• Σχόλιο του χρήστη 'ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ' | 7 Φεβρουαρίου 2012, 19:06

    ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ – www.eee-researchers.gr ΣΤ. ΟΡΓΑΝΩΣΗ, ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ Παρότι κατά νόμο τα μέλη ΔΕΠ και οι Ερευνητές έχουν ομόλογα χαρακτηριστικά προσόντων, προσλήψεων και προαγωγών, παρουσιάζεται μια ισχυρή ασυμμετρία στο εργασιακό τους περιβάλλον, η οποία είναι πολύ δύσκολο να αιτιολογηθεί: Τα μέλη ΔΕΠ εργάζονται σε χώρο που απολαμβάνει της ακαδημαϊκής αυτονομίας, η οποία είναι στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ για την ανέλιξη του ερευνητικού έργου. Οι Ερευνητές, όμως, εργάζονται σε ένα περιβάλλον όπου η συγκέντρωση των εξουσιών στο πρόσωπο του Διευθυντή Ινστιτούτου διαμορφώνουν ένα πνεύμα δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας, το οποίο συμπιέζει την ερευνητική διαδικασία. Τα ανωτέρω ενισχύονται από το γεγονός ότι σε πολλά ΕΚ που εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤ μορφής ΝΠΙΔ δεν υφίσταται, παρά τις ρητές διατυπώσεις της κείμενης νομοθεσίας (ν. 1514/1985), ούτε καν εκπρόσωπος των ερευνητών στο Διοικητικό Συμβούλιο Κέντρου. Η κατά νόμο συμμετοχή των Διευθυντών Ινστιτούτων στα ΔΣ των ΕΚ είναι προβληματική επίσης, διότι αναλαμβάνουν ταυτόχρονα το διττό ρόλο του ελέγχοντος (ως Διευθυντές Ινστιτούτων) και του ελεγχόμενου (ως μέλη της Διοίκησης του ΕΚ). Ως εκ τούτου, απαιτείται άμεση νομοθετική παρέμβαση για τον περιορισμό των υπερεξουσιών του Διευθυντή Ινστιτούτου. Ο οδικός χάρτης λειτουργίας κάθε ΕΚ/Ι περιλαμβάνει προγραμματισμό και πενταετή συμφωνία με το Υπουργείο ΠΔΒΜΘ, στο πλαίσιο της οποίας οφείλει να δραστηριοποιηθεί τόσο ο Διευθυντής, όσο και το σύνολο των ερευνητικών ομάδων ενός Ινστιτούτου. Οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι πυρήνας του ερευνητικού μας συστήματος είναι οι ερευνητικές ομάδες και οι μονάδες των ερευνητών. Επιπλέον, έως σήμερα, οι επιτροπές που εξέλεγαν τους Διευθυντές Ινστιτούτων απαρτίζονταν αποκλειστικά από εξωτερικά μέλη (εκτός Κέντρου-Ινστιτούτου), τις συνέπειες όμως μιας τυχόν εκλογής ενός ανεπαρκούς Διευθυντή Ινστιτούτου τις υφίσταντο (και σε αυτήν την περίπτωση αποκλειστικά) οι ερευνητές του οικείου Ινστιτούτου. Για να αντιμετωπιστούν επιτυχώς τα ζητήματα/προβλήματα αυτά ζητάμε ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ και ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΕΚΛΕΓΜΕΝΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ και πιο συγκεκριμένα: (α) οι ερευνητές να φέρουν την τελική ευθύνη επιλογής του Διευθυντή της ευρύτερης οντότητας που αποτελείται από ερευνητικές ομάδες ομοειδών δραστηριοτήτων, δηλαδή των Ινστιτούτων και (β) το ερευνητικό έργο των Ινστιτούτων (το έργο εν τέλει των ερευνητικών ομάδων και των επί κεφαλής Δ/ντών) να αξιολογείται από διεθνείς, ανεξάρτητες, υψηλής ποιότητας επιστημονικές επιτροπές. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ / ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ: 1. Φορείς στους οποίους αφορούν τα προβλεπόμενα στο Μέρος Β καθώς και η διαδικασία αξιολόγησης του Μέρους Α: Πρόταση της ΕΕΕ: Δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις ερευνητικοί φορείς που αξιολογούνται (δηλ. τα Ερευνητικά Κέντρα και τα Ινστιτούτα τους που εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤ) και ερευνητικοί φορείς που δεν αξιολογούνται, για χρηματοδοτήσεις από τα ερευνητικά προγράμματα που προκηρύσσονται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας & Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) ή/και άλλους κρατικούς φορείς, θα πρέπει να υιοθετηθεί (κατ’ ελάχιστον) η ΠΡΟΤΑΣΗ 2 του παρόντος προς διαβούλευση κειμένου, στην οποία αναφέρεται ότι «Τα προβλεπόμενα στο Μέρος Β καθώς και η διαδικασία αξιολόγησης του Μέρους Α αφορούν τα Ερευνητικά Κέντρα που εποπτεύονται από το ΥΠΔΒΜΘ, από τη ΓΓΕΤ, τα Ερευνητικά Κέντρα της Ακαδημίας Αθηνών καθώς και ερευνητικούς φορείς που εποπτεύονται από άλλα Υπουργεία (για τους οποίους θα ληφθεί μέριμνα διαχωρισμού των ερευνητικών τους δραστηριοτήτων και για τις οποίες δέχονται να λειτουργούν πλήρως υπό τις διατάξεις του παρόντος θεσμικού πλαισίου)». Επιπλέον, για τη διευκόλυνση της υλοποίησης των στόχων της Β’ Φάσης αναδιάρθρωσης του ερευνητικού ιστού (http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1113), θα πρέπει να προστεθεί στο τέλος της πιο πάνω παραγράφου «…καθώς και ερευνητικούς φορείς που εποπτεύονται από άλλα Υπουργεία (για τους οποίους θα ληφθεί μέριμνα διαχωρισμού των ερευνητικών τους δραστηριοτήτων), στην προοπτική μεταφοράς ορισμένων εξ’ αυτών υπό την εποπτεία της ΓΓΕΤ, κατά τη Β’ Φάση αναδιάρθρωσης του ερευνητικού ιστού». 2. Νομικό Καθεστώς ΕΚ: Το παρόν υπό διαβούλευση κείμενο αποτελεί ένα ερμαφρόδιτο κείμενο όσον αφορά στο νομικό καθεστώς των ΕΚ που βρίσκονται υπό την εποπτεία της ΓΓΕΤ. Ενώ φαίνεται να διατηρείται προς το παρόν το νομικό καθεστώς των Κέντρων ως έχει (σύμφωνα και με τη σχετική, πρόσφατη δέσμευση της Υπουργού Παιδείας, ΔΒΜΘ), το κείμενο στις επί μέρους ρυθμίσεις φαίνεται ως να έχει γραφεί για ΕΚ ΝΠΙΔ [π.χ., στο «σχέδιο νόμου 2» άρθρο 1, ως Ερευνητικό Κέντρο ορίζεται «δημόσιο νομικό πρόσωπο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ...» ενώ στο άρθρο 27, παρ. 6 αναφέρονται «τα ερευνητικά κέντρα ως ΝΠΙΔ»]. Πρόταση της ΕΕΕ: Σύμφωνα με πάγια θέση της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών, όλα τα Ερευνητικά Κέντρα που εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤ πρέπει να μετατραπούν σε ΝΠΔΔ. Σε κάθε ΕΚ ιδρύεται ένα ΝΠΙΔ που θα διαχειρίζεται την περιουσία τους και τα κονδύλια έρευνας (κατά το πρότυπο των ΑΕΙ, ν. 4009/2011, άρθρο 58). Η μετατροπή αυτή μπορεί και πρέπει να επιτευχθεί με την προσθήκη σχετικών ρυθμίσεων στον υπό διαβούλευση Νόμο, καθώς αποκαθιστά ένα ενιαίο νομικό καθεστώς στο βασικό, δημόσιο ερευνητικό ιστό της χώρας (δηλαδή σε Πανεπιστήμια, ΤΕΙ και Ερευνητικά Κέντρα), παρέχει την απαραίτητη ευελιξία διαχείρισης της περιουσίας των Κέντρων και των ερευνητικών τους κονδυλίων και, επιπλέον, απαλλάσσει τα ΝΠΙΔ Ερευνητικά Κέντρα από τις νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν στις ΔΕΚΟ. 3. Εσωτερικοί Κανονισμοί Λειτουργίας των Ερευνητικών Κέντρων: Ο Εσωτερικός Κανονισμός κάθε Κέντρου (ο οποίος σημειωτέον μπορεί να αναθεωρείται με απόφαση του Δ.Σ. του Κέντρου και συνεπακόλουθη έγκριση από το υπουργείο) δεν μπορεί να ρυθμίζει σημαντικά θέματα που απαιτούν ενιαία αντιμετώπιση και θεσμική θωράκιση, όπως οι αρμοδιότητες των Διευθυντών Ινστιτούτων και των Επιστημονικών Συμβουλίων, η εκλογή, αξιολόγηση και παύση όλων των οργάνων διοίκησης (συμπεριλαμβανομένων των Διευθυντών Ινστιτούτων, των εσωτερικών μελών του ΔΣ και του Γενικού Διευθυντή), τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την εκλογή σε θέση ερευνητή, τα κριτήρια αξιολόγησης των ερευνητών Α’ και Β’, κλπ. Πρόταση της ΕΕΕ: Για τα ανωτέρω θέματα θα πρέπει να περιληφθούν στον υπό διαβούλευση Νόμο σχετικές ρυθμίσεις. 4. Όργανα Διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων: Το πρότυπο διοίκησης των ΕΚ που προτείνεται στην παρούσα διαβούλευση προσομοιάζει περισσότερο με αυτά των ιδιωτικών εταιρειών παρά με πρότυπο διοίκησης ερευνητικών ιδρυμάτων δημοσίου συμφέροντος. Σε αντίθεση με το Νόμο 4009/2011 για τα ΑΕΙ, στον οποίο περιγράφονται οι βασικές αρμοδιότητες όλων των οργάνων διοίκησης, αυτό δεν συμβαίνει στο παρόν υπό διαβούλευση κείμενο (δεν περιγράφονται οι γενικές αρμοδιότητες των Διευθυντών Ινστιτούτων και των Επιστημονικών Συμβουλίων, αλλά επαφίενται στους Εσωτερικούς Κανονισμούς των Κέντρων). Πρόταση της ΕΕΕ: Η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών θεωρεί ότι το νέο πρότυπο διοίκησης των ΕΚ θα πρέπει να διασφαλίζει το βέλτιστο δυνατό ερευνητικό περιβάλλον και να ελαχιστοποιεί τις στρεβλώσεις που επιτρέπει το υπάρχον. Για την επίτευξη του τελευταίου εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση αποτελεί η ουσιαστική διευρυμένη συμμετοχή στη διοίκηση των ερευνητών που αποτελούν τη βασική συνιστώσα του ερευνητικού συστήματος των ΕΚ. Το τελικό σχέδιο για το πρότυπο διοίκησης των ΕΚ θα πρέπει να προκύψει μετά από περαιτέρω, ενδελεχή συζήτηση, η οποία θα λαμβάνει υπόψη και τις ιδιαιτερότητες που θα προκύψουν στα ΕΚ και Ινστιτούτα από την προτεινόμενη/επερχομένη αναδιάρθρωση του ερευνητικού ιστού. Η ΕΕΕ προτείνει ένα πρότυπο διοίκησης των ΕΚ που παρουσιάζεται αναλυτικά πιο κάτω και το οποίο ενσωματώνει βασικές αρχές που έχουν ήδη περιγραφεί σε έγγραφό της με θέμα «Νέο πρότυπο διοίκησης Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων (βλ. http://www.eee-researchers.gr/Anakoinoseis-EEE/EEE_EX_414-13-12-11.pdf). 5. Επιστημονικά Συμβούλια: Σύμφωνα με το προτεινόμενο πρότυπο διοίκησης των ΕΚ στα ΔΣ των Κέντρων υπάρχουν εξωτερικά μέλη του εξυπηρετούν τη διασύνδεση του κάθε Κέντρου με την κοινωνία την οικονομία, αλλά και με την ευρύτερη επιστημονική κοινότητα (με την οποία υφίστανται επίσης πολλοί άλλοι τρόποι διασύνδεσης). Επιπλέον τα ΤΕΣ, στο πλαίσιο λειτουργίας του ΕΣΕΤ, μπορεί να επιτελούν και το ρόλο του εξωτερικού επιστημονικού συμβουλίου Κέντρου (όπως αυτός περιγράφεται στο κείμενο διαβούλευσης). Ως εκ των άνωθεν, δεν κατανοούμε τη χρησιμότητα σύστασης ενός επιπλέον οργάνου που θα λειτουργεί για τον ίδιο σκοπό σε επίπεδο Κέντρου. Άλλωστε, ενώ υπήρχε αντίστοιχη πρόβλεψη στο Νόμο 1514/1985, αυτή δεν ενεργοποιήθηκε/αξιοποιήθηκε στη συντριπτική πλειοψηφία των Ερευνητικών Κέντρων. Πρόταση της ΕΕΕ: Η ΕΕΕ προτείνει να προβλεφθεί η θεσμική κατοχύρωση διεθνών «Συμβουλευτικών Επιστημονικών Επιτροπών» ανά Ινστιτούτο (προκρίνοντας κατ’ ουσίαν τη σχετική ΠΡΟΤΑΣΗ 1 στο υπό διαβούλευση κείμενο, όμως με άλλο τίτλο και χωρίς ανελαστικό καθορισμό του αριθμού των μελών που θα απαρτίζουν την εν λόγω Επιτροπή), τις οποίες θα επιλέγουν οι ίδιοι οι ερευνητές του Ινστιτούτου. Οι Επιτροπές αυτές θα είναι στοχευμένες στα επιστημονικά αντικείμενα του κάθε Ινστιτούτου και ως εκ τούτου πιο αποτελεσματικές, προκειμένου να υποβοηθείται το Ινστιτούτο στην υλοποίηση του τετραετούς προγραμματισμού του, στη λήψη των αναγκαίων μέτρων που υποδεικνύονται από τις εξωτερικές αξιολογήσεις και στην επεξεργασία της αναπτυξιακής στρατηγικής του. Επιπρόσθετα, η ΕΕΕ καταθέτει (πιο κάτω) πρόταση για «Επιστημονικά Συμβούλια Ινστιτούτων» (ως μετεξέλιξη των Επιστημονικών Γνωμοδοτικών Συμβουλίων Ινστιτούτων του ν. 1514/1985), τα οποία θα απαρτίζονται από ερευνητές των οικείων Ινστιτούτων και θα έχουν συγκεκριμένες αρμοδιότητες. ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ / ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ: Εσωτερικοί Κανονισμοί Λειτουργίας των Ερευνητικών Κέντρων Μια σειρά θεμάτων τα οποία δεν μπορούν να επαφίενται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του κάθε Ερευνητικού Κέντρου, αλλά θα πρέπει να ρυθμίζονται στον παρόντα νόμο είναι: 1. Οι αρμοδιότητες των Διευθυντών Ινστιτούτων και των Επιστημονικών Συμβουλίων που περιγράφονται πιο κάτω. 2. Η εκλογή, αξιολόγηση και παύση όλων των οργάνων διοίκησης. 3. Ο ορισμός των ελάχιστων προϋποθέσεων για την εκλογή σε θέση ερευνητή (κατ’ αντιστοιχία του Ν. 4009/2011, Άρθρο 17 - Προσόντα εκλογής καθηγητών όλων των βαθμίδων). 4. Τα κριτήρια και η διαδικασία αξιολόγησης των ερευνητών Α’ και Β (κατ’ αντιστοιχία του Ν. 4009/2011, Άρθρο 21 - Αξιολόγηση καθηγητών). 5. Επιπλέον, ο Νόμος μπορεί να περιέχει χρονικές προθεσμίες για την κατάρτιση εσωτερικών κανονισμών. Η καθυστέρηση της κατάρτισης εσωτερικού κανονισμού μπορεί να συνδεθεί με τη χρηματοδότηση. Όργανα Διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων Ένα από τα κύρια προβλήματα που ανέδειξε το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο αφορούσε τη συχνή παρουσία στη διοίκηση των ΕΚ Διευθυντών Κέντρων (και σε ορισμένες περιπτώσεις και Ινστιτούτων), οι οποίοι, ανεξάρτητα από τα επιστημονικά τους προσόντα, δεν ήταν γνώστες των διοικητικών προβλημάτων και της καθημερινής ζωής του Κέντρου (ή του Ινστιτούτου αντίστοιχα). Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τον περιορισμένο χρονικά χαρακτήρα της παρουσίας τους στο Κέντρο και τις επιπλέον δραστηριότητές τους (πέραν της διοίκησης), απετέλεσαν επανειλημμένα πηγή προβλημάτων και δυσλειτουργιών. Ένα επιπλέον πρόβλημα της οργάνωσης της διοίκησης των ΕΚ/Ι, ως έχει σήμερα, είναι η θεσμική απολυταρχία των Διευθυντών Ινστιτούτων και στα δύο υπάρχοντα επίπεδα διοίκησης, δηλαδή αυτό του Ινστιτούτου και αυτό του ΔΣ του Κέντρου. Αυτό πολλάκις οδηγεί στο να διέπεται η λειτουργία του ΔΣ από ένα είδος ιδιότυπου ‘κορπορατισμού’, ο οποίος επιτείνεται από την έλλειψη μηχανισμών ελέγχου και λογοδοσίας. Λόγω των ανωτέρω, στο νέο νομοθετικό πλαίσιο θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε να υπάρχει διευρυμένη συμμετοχή στη διοίκηση των ΕΚ ερευνητών από το ίδιο το Κέντρο, οι οποίοι είναι γνώστες της καθημερινότητας και των ιδιαίτερων προβλημάτων του. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί μέριμνα ώστε οι Διευθυντές Ινστιτούτων να μην κυριαρχούν και στα δύο επίπεδα διοίκησης. Παράλληλα, η εξωστρέφεια του κάθε Ιδρύματος μπορεί να ενισχυθεί, με τη συμμετοχή στη διοίκησή του προσώπων εκτός Κέντρου, όπως προτείνεται στην παρούσα διαβούλευση. Επί της αρχής η ΕΕΕ συμφωνεί με την παρουσία εξωτερικών μελών στα Διοικητικά Συμβούλια των Ερευνητικών Κέντρων, τα οποία θα είναι «καταξιωμένα πρόσωπα της κοινωνίας και της οικονομίας», δίνοντας έμφαση στη διασύνδεση ΕΚ και παραγωγικού τομέα, με την προϋπόθεση της ικανοποίησης ενός ελαχίστου αριθμού υψηλών προσόντων (μεταπτυχιακοί τίτλοι σπουδών, διδακτορικό δίπλωμα) . Αυτονόητο είναι βέβαια ότι τα εξωτερικά μέλη οφείλουν να «επενδύσουν» στο ΔΣ ενός Κέντρου «χρόνο και κόπο» και να μην αντιμετωπίσουν τη συμμετοχή τους σε αυτό ως πάρεργο, ή άλλως πως. Ως σήμερα, η διασύνδεση του παραγωγικού τομέα με τα ΕΚ δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική, κυρίως εξαιτίας του πρώτου. Η συμμετοχή των εξωτερικών μελών στα ΔΣ των Κέντρων ίσως βοηθήσει σταδιακά στη βελτίωση αυτής της σχέσης. Αρχικά πάντως δεν θα πρέπει να αναμένεται κάποια ουσιαστική, ή/και πολυάριθμη, «αυθόρμητη» συμμετοχή εξωτερικών μελών (προερχόμενων από τον παραγωγικό τομέα) στα ΔΣ των ΕΚ. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να αποφευχθούν δυσλειτουργίες των ΔΣ των Κέντρων που μπορεί να προέλθουν κυρίως από την πιθανή, συχνή απουσία των εξωτερικών μελών από τις σχετικές συνεδριάσεις (που μπορεί να συμβάλλει στην έλλειψη απαρτίας). Ως εκ τούτου η ποσόστωση των εξωτερικών μελών στα ΔΣ των Κέντρων θα πρέπει να παραμείνει σχετικά χαμηλή (στο σύνολο των μελών του ΔΣ), ώστε να μην είναι δυνατόν να παρεμποδίσει την ομαλή λειτουργία τους. Όσον αφορά το κεφάλαιο «Όργανα Διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων» του υπό διαβούλευση κειμένου (και με βάση όλα τα ανωτέρω) προτείνονται τα εξής: Διοικητικό Συμβούλιο 1. Να αναφέρεται στο Νόμο ότι τα άτομα που απαρτίζουν τη διοίκηση του κάθε Ερευνητικού Κέντρου «πρέπει να έχουν γνώση της δομής και λειτουργίας του». 2. Ως προς τη σύνθεση του ΔΣ το παρόν υπό διαβούλευση κείμενο («σχέδιο νόμου 1») αναφέρει: «Το Δ.Σ. μπορεί να απαρτίζεται από 7-9 μέλη αναλόγως του μεγέθους του Ερευνητικού Κέντρου, περιλαμβανομένου του Προέδρου. Στο Δ.Σ. του Ε.Κ. συμμετέχουν εσωτερικά και εξωτερικά μέλη, τα οποία είναι καταξιωμένα πρόσωπα της κοινωνίας και της οικονομίας. Την πλειοψηφία την κατέχουν τα εσωτερικά μέλη, τα οποία επιλέγουν τα εξωτερικά. Τα εσωτερικά μέλη απαρτίζονται από Διευθυντές των Ινστιτούτων και ερευνητές που αναδεικνύονται με βάση κριτήρια επιστημονικής αριστείας. Τα τελικώς επιλεγέντα μέλη διορίζονται με απόφαση του εποπτεύοντος Υπουργού.». Το δε «σχέδιο νόμου 2» αναφέρει: «Το Διοικητικό Συμβούλιο απαρτίζεται από 7 έως 9 μέλη, ανάλογα με τον αριθμό των ινστιτούτων του Ερευνητικού Κέντρου, περιλαμβανομένου του Προέδρου, τα οποία διορίζονται με απόφαση του εποπτεύοντος Υπουργού για τετραετή θητεία. Στο Δ.Σ. του Ερευνητικού Κέντρου συμμετέχουν 1 έως 4 εκπρόσωποι εκ των Διευθυντών των Ινστιτούτων, 1 έως 2 ερευνητές που αναδεικνύονται με βάση κριτήρια αριστείας που καθορίζονται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Κέντρου και 2 έως 4 εξωτερικά μέλη τα οποία είναι καταξιωμένα πρόσωπα της κοινωνίας και της οικονομίας. Την πλειοψηφία κατέχουν τα εσωτερικά μέλη.». Ως προς τη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου προτείνουμε τα εξής: Το ΔΣ αποτελείται από 7-9 μέλη αναλόγως του μεγέθους του Ερευνητικού Κέντρου (σε ΕΚ με λιγότερα από τρία και τρία ή περισσότερα Ινστιτούτα αντίστοιχα), περιλαμβανομένου του Προέδρου. Τα τέσσερα ή τα πέντε μέλη του επταμελούς ή εννεαμελούς ΔΣ, αντίστοιχα, είναι εσωτερικά μέλη του ΕΚ και, ειδικότερα, τρία ή τέσσερα μέλη, αντίστοιχα, είναι ερευνητές Α’ ή Β’ βαθμίδας και ένα μέλος είναι εκπρόσωπος του τεχνικού-διοικητικού προσωπικού. Τα υπόλοιπα δυο ή τρία μέλη, αντίστοιχα, είναι εξωτερικά. ___________________________________________________________________ 2η προσέγγιση για το θέμα του Διοικητικού Συμβουλίου: Η πρόταση σύνθεσης του ΔΣ κάθε Κέντρου που παρουσιάζεται στη διαβούλευση (στα «σχέδια νόμου 1 και 2») δομείται πάνω σε ένα τρίπτυχο, το οποίο περιλαμβάνει (εκτός από τον Πρόεδρο του Κέντρου), Διευθυντές Ινστιτούτων, ερευνητές και εξωτερικά μέλη. Αν και παραμένει ασαφές (και στις δύο εκδόσεις του σχεδίου νόμου) το πως θα καθορίζεται εν τέλει ο ακριβής αριθμός των Διευθυντών Ινστιτούτων, των ερευνητών και των εξωτερικών μελών, το τρίπτυχο αυτό μπορεί να συζητηθεί από την κοινότητα των ερευνητών με απαραίτητες προϋποθέσεις: (α) τη συμμετοχή σημαντικού αριθμού αιρετών ερευνητών στα ΔΣ των Κέντρων στο σύνολο των μελών και (β) τη συμμετοχή στο ΔΣ ενός αιρετού εκπροσώπου των τεχνικών και διοικητικών υπαλλήλων του Κέντρου (κατά το ν. 1514/1985) που διασφαλίζει περαιτέρω διαφάνεια και συλλογικότητα στη λειτουργία της κεντρικής του διοίκησης. Εάν η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου εμμείνει στο πνεύμα των προτάσεων που θέτει σε διαβούλευση, ζητούμε η σύνθεση των ΔΣ στα ΕΚ να διασαφηνισθεί ως εξής: Στο Δ.Σ. του ΕΚ συμμετέχουν εσωτερικά και εξωτερικά μέλη. Την πλειοψηφία του Δ.Σ. κατέχουν τα εσωτερικά μέλη, τα οποία επιλέγουν τα εξωτερικά. Το Δ.Σ. απαρτίζεται από τον Πρόεδρο, τρεις εκπροσώπους των Διευθυντών, ισάριθμους με τους διευθυντές εκπροσώπους των ερευνητών, έναν εκπρόσωπο των τεχνικών και διοικητικών υπαλλήλων του Κέντρου και δύο έως τρία εξωτερικά μέλη. Σε κάθε περίπτωση, το άθροισμα των Δ/ντών και των ερευνητών δεν μπορεί να είναι μικρότερο του τρία*. Τα τελικώς επιλεγέντα μέλη διορίζονται με απόφαση του εποπτεύοντος Υπουργού. *[για την περίπτωση των ΕΚ που περιλαμβάνουν ή θα περιλαμβάνουν -μετά την Α’ φάση αναδιάρθρωσης του ερευνητικού ιστού- ένα μόνο Ινστιτούτο] ___________________________________________________________________ 3. Να αναφέρεται στο Νόμο (σε κάθε περίπτωση) ότι «οι ερευνητές που συμμετέχουν στα ΔΣ των ΕΚ, είναι Ερευνητές Α’ και Β’ βαθμίδας και εκλέγονται από το σύνολο των ερευνητών του ΕΚ», κατ’ αντιστοιχία της εκλογής των εσωτερικών μελών στα συμβούλια των ΑΕΙ (ν. 4009/2011, Άρθρο 8). Αντίστοιχα, ο εκπρόσωπος των τεχνικών και διοικητικών υπαλλήλων του Κέντρου εκλέγεται από το σύνολο των αντίστοιχων υπαλλήλων του ΕΚ. 4. Να αναφέρεται στο Νόμο (σε κάθε περίπτωση) ότι «η εκλογή των εξωτερικών μελών των ΔΣ γίνεται από τα εσωτερικά μέλη» (κατ’ αντιστοιχία του ν. 4009/2011). 5. Θα πρέπει να προβλέπεται στο Νόμο ότι η συμμετοχή όλων των μελών στις συνεδριάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων γίνεται αμισθί (και χωρίς καμιά πρόσθετη αμοιβή). 6. Τέλος θα πρέπει να διευκρινιστεί η φράση «η συμμετοχή των Διευθυντών στο ΔΣ μπορεί να είναι κυλιόμενη ανά διετία, με ανάλογη προσαρμογή της θητείας τους» (σχέδιο νόμου 2, άρθρο 22, παρ. 3) ή να απαλειφθεί το «με ανάλογη προσαρμογή της θητείας τους», για να μην υπάρξουν παρερμηνείες και συνεπακόλουθες τυχόν ‘‘σύννομες’’ επιμηκύνσεις της τετραετούς θητείας των Διευθυντών Ινστιτούτων. Ο Πρόεδρος του Δ.Σ. 1. Ως προς τη διαδικασία εκλογής Προέδρου το υπό διαβούλευση κείμενο αναφέρει: «Για την αξιολόγηση των υποψηφίων για τη θέση του Προέδρου συγκροτείται με απόφαση του εποπτεύοντος Υπουργού, ύστερα από εισήγηση του ΕΣΕΤΕΚ, ειδική επιτροπή κριτών, αποτελούμενη από 5 ή 7 επιστήμονες». Να προστεθούν οι διευκρινήσεις: (α) οι κριτές είναι διεθνώς καταξιωμένοι επιστήμονες και στην πλειοψηφία τους προέρχονται από την αλλοδαπή, (β) στην επιτροπή κριτών συμμετέχουν οι αιρετοί εκπρόσωποι των ερευνητών στο ΔΣ του οικείου Κέντρου, (γ) οι κριτές μπορούν να συμμετέχουν στη διαδικασία αξιολόγησης μέσω τηλεδιάσκεψης. ___________________________________________________________________ 2η προσέγγιση για το θέμα εκλογής Προέδρου του ΔΣ: Ο Πρόεδρος εκλέγεται από το ΔΣ του Κέντρου (με την προϋπόθεση ότι η συμμετοχή Διευθυντών Ινστιτούτων και ερευνητών στο ΔΣ του Κέντρου είναι ισόρροπη). ___________________________________________________________________ 2. Να γίνει επίσης προσθήκη ότι «η θέση του Πρόεδρου, είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης». Ο Γενικός Διευθυντής Η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών θεωρεί ότι η αναγκαιότητα της θεσμοθέτησης θέσης Γενικού Διευθυντή στα ΕΚ δεν είναι προφανής και απαιτεί περαιτέρω συζήτηση. Ερευνητικά Ινστιτούτα Όργανα των Ινστιτούτων είναι α) ο Διευθυντής β) το Επιστημονικό Συμβούλιο Ινστιτούτου γ) η συνέλευση του Ινστιτούτου Διευθυντής Ινστιτούτου 1. Το προς διαβούλευση κείμενο αναφέρει ότι «Οι Διευθυντές των Ινστιτούτων διορίζονται με τετραετή θητεία που μπορεί να ανανεωθεί έως μία φορά μετά από ανοικτή προκήρυξη». Επειδή πιστεύουμε ακράδαντα ότι η θέση του ερευνητή είναι στο εργαστήριό του (στο ΕΚ ή το ΑΕΙ), από τις εργασίες του οποίου δεν πρέπει να απέχει επί μακρόν και επειδή έχουν παρατηρηθεί φαινόμενα στο παρελθόν κατά τα οποία ερευνητές έχουν διανύσει το μισό και πλέον του επαγγελματικού τους βίου σε θέσεις Δ/ντών Ινστιτούτων και Δ/ντών Κέντρων, είμαστε απόλυτα αντίθετοι με τις συνεχόμενες θητείες Διευθυντών Ινστιτούτων. Ως εκ τούτου ζητούμε ο Διευθυντής Ινστιτούτου που έχει διανύσει μια θητεία στη θέση αυτή να μη μπορεί να είναι υποψήφιος για την ίδια θέση στην αμέσως επόμενη προκήρυξη. 2. Να προβλέπεται στο Νόμο ότι η θέση του Διευθυντή Ινστιτούτου, είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. 3. Ο Διευθυντής Ινστιτούτου εκλέγεται από το σύνολο των ερευνητών του οικείου Ινστιτούτου με την ακόλουθη διαδικασία: Οι υποψήφιοι Δ/ντές πρέπει να έχουν προσόντα Α’ βαθμίδας ερευνητή ή αντίστοιχης βαθμίδας καθηγητή ΑΕΙ. Το σύνολο των υποψηφιοτήτων κατατίθεται στο ΕΣΕΤ, το οποίο επιλέγει τρεις υποψηφίους (διαδικασία αντίστοιχη με αυτή που προβλέπει το άρθρο 8, παρ. 16β, του ν. 4009/2011). O Δ/ντής εκλέγεται με ψηφοφορία από το σύνολο των ερευνητών του οικείου Ινστιτούτου μεταξύ των τριών υποψηφίων. 4. Στον υπό διαμόρφωση Νόμο θα πρέπει επίσης να συμπεριληφθούν οι βασικές αρμοδιότητες του Διευθυντή Ινστιτούτου. Επιστημονικό Συμβούλιο Ινστιτούτου Σε κάθε Ινστιτούτο εκλέγεται από το σύνολο των ερευνητών Επιστημονικό Συμβούλιο Ινστιτούτου (ΕΣΙ) με διετή θητεία. Τα μέλη του ΕΣΙ είναι ερευνητές Α’ ή Β’ βαθμίδας και δεν συμπεριλαμβάνουν το Διευθυντή του Ινστιτούτου. Το Συμβούλιο είναι τριμελές, εφόσον ο αριθμός των ερευνητών του Ινστιτούτου είναι μικρότερος του 15 και πενταμελές εφόσον ο αριθμός αυτός είναι μεγαλύτερος. Το Συμβούλιο εκλέγει Πρόεδρο, ο οποίος ασκεί χρέη Αναπληρωτή Διευθυντή Ινστιτούτου, του Διευθυντή Ινστιτούτου ελλείποντα, απόντα, ή κωλυόμενου, με πλήρη δικαιώματα (και δικαίωμα ψήφου στο ΔΣ του Κέντρου). --------------------------------------------- ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Τα ανωτέρω σχόλια αναφέρονται κυρίως στο «σχέδιο νόμου 1» που τίθεται εδώ σε διαβούλευση υπό τη μορφή οκτώ (08) Άρθρων/Κεφαλαίων. Το «σχέδιο νόμου 2» που δόθηκε στη διαβούλευση (μία ημέρα πριν από τη λήξη της προθεσμίας για διαβούλευση του «σχεδίου νόμου 1», στις 30 Ιανουαρίου) με περιθώριο για δημόσια συζήτηση μίας περίπου εβδομάδας (!) είναι ατελές και περιέχει αντιφατικές ρυθμίσεις. Η ερευνητική κοινότητα ζητά από το Υπουργείο να δημοσιοποιήσει το επεξεργασμένο, τελικό προσχέδιο νόμου με όλες τις διατάξεις (και τις ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ) και να μεριμνήσει ώστε να υπάρξει ο απαραίτητος και ικανός χρόνος για ουσιαστικό διάλογο, επί του συνόλου των ρυθμίσεων που αυτό θα περιλαμβάνει. Το Υπουργείο οφείλει επίσης να συντάξει την «έκθεση επί της δημόσιας διαβούλευσης», η οποία θα συνοδεύσει το σχέδιο νόμου στη διαδικασία συζήτησης και ψήφισής του από τη Βουλή των Ελλήνων (νέος κανονισμός της Βουλής, άρθρο 85, παρ. 3), από ΜΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΠΟΥ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΣΥΝΟΛΙΚΑ και όχι σε τρεις ‘δόσεις’, καθώς τουλάχιστον οι μεταβατικές διατάξεις θα πρέπει (σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στις «Μεταβατικές διατάξεις», άρθρο 08 του παρόντος) να υποβληθούν επίσης σε διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης. Σημείωση: Το σύνολο των κειμένων που η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών κατέθεσε στην παρούσα διαβούλευση βρίσκεται αναρτημένο στο http://eee-researchers.gr/Anakoinoseis-EEE/EEE_Keimena-Diavouleusis-Sxediou-Nomou-Ereunas.pdf.