• Σχόλιο του χρήστη 'ΔΣ Συλλόγου Προσωπικού ΕΚΚΕ' | 20 Ιανουαρίου 2012, 16:53

    ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΕΚΚΕ Ο Σύλλογος Προσωπικού του ΕΚΚΕ έχει επανειλημμένα λάβει μέρος σε διαδικασίες διαβούλευσης επί σχεδίων νόμων για την Έρευνα. Τα εκάστοτε προτεινόμενα σχέδια νόμων έχουν αποτελέσει αντικείμενο σοβαρής και συστηματικής επεξεργασίας από επιτροπές επιστημόνων του κέντρου. Όμως σήμερα ο τρόπος με τον οποίο επέλεξε η ηγεσία του ΥΠΔΒΜ να δρομολογήσει τη διαβούλευση σχετικά με το νέο νόμο για την Έρευνα υποτιμά τη διαδικασία και την ερευνητική κοινότητα και ακυρώνει κάθε προϋπόθεση ουσιαστικού διαλόγου. Τα κείμενα που δόθηκαν από το ΥΠΔΒΜ στις 4/1 και 5/1 προς διαβούλευση ως σχέδια νόμου με τίτλους «Έρευνα Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία» και «Αναδιάρθρωση Ερευνητικού Ιστού» δηλώνουν ότι φιλοδοξούν να προωθήσουν μια ευρεία μεταρρύθμιση στο χώρο της έρευνας. Με έκπληξη διαπιστώνουμε ότι, ενώ αναγγέλλεται ότι ολοκληρώνεται η δημόσια συζήτηση, τα κείμενα που δόθηκαν στη δημοσιότητα, και ειδικά αυτό που αφορά στην Έρευνα συνολικά, σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν σχέδια νόμου. Πρόκειται, βασικά, για κείμενα γενικών θέσεων και προτάσεων που δεν παρουσιάζουν ολοκληρωμένο το σχέδιο αναδιάταξης του ερευνητικού ιστού της χώρας, ούτε αιτιολογούν και τεκμηριώνουν την ανάγκη αλλαγής του υφιστάμενου νόμου για την Έρευνα. Απλώς δηλώνουν τις πολιτικές και ιδεολογικές επιλογές της Κυβέρνησης, αφήνοντας σοβαρά κενά σε πολλά και σημαντικά ζητήματα. Μέσα από μια προσχηματική διαδικασία «διαβούλευσης», η ηγεσία του ΥΠΔΒΜ επιχειρεί να υφαρπάξει τη συναίνεση της ερευνητικής κοινότητας χωρίς να δεσμευθεί επί της ουσίας για όσα προτίθεται να νομοθετήσει. Είναι προφανές ότι δεν γίνεται να διεξαχθεί σοβαρός διάλογος στη βάση ενός κειμένου με τέτοιες ελλείψεις. Συνεπώς ζητούμε πρώτα από όλα να ισχύσουν οι στοιχειώδεις κανόνες διαφάνειας και να παρουσιαστούν πλήρη σχέδια νόμου στη βάση των οποίων θα μπορούσε να διεξαχθεί διάλογος. Σε αυτή τη φάση το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, σε σχέση με το περιεχόμενο του δημοσιευμένου «σχεδίου νόμου», είναι να παρουσιάσουμε την κριτική μας επί των σημαντικότερων σημείων. Συγκεκριμένα, το δημοσιευμένο «σχέδιο νόμου» για την Έρευνα επικεντρώνεται σε τρία ζητήματα: χάραξη πολιτικών για την έρευνα, διοικητικές δομές των κέντρων και των ινστιτούτων, εργασιακές σχέσεις. Παρά την ύπαρξη ορισμένων δευτερευόντων θετικών σημείων (διευκόλυνση της κινητικότητας των ερευνητών στο εξωτερικό και της συμμετοχής των ερευνητών στην εκπαιδευτική διαδικασία στα πανεπιστήμια), το σχέδιο νόμου προωθεί συνολικά ένα δυσλειτουργικό και μονομερώς προσανατολισμένο προς την αγορά πλαίσιο για την έρευνα. Το κεντρικό χαρακτηριστικό του νέου σχεδίου νόμου είναι ο συνδυασμός της ενίσχυσης του κυβερνητικού/κομματικού ελέγχου στον ερευνητικό ιστό και της εισαγωγής νεοφιλελεύθερων, επιχειρηματικά προσανατολισμένων πρακτικών στην ερευνητική δραστηριότητα. α) Η ηγεσία του Υπουργείου εξασφαλίζει το μέγιστο δυνατό κομματικό έλεγχο στον ερευνητικό ιστό και πολλαπλασιάζει τις γραφειοκρατικές υπηρεσίες που τον εποπτεύουν. Η γραφειοκρατική και συγκεντρωτική αντίληψη του σχεδίου νόμου φανερώνεται σε μια σειρά προβλέψεων για τους φορείς και τις διαδικασίες χάραξης πολιτικής για την έρευνα και τον τρόπο διοίκησης των Κέντρων και των Ινστιτούτων. Έτσι, με την εξαίρεση της παρουσίας ενός εκλεγμένου ερευνητή στο Δ.Σ. των Ερευνητικών Κέντρων - χωρίς να διευκρινίζεται αν θα έχει δικαίωμα ψήφου - οι φορείς διοίκησης και χάραξης πολιτικής αποτελούνται από διορισμένα πρόσωπα των οποίων η τοποθέτηση ανάγεται άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση του ΥΠΔΒΜΘ και στη διυπουργική επιτροπή για την έρευνα (ΕΣΕΤΕΚ, ΤΕΣ, πρόεδροι των ινστιτούτων, επιτροπές κρίσεις για διορισμό διευθυντών και ερευνητών, εμπειρογνώμονες Έρευνας και Καινοτομίας). Ταυτόχρονα, η σύσταση τμημάτων έρευνας και καινοτομίας σε κάθε Υπουργείο έρχεται να προστεθεί στην ύπαρξη ενός αριθμού Συμβουλίων και (Δι)υπουργικών Επιτροπών και κρατικών διευθύνσεων (Ε.Σ.Ε.ΤΕ.Κ. Δ.Ε.Ε.ΤΕ.Κ., Τ.Ε.Σ., Α.Δ.Ι.Π.Α.Ε, Γ.Γ.Ε.Τ. κ.λπ.) διαμορφώνοντας ένα βαρύ σχήμα χάραξης και άσκησης ερευνητικής πολιτικής χωρίς πιθανότητες να λειτουργήσει. Ενώ, λοιπόν, από τη μια το Υπουργείο προτείνει συγχωνεύσεις ινστιτούτων, κατάργηση ερευνητικών κέντρων και κατάργηση μιας βασικής κατηγορίας ερευνητικού προσωπικού (ΕΛΕ) για την αντιμετώπιση φαινομένων κατακερματισμού της έρευνας και την εξοικονόμηση πόρων, από την άλλη προωθεί τη διόγκωση της γραφειοκρατίας και του συγκεντρωτισμού. β) Ως συνέπεια των προαναφερόμενων, οι όσες δημοκρατικές και συμμετοχικές δομές που προβλέπονται από τον ισχύοντα νόμο 1514/1985 (δύο εκλεγμένοι εκπρόσωποι των εργαζομένων στα Δ.Σ. των Κέντρων, γνωμοδοτικά συμβούλια) αντικαθίστανται από ένα νέο, ακόμη πιο συγκεντρωτικό σύστημα λήψης αποφάσεων στο οποίο οι εργαζόμενοι δεν ασκούν σχεδόν κανέναν έλεγχο. Η ενίσχυση του κυβερνητικού/κομματικού ελέγχου στον ερευνητικό ιστό και η εκχώρηση μέρους της διοίκησης σε μια ελίτ ειδημόνων δημιουργούν το θεσμικό πλαίσιο για την κηδεμόνευση της Έρευνας. γ) Το «σχέδιο νόμου» προωθεί μονομερώς και δογματικά τη σύνδεση της Έρευνας με την αγορά με θύματα τη βασική έρευνα και την έρευνα που δεν έχει οικονομική ανταποδοτικότητα και η οποία συμπίπτει με ένα βασικό μέρος της έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες. Η προώθηση αυτή αποτυπώνεται κυρίως στα κριτήρια αξιολόγησης των Κέντρων και των Ινστιτούτων, από την οποία θα εξαρτάται μέρος της κρατικής επιχορήγησης, και στα κριτήρια αξιολόγησης των προτάσεων των ερευνητικών φορέων που θα χρηματοδοτούνται από δημόσιους πόρους. Στα πρώτα δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην ικανότητα των ερευνητών και των Κέντρων να επιτυγχάνουν χρηματοδοτικές εισροές, ενώ στα δεύτερα ουσιαστικό και σταθερό κριτήριο αναδεικνύεται η πρόβλεψη για την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας. Το μοντέλο αυτό προοιωνίζει τη μετατροπή των ερευνητικών κέντρων ΝΠΔΔ σε ΝΠΙΔ. δ) Το σχέδιο νόμου επιφυλάσσει επισφαλές καθεστώς απασχόλησης και εργασιακή ομηρία. Διακυβεύονται το καθεστώς απασχόλησης και οι εργασιακές σχέσεις του προσωπικού των Ερευνητικών Κέντρων. Η κατοχύρωση των θέσεων του υπάρχοντος προσωπικού παραμένει αδιευκρίνιστη. Δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο, με την κατάργηση της σημερινής μορφής των Ερευνητικών Κέντρων την εν συνεχεία επανασύστασή τους, να καταργηθούν οργανικές θέσεις εργασίας. Η επιλογή των συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ως εργασιακού καθεστώτος των ερευνητών Γ, σε συνδυασμό με την επιμήκυνση του χρόνου παραμονής στις βαθμίδες Γ και Β (έξι και τέσσερα χρόνια αντίστοιχα) απειλεί να επιβάλει συνθήκες εργασιακής και επιστημονικής ομηρείας αυτής της κατηγορίας προσωπικού. Το σχέδιο νόμου περιορίζει τις ερευνητικές βαθμίδες από τέσσερις σε τρεις και καταργεί την κατηγορία των ΕΛΕ. Δεν διευκρινίζεται ωστόσο η επιστημονική αναγκαιότητα των εν λόγων επιλογών. Ειδικά, σε ό,τι αφορά στους ΕΛΕ, πρόκειται για μια πολύτιμη κατηγορία ερευνητικού προσωπικού καθώς παίζουν καίριο ρόλο στον καταμερισμό της εργασίας εντός των ερευνητικών κέντρων. Συνολικά, τα ζητήματα των όρων πρόσληψης, του αριθμού των εργαζομένων, των αποδοχών και της νομικής μορφής της απασχόλησης του ερευνητικού προσωπικού (καθώς και του διοικητικού, τεχνικού και βοηθητικού προσωπικού) παραμένουν μετέωρα. Αυτό που γίνεται σαφές είναι ότι δεν υπάρχει εγγυημένος αριθμός του συνόλου των εργαζομένων και ότι όλες οι εργασιακές παράμετροι συσχετίζονται με το ύψος του προϋπολογισμού των ΕΚ, για το οποίο δεν υπάρχει σαφής προσδιορισμός, ούτε βέβαια η εγγύηση κάλυψης των ανελαστικών και λειτουργικών δαπανών. Το Δ.Σ. του Συλλόγου Προσωπικού του ΕΚΚΕ