• Σχόλιο του χρήστη 'ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΠΙΝΟΣ' | 30 Ιουνίου 2011, 13:05

    Αξιότιμοι κυρίες και κύριοι, 1. Οι υποσχέσεις και οι εξαγγελίες για αναβάθμιση της Τεχνικής Εκπαίδευσης δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο στην ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα. Στα τελευταία 15 χρόνια περάσαμε από τα ΤΕΛ στην ΤΕΕ και μετά στα ΕΠΑ.Λ και ΕΠΑ.Σ και τώρα επανερχόμαστε ελλείψει άλλων αρκτικόλεξων και πάλι στην Τε.Λ.. Είμαστε υποχρεωμένοι να τοποθετηθούμε και απέναντι σε αυτήν την αλλαγή προκειμένου να μην αποτελέσει άλλη μια χαμένη ευκαιρία για τη βελτίωση της Τ. & Ε. εκπαίδευσης. Ήδη στο κείμενο του Υπουργείου αναφέρεται τμήμα από την εισήγηση του Γεωργίου Παπανδρέου, το 1965, για την αναγκαιότητα της τεχνικής εκπαίδευσης. Πλην όμως βρισκόμαστε τόσα χρόνια μετά να μιλάμε για το ίδιο πρόβλημα, παρ’ όλες τις αλλαγές που είχαν ως δηλωμένο στόχο αυτόν που ο τότε πρωθυπουργός ανέφερε. Mια «βολική» εξήγηση για την αποτυχία τόσων προσπαθειών βελτίωσης της Τ.& Ε. εκπαίδευσης θα μπορούσε να είναι ότι καθώς οι εξελίξεις στην οικονομία και την τεχνολογία «τρέχουν», υπάρχει διαρκής ανάγκη βελτίωσης και της αντίστοιχης εκπαίδευσης. Μια άλλη είναι οι συχνές αλλαγές στην Τεχνική εκπαίδευση, ειδικά τα τελευταία 15 χρόνια. Αυτή η αιτία αποτυχίας των αλλαγών της Τ.Ε. αναγνωρίζεται και από τους συντάκτες του παρόντος σχεδίου για την Τ.Ε, παρόλο που δημιουργούν άλλη μια αλλαγή. Αυτές μαρτυρούν μια αδυναμία της Πολιτείας να λειτουργήσει με σταθερότητα και με συνεργατική διάθεση προκειμένου να χαράξει μια τεχνική εκπαίδευση με προοπτική. Άλλη εξήγηση θα μπορούσε να είναι ότι τελικά περιμένουμε πάρα πολλά από την εκπαίδευση, θεωρώντας την μάλλον ως πανάκεια για όλα τα δεινά που υφίσταται η χώρα μας, υπερεκτιμούμε συχνά το ρόλο της και βέβαια είμαστε έτοιμοι να ρίξουμε σ’ αυτήν το λίθο του αναθέματος αν κάτι δεν αποδίδει καλά στην πατρίδα μας, αρνούμενοι να δούμε ότι η καλύτερη εκπαίδευση από μόνη της δεν αρκεί να σώσει μια χώρα από την εξαθλίωση στην οποία την οδηγούν άλλου είδους παράγοντες. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να βελτιώνουμε την παρεχόμενη εκπαίδευση. Αντίθετα σημαίνει ότι καλό θα ήταν να αποφεύγονται εύκολες κοινοτοπίες, όπως αυτή του Σχεδίου, ότι «η επένδυση στη γνώση αποτελεί σήμερα το πιο ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο για το σήμερα και το αύριο του τόπου», γιατί αποτελεί τουλάχιστον πρόκληση στους τόσους άνεργους αλλά πολύ καλά μορφωμένους νέους μας. 2. Το βασικό ερώτημα που μπορεί να τεθεί είναι αν η σημερινή αλλαγή της Τ. Ε. έχει πιθανότητες επιτυχίας. Αυτό εξαρτάται από τους στόχους που θέτει. Μερικές παρατηρήσεις επ’ αυτών: • Ενώ αναγνωρίζεται ότι το «ανοικτό σχολείο» πρέπει να διασφαλίζει την ανεμπόδιστη, ισότιμη και με διαφανείς όρους πρόσβαση όλων των πολιτών…σε όλες τις εκπαιδευτικές διαδρομές και δυνατότητες που περιλαμβάνει το εκπαιδευτικό σύστημα», εν τούτοις με τη «διασύνδεση των ειδικοτήτων της Δ.Τ.Ε.Ε. με τις ανάγκες της τοπικής και περιφερειακής ανάπτυξης», ο στόχος αυτός αναιρείται. Η επιδίωξη ανάδειξης του τοπικού στοιχείου γίνεται με γνήσια νεοφιλελεύθερο τρόπο: δεν είναι ο στόχος να πάρουν τις τύχες στα χέρια τους οι τοπικές κοινωνίες, αλλά να βρεθεί τρόπος να μειωθούν οι ειδικότητες που δεν θα συγκεντρώνουν την έγκριση κάποιων πλειοψηφιών,(π.χ. η 2η ξένη γλώσσα), αδιαφορώντας για το αν η εκπαίδευση που πρέπει να προσφέρει ένα ανοικτό σχολείο οφείλει να προετοιμάζει τον αυριανό πολίτη του κόσμου κι όχι αυτόν που βλέπει τον κόσμο μέχρι το καμπαναριό της εκκλησίας του χωριού του, άντε μέχρι τα όρια της περιφέρειάς του. Επιπλέον, η έγκριση λειτουργίας τομέων και ειδικοτήτων περνά μέσα από τις συμπληγάδες της ΔΕΠ, του Περιφερειακού Συμβουλίου, για να εγκριθεί από το Υπουργείο. Καθώς, λοιπόν, αλλού θα υπάρχουν εγκρίσεις και αλλού απορρίψεις, καταργείται το ενιαίο της παρεχόμενης γνώσης στους νέους, η ισότητα στις παρεχόμενες ευκαιρίες μόρφωσης, το αναλυτικό πρόγραμμα καθορίζεται από εξωγενείς παράγοντες κι όχι από το ίδιο το Υπουργείο που οφείλει να χαράζει εκπαιδευτική πολιτική ενσωματώνοντας κεντρικά τις διαφορετικότητες των ομάδων συμφερόντων που επιθυμούν τη δική τους εκπαιδευτική πολιτική. Οι περιορισμοί αυτοί που ισχύουν και για το «τμήμα Ειδίκευσης» θα αναιρέσουν μεγάλο μέρος από αυτό το θετικό κατά τα άλλα μέτρο. Και σαν να μην έφταναν όλοι αυτοί οι περιορισμοί για το «Τμήμα ειδίκευσης» υπάρχει και ο επιπλέον περιορισμός των 15 μαθητών. Μπορεί όμως ακόμα κι αν υπάρχουν τόσοι μαθητές να μην εγκρίνεται τμήμα. Η ενίσχυση αυτού του τμήματος, θεωρούμε ότι θα αναβαθμίσει την Τ. & Ε. εκπαίδευση και όχι η ναρκοθέτησή του. • Ενώ αναγνωρίζεται ότι «τα μαθήματα γενικής παιδείας έχουν σημαντικό ρόλο στην βαθμίδα αυτή της εκπαίδευσης», εν τούτοις όχι μόνο δεν ενισχύεται η Γενική Παιδεία σε καμιά τάξη του Τε.Λ, αλλά αφαιρούνται ώρες Φυσικής και Χημείας. Τα λεγόμενα «μαθήματα υποστήριξης» από τη στιγμή που δεν είναι υποχρεωτικά, θα χρειαστούν τα ίδια υποστήριξη εντασσόμενα στο υποχρεωτικό πρόγραμμα, για να μην εξαφανιστούν στην πράξη από την καθημερινότητα του σχολείου. • Ενώ από την «αποτύπωση της κατάστασης στα ΕΠΑ.Λ & ΕΠΑ.Σ προκύπτει ότι ο καθορισμός επαγγελματικών δικαιωμάτων για όλες τις ειδικότητες θα αυξήσει το κύρος της Δ.Τ.Ε.Ε, μέχρι και σήμερα το Υπουργείο έχει ανεχτεί την απαράδεκτη κατάσταση να υπάρχουν μόλις για 18 από τις 52 ειδικότητες των ΕΠΑ.Λ & ΕΠΑ.Σ αναγνωρισμένα επαγγελματικά δικαιώματα. Η δε προοπτική σύνδεσης της ΤΕΕ με τη δια βίου μάθηση φαίνεται να οδηγεί στην αποδόμηση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των πτυχίων μέσα από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Μεταφοράς Πιστωτικών Μονάδων (ECVET) παρά στην κατοχύρωσή τους. • Ενώ από την ίδια έρευνα φαίνεται ότι υπάρχει επιθυμία ισότιμης πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, εν τούτοις η αποδυνάμωση της γενικής παιδείας στην Τε. Λ. θα καθιστά απαγορευτικό στους μαθητές να δίνουν εξετάσεις για τα Πανεπιστήμια και τα ΑΤΕΙ . Πρέπει λοιπόν να ξεκαθαριστεί αν είναι επιθυμητή η πρόσβαση των μαθητών της Τ.Ε. στα Π/μια και ανάλογα να υποστηριχτεί η Γενική Παιδεία σ’ αυτά. Αυτό μπορεί να γίνει, για παράδειγμα, με τη μετακίνηση των μαθημάτων Γενικής Παιδείας από το 4ο έτος στα τρία προηγούμενα, αλλά τότε έχουμε σχεδόν ταύτιση του νέου Τε.Λ. με τα ΕΠΑ.Λ, με την εξαίρεση του 4ου έτους. • Ενώ επισημαίνεται η ανάγκη σύνδεσης της Δ.Τ.Ε.Ε. με την εργασία, όμως δεν ξεκαθαρίζεται αν οι μαθητές του «Τμήματος Ειδίκευσης θα κάνουν πρακτική άσκηση στο σχολείο ή μαθητεία σε χώρους εργασίας. Το καθένα από αυτά έχει τις αδυναμίες του, αλλά χωρίς μαθητεία επιδοτούμενη από την πολιτεία και χωρίς κάποιας μορφής παρακολούθηση από τους εκπαιδευτικούς για να αποφεύγεται η εκμετάλλευση, η σύνδεση με την εργασία για άλλη μια φορά δεν επιτυγχάνεται. • Ενώ αναφέρεται ως καθολικό αίτημα των εκπαιδευτικών η ανάγκη εφαρμογής προγραμμάτων επιμόρφωσης, εν τούτοις πουθενά δεν γίνεται αναφορά σε αυτήν, αλλά παραπέμπεται στις καλένδες και έτσι δημιουργείται η αίσθηση ότι πρόκειται περισσότερο για ευχολόγιο παρά για σχεδιασμένη ή έστω σχεδιαζόμενη πολιτική. • Ενώ επιδιώκεται «να καταξιωθεί το επαγγελματικό σχολείο ως ένα σχολείο πρώτης επιλογής», και βεβαίως να αυξηθεί το ποσοστό των μαθητών που το επιλέγουν από το 25% που είναι σήμερα, το Σχέδιο διατυπώνει θέσεις που δεν ευνοούν αυτήν την επιδίωξη. Ενώ, για παράδειγμα, ενοποιεί την τεχνική εκπαίδευση, καταργώντας τη διάκριση μεταξύ ΕΠΑ.Λ και ΕΠΑ.Σ, φαίνεται ότι μεγεθύνει την απόσταση από τα Γενικά Λύκεια, αφού δηλώνεται με σαφήνεια ότι «πιστεύουμε σε ένα σχολείο που απαντά στη διαφορετικότητα των μαθητών, στις διαφορετικές επιθυμίες και δυνατότητές τους». Δεν γίνεται λόγος για διαφορετικές κλίσεις και ενδιαφέροντα, αλλά για διαφορετικές δυνατότητες, υπονοώντας ότι εκεί πρέπει να κατευθυνθούν τα παιδία με τις μικρότερες δυνατότητες, τα παιδιά με μια απροσδιόριστη διαφορετικότητα, τα παιδιά που όπως στο ίδιο κείμενο αναφέρεται επιλέγουν το σχολείο αυτό λόγω μαθησιακών ελλειμμάτων και οικογενειακών ή κοινωνικών προβλημάτων. Η παραδοχή όλων αυτών και η έλλειψη της παραμικρής πρότασης για ανατροπή τους, ποιους γονιούς μαθητών οι οποίοι δεν έχουν μαθησιακά ελλείμματα ή οικογενειακά κ.α. προβλήματα θα πείσει, ώστε να στείλουν τα παιδιά τους στα νέα Τ. Σ. Από την άλλη, αν υπάρξει υπερβολική αύξηση της δυσκολίας στα νέα Γενικά Λύκεια (με πολλαπλές εξετάσεις, ερευνητικές εργασίες κ.α.), όπως έγινε επί Αρσένη, μπορεί να μεγαλώσει ο αριθμός των μαθητών στην Τ.Ε., αλλά και πάλι θα κατευθυνθούν εκεί από ανάγκη, αρνούμενοι να παρακολουθήσουν ένα σκληρό Γενικό Λύκειο, κι όχι από θετική άποψη για την Τ.Ε. • Αρνητικό στοιχείο στην απόπειρα αναβάθμισης της Τ. Ε. αποτελεί μια νέα διάσπασή της σε διάφορες μορφές Τε.Λ. που θα μπορούν να δημιουργήσουν κι άλλα Υπουργεία, αντί η ίδρυση όλων των μορφών της Τ.Ε. να περάσει στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Παιδείας, έτσι ώστε να υπάρχει μια συνολική εικόνα τη Τ.Ε. καθορισμένης με σαφήνεια. Συμπεραίνουμε από αυτά ότι η ίδια η «ρητορική της μεταρρύθμισης» δύσκολα κρύβει τη διάσταση ανάμεσα στα λόγια για τη βελτίωση της ΤΕΕ και στις επιλογές που το Σχέδιο προκρίνει για την πραγματοποίηση αυτής της βελτίωσης. Αυτό από μόνο του θεωρούμε ότι καθιστά το όλο εγχείρημα ευάλωτο και ασταθές. 3. Από την άλλη υπάρχουν ακόμα σημεία που χρειάζονται επεξεργασία και αποφάσεις: για παράδειγμα, o πώς οι πτυχιούχοι γ’ επιπέδου μετά τις εξετάσεις Πιστοποίησης θα μπορούν χωρίς εξετάσεις να εισάγονται στα ΤΕΙ; Αν οι θέσεις είναι λιγότερες από τους επιθυμούντες την εισαγωγή; o Πώς ακριβώς θα γίνει η προσαρμογή των προγραμμάτων των Εσπερινών Τεχνολογικών Λυκείων στο νέο Τε. Σχολείο. Θα χρειάζεται η μαθητεία σ’ αυτά; o Οι εξετάσεις Πιστοποίησης θα είναι σε εθνικό ή σε Περιφερειακό επίπεδο; Η αξιοπιστία των Πανελλαδικών Εξετάσεων πιστεύουμε ότι δείχνει προς τα πού πρέπει να οδηγηθούμε. o Πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για νέα τεχνολογική Εκπαίδευση και να χρησιμοποιούνται τα ίδια βιβλία με το υπάρχον Σχολείο, να μην θεσπίζεται Σ.Ε.Π, ούτε να γίνεται λόγος για επαναλειτουργία των ΓΡΑ.ΣΥ ή κάτι αντίστοιχου και να μην γίνεται λόγος για την ανάγκη χρηματοδότησης και του νέου Τε.Λ. και του νέου ΓΕΛ, ώστε να μην οδηγηθούν και τα δύο σε υποβάθμιση και σε μια προς τα κάτω εξίσωση; o Ποιες θα είναι οι νέες υποστηρικτικές δομές διοίκησης του Τε.Λ. από τη στιγμή που επίκειται η κατάργηση των Γραφείων Τεχνικής Εκπαίδευσης; o Πώς είναι δυνατόν να δίνονται δύο τύποι απολυτηρίων από τη Γ’ τάξη του Τε.Λ; Ποια θα είναι η μεταξύ τους σχέση; o Με ποια υποστηρικτικά μέτρα θα αντιμετωπιστεί η μαθητική διαρροή στα Τε.Λ., η υπο-επίδοση, η δραματική υποτίμηση των σπουδών και η ακόμα μεγαλύτερη απαξίωση των τίτλων σπουδών που οδηγούν σε ανεργία ή υποαπασχόληση ή ετεροαπασχόληση; Συμπερασματικά, είναι θετικό ότι το υπουργείο, αν και βιάστηκε να ανακοινώσει και τους δύο τύπους Λυκείων για τις δικές του επικοινωνιακές σκοπιμότητες, χωρίς έστω για συμβολικούς λόγους να προτάξει την ανακοίνωση του Τε.Λ., αναγνωρίζει την ανάγκη περαιτέρω συζητήσεων και ολοκλήρωσης του σχεδιασμού και μεταθέτει την έναρξη του νέου αυτού Λυκείου για την επόμενη σχολική χρονιά (2012- 2013). Αυτό είναι θετικό, γιατί έτσι θα δοθεί η δυνατότητα το σχολείο αυτό να δομηθεί σωστά και να προβληθεί κατάλληλα ως μια αξιόπιστη λύση για την μορφωτική και επαγγελματική πρόοδο των μαθητών. Θέτουμε, όμως, ένα τελευταίο ερώτημα: Αν όμως το νέο Γ. Λ. λειτουργήσει από τη φετινή σχολική χρονιά, αυτό δεν το τοποθετεί σε ευνοϊκότερη θέση στην αφετηρία για την επιλογή Λυκείων από τους μαθητές και επιπλέον δεν δείχνει μια προτίμηση της πολιτείας σε αυτό τον τύπο Λυκείου; Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας Α. Σπίνος Μέλος της ΔΑΚΕ Εκπαιδευτικών Ν. Αχαΐας.