• Σχόλιο του χρήστη 'Θανάσης Νευροκοπλής' | 20 Ιουνίου 2010, 22:31

    Ι. Σχετικά με το "πρόβλημα" της αυτοαξιολόγησης Ξεκινώντας να μιλήσουμε για την αυτοαξιολόγηση, είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι την αντιμετωπίζουμε ως πρόβλημα. Τούτο συμβαίνει, κατά τη γνώμη μου, για δύο λόγους: α. Η καταρχήν αντίδραση της συντριπτικής πλειονότητας του κλάδου μας είναι αρνητική σε αυτήν. Βλέπετε, όλοι είμαστε πρόθυμοι να κρίνουμε και να αξιολογήσουμε τους άλλους, δυσκολευόμαστε όμως όταν πρόκειται να αξιολογηθούμε εμείς -ακόμα και αν, ή κυρίως όταν (;), αξιολογητής είναι ο ίδιος ο εαυτός μας! β. Η άρνηση αυτή είναι κατά βάθος έκφραση φόβου• φόβου που πηγάζει από την έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς και σε αυτούς που τους εκπροσωπούν. Όμως πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως όταν ακυρώνονται οι θεσμοί, δεν λειτουργεί η κοινωνία και επειδή κάτι πρέπει να λειτουργήσει -καθώς η φύση δεν ανέχεται τα κενά-, φυσικό είναι να λειτουργεί ο νόμος της αδράνειας, της στασιμότητας ή της αδιαφάνειας και της παραδοπιστίας. Θα πρότεινα λοιπόν, αντί μιας a priori άρνησης ή της υπεκφυγής για την εφαρμογή του μέτρου, να επιχειρήσουμε τη διατύπωση κριτικής πρότασης -είτε αποδοχής είτε απόρριψης-, που θα συνοδεύεται όμως από μια τεκμηρίωση επί πραγματικών και όχι φανταστικών δεδομένων. Βασική προϋπόθεση γι' αυτό είναι, να παραμερίσουμε τους φόβους μας και να αντιληφθούμε το πραγματικό πλαίσιο, όπως ορίζεται από την ίδια τη λέξη «αυτοαξιολόγηση», το νόημα και το περιεχόμενό της. ΙΙ. Έννοια και περιεχόμενο Η «αυτοαξιολόγηση» είναι τρισύνθετη λέξη και περιέχει τις έννοιες: «εαυτός», «αξία» και «λόγος». Αξίζει τον κόπο να εξετάσουμε, πώς αυτές οι έννοιες συντίθενται και πώς προτείνεται να πραγματοποιηθούν στην εν λόγω διαδικασία. α. Ο «εαυτός» μπορεί να εννοηθεί με δυο τρόπους: είτε ως μια κλειστή -και περιχαρακωμένη στο ρόλο και την εξουσία της- ατομικότητα είτε ως ένα δυναμικό γεγονός διάνοικτο στη σχέση. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η επιλογή του νέου Προγράμματος που προωθεί το ΥΠΕΠΘ, να αντιλαμβάνεται τον «εαυτό» -είτε ατομικό (εκπαιδευτικός ή μαθητής) είτε συλλογικό (σχολική μονάδα)- ως ένα γεγονός που διαμορφώνεται στο δυναμικό πεδίο των σχέσεων. Αυτό συνάγεται από την απόρριψη του παρωχημένου μοντέλου της «εξωτερικής -από τους ανώτερους προς τους κατώτερους- αξιολόγησης» και την υιοθέτηση μιας «εσωτερικής ή αυτο-αξιολόγησης» από τα μέσα [from within] και από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Η αλήθεια είναι πως διαπιστώνουμε και αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας μόνο μέσα από τον Άλλο. Έξω από ένα πλέγμα σχέσεων είναι αδύνατον να υπάρξει, όχι κατανόηση του εαυτού, αλλά ούτε καν αυτός ο ίδιος ο εαυτός! Αυτό το πλέγμα σχέσεων -που είναι η κοινωνία, ο εργασιακός χώρος, η ίδια η ζωή εν τέλει-, στο βαθμό που έχει εμπεδώσει τις λειτουργικές αρχές της ισονομίας, της διαφάνειας και της ισότιμης συμμετοχής όλων -χωρίς αυτό να καταργεί διακριτούς ρόλους-, ρυθμίζεται καθοριστικά και αναγεννητικά από το δεύτερο συνθετικό της λέξης: την «αξία» ή τις αξίες. β. Η «αξία», αλλιώς τιμή ή τίμημα, είναι ένας άυλος αλλά καθοριστικός παράγοντας για τη λειτουργία της κοινωνίας. Κάθε κοινωνία, για να λειτουργήσει, βασίζεται σε κάποιες ρητές και ομολογημένες αξίες, ώστε να μπορεί να κρίνει και να εκτιμά τον εαυτό της στο παρόν αλλά και να διαγράφει την πορεία της στο μέλλον. Στη χώρα μας δυστυχώς, από την μεταπολίτευση και μετά, κυριάρχησε και επιβλήθηκε ένα καθεστώς γενικευμένης απαξίωσης-ατιμίας και αντικατάστασης των αξιών από μη-αξίες, δηλαδή ατιμίες: έτσι το ατομικό βόλεμα και η καπατσοσύνη πήρε τη θέση της διαφάνειας, της προκοπής και της κοινωνικής ευθύνης. Αυτός ο γενικευμένος αμοραλισμός, η έλλειψη ηθικής, είναι που μας οδήγησε στα πρόθυρα της χρεωκοπίας -που είναι πρωταρχικά ανθρωπολογική και κοινωνική και δευτερευόντως οικονομική- και απειλεί την ίδια την κοινωνία: αυτό το πλέγμα σχέσεων που, όπως είδαμε, δίνει υπόσταση και περιεχόμενο στον ίδιο τον εαυτό μας. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε μία κρίσιμη καμπή: είτε θα ονοματίσουμε αυτές τις αξίες, δίνοντας νόημα και περιεχόμενο σε αυτές και θα τις υποστηρίξουμε έμπρακτα, είτε θα βυθιστούμε σε ένα γενικευμένο αρνητισμό, στη «μπόχα και την καταλαλιά», που απλώς θα συντομεύσει την κατάρρευση. γ. Η άρθρωση του «λόγου» για τις αξίες που οφείλουν να διέπουν την εκπαιδευτική πραγματικότητα, καθόλου δεν πρέπει να σημαίνει αποθέωση της στατιστικής και των αριθμών -με "πινακάκια" και άχρηστη γραφειοκρατία. Η απόπειρα άρθρωσής του οφείλει να εκφράζεται σαν μια έντιμη και επίπονη προσπάθεια ανεύρεσης αυτού του «λόγου», δηλαδή της αιτίας και του σκοπού για τον οποίο είμαστε αυτό που είμαστε, με τη μορφή ερωτήσεων: «Ποιοι είναι οι ουσιαστικοί εκείνοι λόγοι που δικαιώνουν την ύπαρξή μας και την καθημερινή μας τριβή και συμμετοχή στο κομμάτι αυτό της ζωής που λέγεται εργασία;» Ή «Για ποιο λόγο, αιτία και σκοπό παράγουμε το συγκεκριμένο έργο και ποια είναι η κοινωνική ωφέλεια που απορρέει από αυτό;» Αν ο κύριος «λόγος» της εκπαίδευσης είναι να γίνουν οι άνθρωποι καλύτεροι -και όχι οι καλύτεροι [better, not the best]-, τότε η διαδικασία της αυτοαξιολόγησης είναι απαραίτητη και αυτονόητη για όλους και ιδιαίτερα για εμάς τους καθηγητές, που είμαστε οι εμψυχωτές και τα ζωντανά παραδείγματα αυτής της εκπαίδευσης. Άλλωστε, γι' αυτό το λόγο και την υιοθετούμε και την εφαρμόζουμε με "θρησκευτική ευλάβεια" στην επαγγελματική μας σχέση με τους μαθητές: γιατί έχει μια βαθιά παιδευτική -και όχι απλώς διαπιστωτική ή, ακόμη χειρότερα, τιμωρητική και εκδικητική- σημασία και λειτουργία.