• Σχόλιο του χρήστη 'Αντώνης Μαρίτσας' | 24 Μαρτίου 2018, 16:56

    Είναι προφανές ότι η ατομική συμβουλευτική πρέπει να ξεκινήσει από την πρώτη σχολική ηλικία και όχι στη Β’ και Γ’ τάξη του Λυκείου όπως αναφέρεται στο παρόν άρθρο. Η μετάβαση από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο καθώς και η επιλογή τύπου Λυκείου στο τέλος της Γ’ Γυμνασίου είναι δυο κομβικές στιγμές στην πορεία του μαθητή και η ανάγκη για συμβουλευτική και προσανατολισμό είναι επιβεβλημένη. Αυτό αναγνωρίζεται και από το Υπουργείο Παιδείας από την ίδρυση των Κέντρων Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού (ΚΕΣΥΠ) ενώ και στην τελευταία πρόσκληση για τη στελέχωσή τους (2012), αναφέρεται ρητά ότι στα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες των Υπευθύνων ΣΕΠ είναι μεταξύ άλλων και «η συμβουλευτική και η ενημέρωση γονέων, μαθητών Γυμνασίου και Λυκείου, καθώς και μαθητών της Στ’ Δημοτικού». Για την πληρέστερη εξυπηρέτηση των ωφελούμενων (μαθητών, σπουδαστών, νέων, γονέων, καθηγητών) των ΚΕΣΥΠ, υπήρχαν συγκεκριμένες προδιαγραφές όσον αφορά στο μέγεθος των χώρων, τη διάταξη, τη θέση τους κλπ. Απαιτείται λοιπόν, οι προδιαγραφές αυτές να τηρηθούν εφόσον ο σκοπός παραμένει ο ίδιος (εξυπηρέτηση των ωφελούμενων), κάτι που είναι αμφίβολο αν μπορεί να ισχύσει στις νέες δομές. Τα τελευταία χρόνια με την αναστολή λειτουργίας των ΓΡΑΣΕΠ και ΓΡΑΣΥ, κατάργηση του μαθήματος ΣΕΠ από τα Γενικά Λύκεια αρχικά και τα Γυμνάσια στη συνέχεια, ο θεσμός του Επαγγελματικού Προσανατολισμού συρρικνώθηκε σε μεγάλο βαθμό. Εάν, λοιπόν, σκοπός της ίδρυσης των νέων δομών είναι μεταξύ άλλων η παροχή υπηρεσιών που σχετίζονται με τον επαγγελματικό προσανατολισμό, θα πρέπει να ληφθεί πρόνοια ώστε να μη μειωθεί ακόμα περισσότερο το προσωπικό που υποστηρίζει το θεσμό, κάτι που φαίνεται να συμβαίνει αφού ο αριθμός των ΚΕΣΥ είναι μικρότερος από τα ΚΕΣΥΠ που λειτουργούν σήμερα. Επιπλέον, επειδή η εξυπηρέτηση χιλιάδων μαθητών από 2 μόνον ανθρώπους (σε κάθε ΚΕΣΥ) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποτελεσματική λειτουργία του θεσμού, προτείνεται η επαναλειτουργία των ΓΡΑΣΕΠ και ΓΡΑΣΥ. Η αναγνώριση του έργου των ΚΕΣΥΠ από τις τοπικές κοινωνίες είναι δεδομένη ενώ οι χώροι τους γνωστοί στον εκπαιδευτικό πληθυσμό. Είναι φρόνιμο, λοιπόν, να μη μετακινηθούν, ιδιαίτερα από τη στιγμή που δεν υπάρχουν δαπάνες στέγασης και λειτουργίας αφού στεγάζονται στην πλειονότητά τους σε σχολεία ή άλλα δημόσια κτίρια. Η συνεργασία του προσωπικού τους με αυτό των υπολοίπων δομών μπορεί κάλλιστα να επιτευχθεί χωρίς να είναι απαραίτητο να βρίσκονται όλοι κάτω από την ίδια στέγη. Οι υπηρετούντες στα ΚΕΣΥΠ εκπαιδευτικοί έχουν μεταπτυχιακές σπουδές καθώς και εξειδικευμένες/στοχευμένες επιμορφώσεις στα αντικείμενα της Συμβουλευτικής και του Επαγγελματικού Προσανατολισμού ενώ γνωρίζουν πολύ καλά τη σχολική πραγματικότητα αφού είναι μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας. Η εμπειρία τους θα πρέπει να αξιοποιηθεί εφόσον αποτελεί προστιθέμενη αξία με ευρύτερες κοινωνικές προεκτάσεις.