• Σχόλιο του χρήστη 'Καλλιρρόη Μπουτσικάκη' | 15 Δεκεμβρίου 2010, 18:34

    Το δύσκολο οικονομικό περιβάλλον στο οποίο ζούμε κάνει την παροχή της δωρεάν παιδείας κάπως δύσκολο σε διεθνές επίπεδο. Παρ’όλα αυτά, δε πρέπει να στερήσουμε τους πολίτες από το πολύτιμο αυτό αγαθό με την εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα περισσότερους πόρους. Δεν είναι ξεκάθαρο εάν εννοείτε ότι όλοι οι φοιτητές θα υποχρεόνονται στην καταβολή διδάκτρων μέσω τραπεζικών δανείων. Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε κάποια προβλήματα και σύμφωνα με κάποιες προσωπικές εμπειρίες μου στη Βρετανία: Για παράδειγμα, παρ’όλο που τα δάνεια αυτά αποπληρώνονται από τον φοιτητή μόνο όταν βρει μία πλήρους απασχόλησης εργασία και με μισθό από £21,000 (δίδακτρα £6,000-£9,000 το χρόνο) έχει προκαλέσει τη δυσανασχέτιση των πολιτών και των ίδιων των νέων γιατί αυτή η νομοθεσία αποτρέπει πολλούς νέους από το να σπουδάσουν στα Παν/μια καθώς δε θέλουν να είναι χρεωμένοι με υπέρογκα ποσά σε μικρή ηλικία. Συνεπώς, κάτι τέτοιο θα έχει άλλα αρνητικά αποτελέσματα στην κοινωνία. Επίσης, κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο στους γενικούς στόχους που έχετε βάλει για την προσβασιμότητα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης από μεγάλα κοινωνικά στρώματα (ακόμα και με τη μορφή δανείων)! Το θέμα της χρηματοδότησης των Παν/μίων θα μπορούσε να γίνει με διάφορους τρόπους ώστε να διατηρηθεί – τουλάχιστον μερικώς – η δωρεάν παιδεία. Θα μπορούσε να γίνει ένας διαχωρισμός μεταξύ των εύπορων φοιτητών και των μη εύπορων. Οι εύποροι φοιτητές να καταβάλλουν ένα ποσό το χρόνο το οποίο έτσι κι αλλιώς θα έδιναν εαν φοιτούσαν σε Παν/μιο του Εξωτερικού (ποσό το οποίο θα θεωρείται ανταγωνιστικό σε σχέση με άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού). Μόνο οι μη εύποροι φοιτητές (Έλληνες) – και με αποδεικτικά στοιχεία για την οικονομική κατάσταση της οικογένειας τους - θα έχουν πρόσβαση στη δωρεαν παιδεία. Αυτή η πολιτική σε συνδυασμό με τη συμμετοχή των ιδιωτών και τη χρέωση ξένων φοιτητών κάνει το γενικότερο πλαίσιο χρηματοδότησης των ιδρυμάτων πιο ανεκτό. Επίσης άλλα έσοδα θα μπορούσαν να αντληθούν από τη χρησιμοποίηση των εργαστηρίων. Εδώ θα πρέπει να τονισθεί ότι ποιοτικές έρευνες δεν μπορούν να εκπονηθούν χωρίς τη στελέχωση και εξοπλισμό σύγχρονων εργαστηρίων. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με κονδύλια Ευρωπαϊκά και με τη συμμετοχή ιδιωτών. Αυτά τα εργαστήρια θα μπορούσαν τα ιδρύματα να τα νοικιάζουν σε ερευνητές (εκτός ιδρυμάτων) ή οργανισμούς που δε διαθέτουν τέτοια μηχανήματα οπότε αυτά τα χρήματα θα αποτελούσαν μία σημαντική πηγή εσόδων για τα ιδρύματα. Ένας άλλος τρόπος θα ήταν η επιβολή φόρου για την Ανώτατη Εκπαίδευση (κάτι το οποίο αυτή την περίοδο θα ήταν τελείως αναποτελεσματικό και δύσκολο να «περάσει»). Επίσης, μιλάτε για μία βάση δεικτών ποιότητας και αξιόλογησης των επιτευγμάτων των Ιδρυμάτων. Η ερώτηση είναι ποιος καθορίζει αυτούς τους δείκτες ποιότητας? Το υπουργείο ή καλύτερα ανεξάρτητη αρχή και η οποία θα αξιολογεί την επίτευξη αυτών των κριτηρίων με κάποιο βαθμό ίσως και βασιζόμενοι σε αυτή την αξιολόγηση το υπουργείο θα απελευθερώνει χορηγήσεις. Αυτή η ανεξάρτητη αρχή θα δίνει και οδηγίες στο εκάστοτε Ίδρυμα πώς να πετύχει τους στόχους ή και πώς να βελτιώσει την ποιότητα. Οπωσδήποτε καιχρειάζεται αυστηρός έλεγχος χρηματοδότησης για την αποφυγή ασυδοσίας! Τα χρήματα πρέπει να επενδύονται στους σκοπούς για τους οποίους δίνονται και όχι να πηγαίνουν στις τσέπες μερικών! Οι δείκτες που αναφέρετε δίνουν έμφαση σε «αριθμούς» και λιγότερο στην ερευνητική ποιότητα, στη συνεργασία τους με επιχειρήσεις, στα ερευνητικά αποτελέσματα που θα έχουν και στη διεθνή προβολή μέσω των μέσων μαζικής επικοινωνίας και των δημοσιεύσεων σε επιστημονικά περιοδικά και στην απορρόφηση αυτών των ερευνητών όχι μόνο στον ακαδημαϊκό αλλά και στον επιχειρηματικό τομέα. Σε αυτό νομίζω πρέπει να δοθεί σημαντική έμφαση γιατί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και η βιοσιμότητά τους στηρίζεται στο λεγόμενο Research and Development. Σχετικά με τις προσλήψεις, και βέβαια πρέπει να διασφαλιστεί η αξιοκρατία και η αποφυγή της οικογενειοκρατίας γιατί αυτή τη στιγμή το επάγγελμα του ακαδημαϊκού το έχουν μετατρέψει σε κλειστό επάγγελμα. Ο ρόλος του Πρύτανη δε φαίνεται να είναι και πολύ ξεκάθαρος. Δηλαδή, δε διαφαίνεται εαν θα πρέπει να έχει ακαδημαϊκές ικανότητες για την διοίκηση του ακαδημαϊκού προσωπικού και την διασφάλιση ποιοτικής διδασκαλίας και έρευνας ή θα πρέπει να έχει και ικανότητες που θα άπτονται και στην επιχειρηματκή διακυβέρνηση του Παν/μίου. Το τελευταίο σκέλος θα ήταν κάπως δύσκολο να εκπονηθεί από Πρύτανη. Επίσης ο ρόλος των φοιτητών στη λήψη αποφάσεων δεν είναι και πολύ ξεκάθαρος. Οι φοιτητές θα πρέπει να συμμετέχουν στην αξιολόγηση των καθηγητών, στην ποιοτική διδασκαλία, στην έρευνα, στην ύπαρξη εργαστηρίων και άλλων προβλημάτων που έχουν άμεση σχέση με την εκμάθηση και επαγγελματκή τους κατάρτιση και λιγότερο στις στρατηγικές αποφάσεις του Παν/μίου. Η ιδέα για τη σύσταση Περιφερειακών συμβουλίων για τη διαμόρφωση στρατηγικής των Παν/μίων σε συνδυασμό με τη τοπική ανάπτυξη είναι πολύ καλή και είναι κάτι που απαιτεί η παρούσα αγορά και οι συνθήκες γενικότερα. Μία τέτοια συνεργασία θα οδηγούσε και στη δημιουργία μαθημάτων και ειδικοτήτων που θα έχουν ζήτηση στην αγορά εργασίας κάτι το οποίο θα συνέβαλε θετικά και στην καταπολέμηση της ανεργίας.