• Σχόλιο του χρήστη 'ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ ΕΛΚΕΘΕ' | 18 Ιανουαρίου 2016, 08:31

    Α. Γενικά σχόλια Το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Ερευνητών ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. (ΣΕΕ) θεωρεί ότι, σε μια συγκυρία όπου η αναδιάρθρωση και ο επανασχεδιασμός της πολιτικής που σχετίζεται με την έρευνα θα έπρεπε να αποτελούν έναν από τους βασικούς μοχλούς ανασυγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας η οποία βιώνει επί μακρό χρονικό διάστημα συνθήκες πρωτοφανούς οικονομικής και πολιτισμικής κρίσης, η ελληνική ερευνητική κοινότητα θα ανέμενε ένα νόμο που θα θέσει την έρευνα σε σύγχρονες, αξιοκρατικές βάσεις, στην κατεύθυνση παραγωγής νέας γνώσης σε έναν ενιαίο χώρο έρευνας - εκπαίδευσης, γνώσης που θα ενσωματωθεί στην κοινωνία και θα συμβάλει στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Αντί αυτού, αποπειράται για άλλη μια φορά εκτεταμένη εισαγωγή τροπολογιών στον ισχύοντα νόμο 4310/2014 οι οποίες μπορεί σε ορισμένα σημεία να βελτιώνουν τον νόμο, όμως βασικά δομικά στοιχεία του (διοίκηση των Κέντρων, χρηματοδότηση της έρευνας) αξίζουν περαιτέρω βελτίωσης. Είναι εξίσου σημαντικό επίσης ότι σε κανένα σημείο του τροποποιημένου νόμου δεν προσδιορίζονται οι διαδικασίες και ο μηχανισμός για τον καθορισμό των εθνικών αξόνων και προτεραιοτήτων για την έρευνα καθώς και για τη χρηματοδότησή τους. Ο ρόλος της δημόσιας έρευνας είναι κατά την άποψή μας, ιδιαίτερα σημαντικός στην αναδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού της χώρας, καθώς είναι γνωστό ότι εδώ και χρόνια στηρίζει την Πολιτεία σε κρίσιμους τομείς εθνικού συμφέροντος που δεν μπορούν να νοηθούν ως αντικείμενα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Στο κείμενο του τροποποιημένου νόμου δεν υπάρχει σαφής αναφορά στις εθνικής σημασίας ερευνητικές υποδομές που υποστηρίζει η Δημόσια Έρευνα. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η αποφυγή της οποιασδήποτε αναφοράς στις Ευρωπαϊκές ερευνητικές υποδομές, τη στιγμή μάλιστα που αυτές θεωρούνται ως βασικό εργαλείο προώθησης της επιστήμης και της καινοτομίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο και χρηματοδοτούνται από την Ε.Ε. σε συνεργασία με τα κράτη μέλη. Το ΔΣ του ΣΕΕ θεωρεί ότι ο εθνικός στρατηγικός σχεδιασμός για την έρευνα, η τακτική επικαιροποίησή του, καθώς και η διασφάλιση των απαραίτητων πόρων για την υλοποίησή του, αποτελούν βασικά σημεία που θα πρέπει να αποτυπώνονται με σαφή τρόπο σε ένα νόμο περί έρευνας. Σχετικά με το μοντέλο κεντρικής διαχείρισης και συντονισμού των ερευνητικών φορέων, θεωρούμε ότι τα μέλη της ερευνητικής κοινότητας διαθέτουν τόσο τις κατάλληλες προδιαγραφές όσο και την απαραίτητη ωριμότητα ώστε να στελεχώσουν επιτελικά για την έρευνα όργανα, όπως το ΕΣΕΚ που ο τροποποιούμενος νόμος επιμένει να θέτει υπό την απόλυτη κηδεμονία του εκάστοτε ΓΓΕΤ και η εκλογή του να καθορίζεται από τον Αναπληρωτή Υπουργό Παιδείας, Ερευνας και Θρησκευμάτων (άρθρο 9, παρόντος σ/ν) ή τα επιστημονικά συμβούλια των Ινστιτούτων που εξακολουθούν να έχουν γνωμοδοτικό χαρακτήρα (άρθρο 15, παρόντος σ/ν). Στο ίδιο πλαίσιο οι ερευνητές έχουν πολύ μικρή έως καθόλου συμμετοχή στη διαδικασία εκλογής των ανωτάτων οργάνων διοίκησης, καθώς και περιορισμένη συμμετοχή στο συλλογικό όργανο διοίκησης του Ερευνητικού Κέντρου (άρθρο 14, παρόντος σ/ν). Συνολικά, το μοντέλο διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων είναι εμφανώς αναχρονιστικό καθώς παραμένει δομημένο γύρω από τις θέσεις των Διευθυντών Κέντρου και Ινστιτούτων, απέχοντας πολύ τόσο από το αντίστοιχο μοντέλο των ΑΕΙ όσο και από τις σύγχρονες αντιλήψεις περί διαχείρισης. Τέλος, η ερευνητική κοινότητα θεώρησε θετική την θέσπιση στον νόμο 4310/2014 του «Επιστημονικού Συνδέσμου» στα συνεργαζόμενα Υπουργεία, κάτι που επανέρχεται στον τροποποιημένο νόμο. Στο πλαίσιο αυτό θα βλέπαμε πολύ θετικά επίσης την θέσπιση ενός ευρύτερου οργάνου που να συμπεριλαμβάνει την Ανώτατη Εκπαίδευση, την Έρευνα και την Καινοτομία προωθώντας την διασύνδεση της Ανώτατης Εκπαίδευσης και της Έρευνας. Στο πλαίσιο αξιολόγησης της προόδου της χώρας ως προς την ανάπτυξη της έρευνας, τεχνολογίας και καινοτομίας (άρθρο 32, Ν.4310/2014), θεωρούμε ιδιαίτερα φτωχά τα κριτήρια που επιλέγονται, από τα οποία απουσιάζουν παντελώς δείκτες για την επίτευξη των εθνικών στόχων, για την κοινωνική προσφορά της έρευνας, την ανακοπή του “brain drain” που μαστίζει την ερευνητική κοινότητα και την ελληνική κοινωνία στις μέρες μας, αποστερώντας την χώρα από πολύτιμες δυνάμεις που θα συνεισέφεραν στην προσπάθεια ανάκαμψης και την έξοδο από την κρίση. Παρ’ όλα αυτά δεν προτείνεται καμία τροποποίηση του άρθρου αυτού. Παράλληλα, στους μηχανισμούς αξιολόγησης θα έπρεπε να προταθεί τροποποίηση η οποία να συμπεριλαμβάνει και φορείς που σχετίζονται με την έρευνα και λαμβάνουν εθνικές χρηματοδοτήσεις. Εν κατακλείδι, η φιλοσοφία του τροποποιημένου νόμου εξακολουθεί να είναι εντελώς αναντίστοιχη με τις σύγχρονες αντιλήψεις διοίκησης και διαχείρισης καθώς σε όλες τις διαδικασίες εποπτείας και εφαρμογής της πολιτικής για την έρευνα απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά η οποιαδήποτε συμμετοχή των ίδιων των ερευνητικών φορέων. Ο νομοθέτης ακολουθεί την αντίληψη του νόμου 1514 ο οποίος όμως ψηφίστηκε το 1985 σε μια περίοδο κατά την οποία η ερευνητική κοινότητα της χώρας ήταν σε εμβρυακή κατάσταση. Σχεδόν 30 χρόνια μετά, το ερευνητικό δυναμικό της χώρας έχει αποδείξει πλέον την επάρκειά του ώστε να δικαιούται συμμετοχή σε όλα τα επίπεδα σχεδιασμού και εφαρμογής της ερευνητικής πολιτικής και αυτό πρέπει να αντικατοπτρίζεται σε ένα σύγχρονο νόμο για την έρευνα.