• Σχόλιο του χρήστη 'Μανώλης Γεωργούλης, Σπύρος Βασιλάκος, Ηλίας Βαγενάς' | 26 Ιανουαρίου 2012, 13:47

    Το προσχέδιο αναφέρει γενικά ότι σκοπός και ευχή είναι η εξομοίωση των ερευνητών με τα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ. Μετά από ανάγνωση του κειμένου, όμως, θεωρούμε ότι βαίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση και συγκεκριμένα προς την υποβάθμιση και τελική απαξίωση του ερευνητικού έργου που επιτελείται στην Ελλάδα. Ενδεικτικά σταχυολογούμε μερικά βασικά σημεία, ως εξής: Εργασιακό καθεστώς ερευνητών: Με το παρόν προσχέδιο προτείνεται να μετατραπεί το νομικό καθεστώς των ερευνητών Α’ και Β’ βαθμίδας σε ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ενώ των ερευνητών Γ’ βαθμίδας σε συμβασιούχου ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Το μέχρι τώρα καθεστώς (το οποίο παραμένει ως έχει για τα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ) είναι ότι οι ερευνητές Α’ και Β’ είναι μόνιμοι υπάλληλοι δημοσίου δικαίου και ο ερευνητής Γ’ είναι επί θητεία υπάλληλος δημοσίου δικαίου. Οι παραπάνω νομικοί όροι ουσιαστικά υποδηλώνουν ότι οι ερευνητές Α’ και Β’ εξισώνονται νομικά με υπαλλήλους των ΔΕΚΟ (π.χ. οδηγοί της ΕΘΕΛ, υπάλληλοι της ΔΕΗ, κτλ.) ο δε ερευνητής Γ’ εξισώνεται νομικά με συμβασιούχο των ΟΤΑ (Δήμων κτλ.). Υπό τις παρούσες οικονομικές συνθήκες οι ερευνητές γίνονται το πιο ευάλωτο κομμάτι της επιστημονικής κοινότητας σε αντίθεση με τους πανεπιστημιακούς, οι οποίοι διατηρούν τη μονιμότητά τους χωρίς εξωτερική αξιολόγηση σε προσωπικό επίπεδο. Σε καμία περίπτωση δεν είμαστε υπέρ της δημοσιοϋπαλληλικής μονιμότητας, αλλά προτείνουμε τη μονιμότητα επί τη βάσει εξωτερικής αξιολόγησης, υπερβαίνοντας σε αυτό το σημείο ακόμα και τα ισχύοντα για τους πανεπιστημιακούς. Εδώ προτείνουμε υποβιβασμό του ερευνητή σε κατώτερη βαθμίδα σε περίπτωση παρατεταμένης απουσίας ποιοτικής ερευνητικής δραστηριότητας με βάση τα διεθνή κριτήρια. Στην τελευταία περίπτωση, θα μπορούσε ο όποιος ερευνητής να αιτηθεί μετάταξης στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, ισχύει ήδη για τους ερευνητές Γ’. Ζητήματα προσωπικού: Το προσχέδιο δικαιολογεί την αύξηση της παραμονής ερευνητών σε αντίστοιχες βαθμίδες με τη φράση «για να αποφευχθεί ο συνωστισμός στις ανώτερες βαθμίδες». Αυτή παραπέμπει σε παρωχημένες δημοσιοϋπαλληλικές νοοτροπίες. Συγκεκριμένα, η θητεία του ερευνητή Γ’ παρατείνεται στα έξι (6) χρόνια αντί για την ως τώρα ισχύουσα περίοδο των τριών (3) ετών χωρίς δυνατότητα εξέλιξης και αξιολόγησης του έργου του. Προτείνουμε: -- Ο ερευνητής Γ’ να μπορεί να ζητήσει εξέλιξη μετά από τρία (3) χρόνια παραμονής στη βαθμίδα επί τη βάσει εξωτερικής αξιολόγησης (ό,τι δηλαδή ισχύει σε ΑΕΙ και ΤΕΙ για τους επίκουρους καθηγητές). -- Για τους ερευνητές Β’ να ισχύσει ό,τι ισχύει για τους αναπληρωτές καθηγητές των ΑΕΙ και ΤΕΙ, επί τη βάσει εξωτερικής αξιολόγησης. Κλείνουμε με την ευχή ότι οι παραπάνω απόψεις (ή έστω κάποιες από αυτές) θα αντανακλούν τελικά ένα τροποποιημένο κείμενο του παρόντος προσχεδίου. Όλοι κατανοούν ότι αν οι παραπάνω προτεινόμενες διατάξεις τελικά ισχύσουν, αφαιρώντας κατ’ ουσία τα όποια ηθικά κίνητρα (δεχόμαστε ότι οικονομικά κίνητρα σε μια τέτοια περίοδο για τη χώρα είναι ενδεχομένως μη πραγματοποιήσιμα, αν και το οικονομικό κόστος εξομοίωσης ερευνητών με πανεπιστημιακούς είναι μικρό) για την πραγματοποίηση έρευνας αριστείας, θα εξωθήσουν το πιο παραγωγικό και εξωστρεφές κομμάτι του ελληνικού ερευνητικού ιστού είτε στην επιδίωξη για μια θέση σε ΑΕΙ, είτε στην έξοδο από την έρευνα, είτε τελικά στην αναζήτηση θέσης σε ιδρύματα του εξωτερικού, με προφανές αντίκτυπο για την πορεία της πρωτότυπης έρευνας στην Ελλάδα.