• Σχόλιο του χρήστη 'Σύλλογος Προσωπικού ΕΑΑ' | 26 Ιουνίου 2015, 14:36

    Η πρόβλεψη της παράγραφου 7Β αποκλείει τους κατόχους μεταπτυχιακού τίτλου από τη διαδικασία υποβολής αίτησης για την κατάληψη προσωποπαγούς θέσης ΕΛΕ. Το γεγονός αυτό έρχεται σε αντίθεση με την Παράγραφο 5 του άρθρου 29 η οποία ορίζει ότι οι Ειδικοί λειτουργικοί επιστήμονες, μπορεί να είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος ή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών της ημεδαπής ή αλλοδαπής. Η δυνατότητα κρίσης για την κατάληψη προσωποπαγούς θέσης ερευνητή/ΕΛΕ δίνεται μόνο εφόσον έχει προηγηθεί αίτηση από ενδιαφερόμενο εντός της προθεσμίας (έως 8/6/2015) που προβλεπόταν από τον προηγούμενο νόμο. Έχουν παρέλθει ήδη σχεδόν έξι μήνες από την ψήφιση του προηγούμενου νόμου. Τα ερευνητικά κέντρα είναι ζωντανοί οργανισμοί, έχουν ανθρώπους που κάνουν έρευνα και παίρνουν διδακτορικά. Το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί αυτοί πρέπει να εξαιρεθούν από τη δυνατότητα που δίνει ο νόμος να εξελιχθούν. Σύμφωνα με το άρθρο 42, το γνωστικό αντικείμενο της υπό πλήρωσης θέσης προσδιορίζεται από τον Διευθυντή του ινστιτούτου στο οποίο αυτός υπηρετεί, μετά από σύμφωνη γνώμη του Επιστημονικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου του άρθρου 10 παρ. 4 του ν. 1514/1984. Στην περίπτωση αυτή ο υποψήφιος καλείται να υποβάλει αίτηση για την κατάληψη θέσης της οποίας το αντικείμενο δεν είναι καθορισμένο εκ των προτέρων. Τονίζεται επίσης ότι δεν ζητείται η υποβολή και άλλων στοιχείων όπως ο τίτλος της διδακτορικής διατριβής η παρουσίαση του ερευνητικού έργου του υποψηφίου. Με τον τρόπο αυτό ενδέχεται να υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ του γνωστικού αντικειμένου της θέσης και του γνωστικού αντικειμένου του υποψηφίου. Ο ενδιαφερόμενος όντας κάτοχος διδακτορικού τίτλου σπουδών το ερευνητικό του αντικείμενο καθορίζεται επακριβώς από το τίτλο της διδακτορικής του διατριβής. Η μετέπειτα ερευνητική του πορεία κατά πάσα πιθανότητα είναι σχετική με αυτό. Εν πάση περιπτώσει η ειδίκευση που έχει πάρει ο ενδιαφερόμενος αρχικά μέσω της διδακτορικής διατριβής αλλά και μέσω της μετέπειτα ερευνητικής του πορείας, των δημοσιεύσεων που έχει κάνει, των συνεργασιών που έχει εγκαθιδρύσει, των προγραμμάτων που έχει συμμετάσχει και διευθύνει, των συνεδρίων και των σεμιναρίων που έχει παρακολουθήσει, οργανώσει, διευθύνει και στα οποία έχει δώσει διαλέξεις, της διάχυσης που έχει επιτελέσει, των μαθημάτων σε πανεπιστήμια που έχει δώσει, τις μετρητικές εργασίες υπαίθρου που έχει συμμετάσχει και οργανώσει είναι πολύ συγκεκριμένο θεματικά και αποτελεί καρπό πολυετούς εντατικής εργασίας, μελέτης αλλά και ενασχόλησης πέραν του ωραρίου του και των αργιών. Η ενασχόλησή του σε θέση ερευνητή με διαφορετικό αντικείμενο από αυτό που πραγματικά και τεκμηριωμένα θεραπεύει αποτελεί τροχοπέδη και για τον ίδιο αλλά και για το ινστιτούτο που αυτός ανήκει. Επίσης δεν αποκλείεται και μια συνιστώσα «ακύρωσης» του ερευνητή μια και δεν θα δύναται εκ των πραγμάτων να είναι το ίδιο παραγωγικός στο νέο του αντικείμενο. Σε αυτή την περίπτωση και με την πάροδο των ετών που απαιτούνται για την ανέλιξή του στην επόμενη βαθμίδα : α) θα έχει παραμεριστεί ένα μεγάλος μέρος της κοπιαστικά αποκτηθείσας γνώσης και εμπειρίας και β) οι πιθανότητες προαγωγής του θα είναι μειωμένες λόγω του γεγονότος αυτού. Οπότε έτσι υπάρχει εν γένει μια εκ των προτέρων «ακύρωση» και του σχετικού εδαφίου όσο το αντικείμενο της θέσης δεν καθορίζεται από τον ενδιαφερόμενο. Η νέα διατύπωση για τη διαδικασία των κρίσεων δεν θεραπεύει τις αδυναμίες του νόμου. Ιδίως για τους ΕΛΕ αλλά και τους ερευνητές, δεν υπάρχουν σαφή, ποσοτικοποιημένα άρα και αντικειμενικά κριτήρια κατάταξης . Δεν αναφέρονται οι τίτλοι σπουδών αναλυτικά (Ανώτατης εκπαίδευσης, μεταπτυχιακοί τίτλοι) και ο όρος να είναι αναγνωρισμένοι ως ισότιμοι και αντίστοιχοι με τους ελληνικούς. Επίσης, άλλα αντικειμενικά και αδιάβλητα κριτήρια για να περιοριστούν φαινόμενα ευνοιοκρατίας και δυσμενούς μεταχείρισης αγνοούνται όπως πτυχία ξένων γλωσσών, υποτροφίες, μέλη Διεθνών Οργανισμών, ποσοτικά κριτήρια που σχετίζονται με δημοσιεύσεις σε επιστημονικά διεθνή περιοδικά και αναφορές (citations) κλπ. Προτείνονται τα εξής: α)Το ερευνητικό αντικείμενο της θέσης να καθορίζεται από τον ενδιαφερόμενο μετά από σύμφωνη γνώμη τον Διευθυντή του ινστιτούτου στο οποίο αυτός έχει υποβάλει αίτηση και του Επιστημονικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου του άρθρου 10 παρ. 4 του ν.1514/1985, β) Η επιτροπή κρίσης θα ορίζεται από το Ινστιτούτο στο οποίο έχει αιτηθεί να ενταχθεί.