• Σχόλιο του χρήστη 'Α. Μαχιάς, Διευθυντής Ερευνών ΕΛΚΕΘΕ' | 17 Ιανουαρίου 2012, 12:47

    Στην επιλεχθείσα πολιτική πρωτοβουλία υπάρχει πλήρης διάσταση διακηρύξεων, στόχων και υλοποίησης. Νομίζω ότι αποτελεί ένα άριστο παράδειγμα του πώς ΔΕΝ προχωρούν οι αναγκαιες διαρθρωτικές αλλαγές στην χώρα μας. Συγκεκριμένα: ΔΕΝ πραγματοποιούνται «οικονομίες κλίμακας ως προς το πλήθος και τη διαχείριση των ινστιτούτων», δεδομένου ότι η μόνη εξοικονόμηση είναι αυτή 500 ευρώ μηνιαίως για 20 περίπου Διευθυντές. Σήμερα τα εποπτευόμενα από την ΓΓΕΤ Ερευνητικά Κέντρα είναι 12, ενώ υπάρχουν πολυάριθμοι ερευνητικοί φορείς, που ΔΕΝ εποπτεύονται από την ΓΓΕΤ, διεσπαρμένοι σε τουλάχιστον 16 διαφορετικά Υπουργεία, Οργανισμούς ή Υπηρεσίες. Αλλά και πολλοί, «αγνώστου» αριθμού φορείς, που δηλώνουν ερευνητικοί (κατά δήλωση του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης που προσπαθεί να καταγράψει σε Μητρώο όλους αυτούς τους φορείς, ο αριθμός τους ανέρχεται στο 1600!). Ο μέχρι σήμερα πειραματισμός της διασποράς και του κατακερματισμού της έρευνας, έδειξε: μια ερευνητική άνοιξη για τα Ερευνητικά Κέντρα της ΓΓΕΤ (ο μόνος ίσως θεσμός του Ελληνικού Κράτους που έχει επανειλημμένα αξιολογηθεί συγκριτικά από διεθνείς επιτροπές), ΕΝΩ αντίθετα, η διάχυση της έρευνας στα επιμέρους Υπουργεία, έδειξε ότι ακόμα και δυναμικοί (κατά το παρελθόν) τομείς της έρευνας (π.χ. γεωργική έρευνα), εκφυλίστηκαν από φορείς καινοτομίας, σε παροχείς υπηρεσιών, με υποβάθμιση του ερευνητικού ρόλου τους. Είναι πιστεύω αναγκαία μια ουσιαστική και ριζική αναδιάρθρωση του ερευνητικού ιστού. Ίσως όχι κάτι ιδιαίτερα φιλόδοξο, που θα συμπεριλάμβανε (ως θα όφειλε) και τις αναδιατάξεις των ΑΕΙ. Τουλάχιστον όμως, μια αναδιάρθρωση του συνόλου των Ερευνητικών Κέντρων και φορέων από όλα τα Υπουργεία με ένα ενιαίο σχέδιο, με στόχο την κατάργηση των περιττών, των αλληλοεπικαλύψεων και αντιφάσεων του συστήματος. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την ένταξη όλων των ερευνητικών φορέων και δραστηριοτήτων στη ΓΓΕΤ, σε έναν ενιαίο νομοθετικό – θεσμικό πλαίσιο, βάζοντας τέλος στην πολυδιάσπαση και τον κατακερματισμό (ξεπερνώντας τους συντεχνιασμούς Υπουργείων και Υπουργών). Αυτό θα ανταποκρινόταν πραγματικά στους στόχους του Υπουργείου για οικονομίες κλίμακας, λειτουργική ενοποίηση, συγκέντρωσης κρίσιμης επιστημονικής μάζας. Κυρίως όμως θα σήμαινε δημιουργία καινούριων, σύγχρονων και ανταγωνιστικών ερευνητικών μονάδων (οι οποίες σήμερα αλληλο-ανταγωνίζονται) Αντ’ αυτού το Υπουργείο προκρίνει μια αναδιάταξη μόνο εντός της ΓΓΕΤ, που είναι ανούσια, περιέχει (αναγκαστικά) λάθη και θα προσθέσει (σχεδόν με βεβαιότητα) δυσλειτουργίες και γραφειοκρατία λόγω των μεγάλων μονάδων που δημιουργεί. Μια τέτοια αποσπασματική αντιμετώπιση πρακτικά σημαίνει μηδαμινή ευελιξία και εξοικονόμηση πόρων. Επιπλέον στην σημερινή πανσπερμία συναντάμε και ακρότητες, αφού δεν εντάσσονται στην ΓΓΕΤ, ούτε καν οι ερευνητικοί φορείς του ίδιου του Υπουργείου Παιδείας, όπως αυτοί της Ακαδημίας Αθηνών ή των Ινστιτούτων του Πολυτεχνείου. Τα παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα η επιδιωκόμενη «λειτουργική ενοποίηση των ερευνητικών ινστιτούτων με θεματική συνάφεια» να υλοποιείται σε ελάχιστο βαθμό, δεδομένου ότι τα μεγαλύτερα προβλήματα αλληλοεπικαλύψεων προέρχονται από Ε.Κ εκτός ΓΓΕΤ. Αλλά και ο στόχος της «συγκέντρωσης κρίσιμης μάζας σε επιλεγμένους επιστημονικούς τομείς» στρεβλώνεται δεδομένου ότι τα πολλά Ινστιτούτα της ΓΓΕΤ υποχρεώνονται γίνουν μεγάλα και δυσλειτουργικά. Και επειδή όλοι στην Ελλάδα ζούμε, είναι προφανές ότι η «δεύτερη» φάση των αλλαγών, απλά παραπέμπεται στις Ελληνικές καλένδες, αν δεν είναι και αυτή απλά ένα αναμάσημα «πρώτης» φάσης. Οι προηγηθείσες κριτική και προτάσεις πηγάζουν από την πεποίθηση ότι όλες οι σχεδιαζόμενες τομές θα αποτύχουν χωρίς ένα ισχυρό υποκείμενο και το αποτέλεσμα κινδυνεύει από τα λάθη και κοντόφθαλμους μικρο-πολιτικούς συμβιβασμούς. Το σημερινό τεράστιο πρόβλημα που έχουμε, είναι ότι όλα όσα παραπέμπονται για αύριο έπρεπε να είχαν γίνει προχτές.