεδο κοινωνικής πολιτικής και δικαιωµατικής προσέγγισης της αναπηρίας, οι οποίες θα απέρρεαν από την προσφάτως κυρωθείσα από την Ελλάδα Σύµβαση του ΟΗΕ για τα δικαιώµατα των ατόµων µε αναπηρίες". Η Έκθεση αναδεικνύει ένα θεσμικό-δομικό έλλειμμα, όπως και ένα φαινόμενο συστηματικής δυσλειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, σε έναν ιδιαίτερα ευαίσθητο χώρο, τα οποία ωστόσο αντιμετωπίζονται με επιείκεια, αφήνοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων στην ευχέρεια της πολιτικής εξουσίας. Δεδομένου ότι από τότε τηρείται "σιγή ασυρμάτου" αναφορικά με τη λειτουργία του ΚΕ.Π.Α, χωρίς να έχει μεταβληθεί το θεσμικό του πλαίσιο, το σύστημα/μοντέλο και οι πρακτικές αξιολόγησης και πιστοποίησης της αναπηρίας που αυτό μετέρχεται, υπάρχουν σοβαρά ζητήματα στα οποία οφείλονται επίσημες τοποθετήσεις πριν από οποιαδήποτε νομοθετική πρωτοβουλία. Η νομική προπαρασκευή του νομοσχεδίου, αλλά και ο ίδιος ο Συνήγορος του Πολίτη φαίνεται να μην έχουν λάβει υπόψη τους ένα σημαντικό περιορισμό που περιέχεται στο νομικό πλαίσιο λειτουργίας του τελευταίου. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 4 παρ. 4 του Ν.3094/2003 "Συνήγορος τού Πολίτη και άλλες διατάξεις" αναφέρεται ότι "σε περίπτωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής ο Συνήγορος δεν επιλαμβάνεται του θέματος πριν αποφασίσει το αρμόδιο όργανο ή παρέλθει άπρακτη προθεσμία τριών (3) μηνών από την άσκηση της προσφυγής", ενώ το άρθρο 3 παρ. 4 του ίδιου νόμου προβλέπει ότι "ο Συνήγορος δεν επιλαμβάνεται υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης δικαστικής αρχής". Εις ό,τι αφορά υποθέσεις (αναφορές / καταγγελίες) που έχουν να κάνουν με τη (δυσ)λειτουργία του ΚΕ.Π.Α.: α) από τη στιγμή που η προσφυγή σε Β'θμια Υγειονομική Επιτροπή (Β.Υ.Ε.) οργανώνεται διαδικαστικά ως ενδικοφανής προσφυγή και β) δεδομένου ότι εντός εξήντα ημερών από τη γνωστοποίηση της απόφασης της Β.Υ.Ε. ο ενδιαφερόμενος δεν έχει άλλη επιλογή παρά να προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια (εαν θεωρεί ότι αδικήθηκε), είναι σαφές ότι η αρμοδιότητα που επιχειρείται να αποδοθεί στον Συνήγορο στο πλαίσιο εφαρμογής της Σύμβασης για διαχείριση αναφορών για το ΚΕ.Π.Α. καθίσταται ανεφάρμοστη, οδηγώντας σημαντικό αριθμό υποθέσεων στο αρχείο για τυπικούς λόγους. Συνεπώς, η ένταξη του Συνηγόρου του Πολίτη στο σύστημα εφαρμογής της Σύμβασης θα πρέπει να σημάνει είτε αναθεώρηση του νόμου που διέπει τη λειτουργία του είτε ανασύσταση του Συστήματος Πιστοποίησης Αναπηρίας. Το σχέδιο νόμου φαίνεται να ακολουθεί την πεπατημένη οδό του συγκεντρωτισμού και διαπνέεται από φοβικό σύνδρομο. Εκλείπουν η γενναιότητα, η εξωστρέφεια και ο δυναμισμός. Μεταξύ της δυνατότητας να συστήσει έναν η περισσότερους νέους, εξειδικευμένους και περιεκτικούς μηχανισμούς και εκείνης της ανάθεσης ενός ακόμα καθήκοντος σε έναν υπερφορτωμένο θεσμό, επιλέγει τη δεύτερη. Θα ήταν ασφαλέστερη, αποτελεσματικότερη, περισσότερο υποσχόμενη και πιο κοντά στο γράμμα και το πνεύμα της Σύμβασης η επιλογή, για το σκοπό αυτό, ενός πολυσυμμετοχικού και ευέλικτου φορέα κατά το πρότυπο της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ).