• Σχόλιο του χρήστη 'Ομοσπονδία Συλλόγων Ειδικού Διδακτικού Προσωπικού - Ο.ΣΥ.Ε.Ε.ΔΙ.Π Κλάδου Ι' | 10 Ιανουαρίου 2011, 14:14

    Θεωρούμε ότι αν και πολλές από τις παθογένειες της ελληνικής ανώτατης παιδείας οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην πολιτεία, παρόλα αυτά στο νέο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των Α.Ε.Ι. γενικότερα θα πρέπει κατά την άποψή μας να είναι εντονότερη η παρουσία της πολιτείας και σε επίπεδο χρηματοδότησης και διοίκησης και ελέγχων λειτουργίας και δικαιοδοσίας. Υποστηρίζουμε ότι πρέπει να διατηρηθεί πάσει δυνάμει ο δημόσιος χαρακτήρας του πανεπιστημίου. Εκφράζεται η αγωνία για το μέλλον των ανθρωπιστικών σπουδών μιας και δεν συναρτώνται ακριβώς με την οικονομική ανάπτυξη καθεαυτή, ενώ ειδικά για τη χώρα μας οι ανθρωπιστικές σπουδές μπορούν και θα πρέπει να αποτελέσουν παράγοντες ανάπτυξης και εξωστρέφειας. Αναφορικά με το Ειδικό Διδακτικό Προσωπικό ( Ε.Ε.ΔΙ.Π. Κλάδου Ι ) Διαφωνούμε με την πρόταση του Υπουργείου (σελ. 13 του κειμένου διαβούλευσης) σύμφωνα με την οποία τα μέλη του ΕΕΔΙΠ Ι συγκαταλέγονται στο λοιπό προσωπικό και τα χαρακτηριστικά του κλάδου εξειδικεύονται από τον εσωτερικό κανονισμό των Πανεπιστημίων. Υπενθυμίζουμε ότι το ΦΕΚ διορισμού όλων των μελών ΕΕΔΙΠ κλάδου Ι καθορίζει το έργο μας ως αυστηρά διδακτικό σε συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο το οποίο αποτελεί και μέρος του κύριου γνωστικού αντικειμένου των τμημάτων. Συνεπώς, η ενδεχόμενη ένταξή μας στο λοιπό προσωπικό δε συνάδει με την κείμενη νομοθεσία αλλά και με τις δηλώσεις του Υπουργείου για ανασυγκρότηση των πανεπιστημίων και άρση αδικιών. Σημειωτέον ότι οι αντίστοιχοι συνάδελφοι των ΤΕΙ της χώρας εντάχθηκαν στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή ανεξαρτήτως προσόντων και συνταξιοδοτούνται με το βαθμό του Αναπληρωτή Καθηγητή (ν. 3404/05 και ν. 3794/05 και τροπολογία ν.3794/09 άρθρο 21). Το έργο του ειδικού διδακτικού προσωπικού, συνίσταται στην παροχή υψηλού επιπέδου γνώσεων, που επιτρέπουν στους φοιτητές να ολοκληρώσουν την εκπαίδευσή τους στον κλάδο στον οποίο φοιτούν. Για τον λόγο αυτό, ήδη από το 1983, η κατάληψη μιας θέσης Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού Ε.Ε.Π. (κατηγορίας που τότε συγκέντρωνε τα μέλη του παραπάνω προσωπικού) προϋπέθετε την τήρηση μιας διαδικασίας αξιολόγησης του επιστημονικού και διδακτικού τους έργου ομόλογης με αυτήν που αφορούσε στα μέλη ΔΕΠ, ενώ τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα που ο νόμος απαιτούσε για την εκλογή τους συμπορεύονταν (παρ΄ ότι δεν ταυτίζονταν) με αυτά των μελών ΔΕΠ. Στο παραπάνω νομοθετικό πλαίσιο, αναγκαίο προσόν για την κατάληψη μιας θέσης ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού ήταν η κατοχή πτυχίου ΑΕΙ και μεταπτυχιακού τίτλου ή εναλλακτικά η δημοσίευση 3 μελετών ή τριετής διδακτική εμπειρία στο γνωστικό αντικείμενο της θέσης. Το καθεστώς αυτό είχε εξασφαλίσει την στελέχωση των ΑΕΙ με ειδικό διδακτικό προσωπικό υψηλού επιπέδου, καθώς, όπως είναι λογικό, η νομοθετική απαίτηση για αυξημένα τυπικά προσόντα και η αξιολόγηση των υποψηφιοτήτων από σώματα όπου πλειοψηφούσαν τα μέλη ΔΕΠ και με ακαδημαϊκά κριτήρια (βλ. τις ρυθμίσεις του Π.Δ 394/1983 όπως τροποποιήθηκε με το Π.Δ. 107/1986)οδήγησε στην επιλογή υποψηφίων με ειδικές, ανώτατες σπουδές και εμβαθυμένες γνώσεις στο γνωστικό τους αντικείμενο, οι οποίοι, λόγω των προσόντων και της επιστημονικής προσωπικότητάς τους, συμμετείχαν ουσιαστικά στην εκπαιδευτική και ερευνητική διαδικασία. Ωστόσο, ο ν. 2817/2000 (άρθρο 13), χωρίς να υπακούει σε καμιά ακαδημαϊκή ή άλλη σκοπιμότητα, ενοποίησε το ειδικό διδακτικό προσωπικό με το εργαστηριακό προσωπικό, δημιουργώντας την κατηγορία ΕΕΔΙΠ. Και ναι μεν το ειδικό διδακτικό προσωπικό κατατάχθηκε στην κατηγορία ΕΕΔΙΠ Ι για την κατάληψη θέσης στην οποία ο νόμος συνεχίζει να απαιτεί τα αυξημένα προσόντα που προέβλεπε το προγενέστερο καθεστώς, όμως η θέση των μελών του στην πανεπιστημιακή οργάνωση και λειτουργία υποβαθμίστηκε. Κατ΄αρχήν επήλθε μια ταύτισή του με το εργαστηριακό προσωπικό (ΕΕΔΙΠ ΙΙ), δεδομένου ότι προβλέπεται η από κοινού εκπροσώπησή τους σε όλα τα όργανα διοίκησης των πανεπιστημίων. Κατά δεύτερο, ευνοήθηκε η σύγχυση σχετικά με το έργο που παρέχουν οι δυο υποκατηγορίες ΕΕΔΙΠ. Τούτο έχει ως άμεση συνέπεια προσωπικό με ιδιαίτερα προσόντα και αναγνώριση από την οικεία επιστημονική κοινότητα (είτε με την πραγματοποίηση μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών είτε με δημοσιεύσεις) και το οποίο καλείται να πραγματώσει τμήμα της πανεπιστημιακής διδασκαλίας να εξομοιώνεται εν τοις πράγμασι με το προσωπικό που παρέχει μόνον εργαστηριακό και εφαρμοσμένο έργο. Αυτή η ασυμβατότητα του τίτλου και της ιδιότητας προκαλεί σύγχυση και παρερμηνεία όσον αφορά στην ακαδημαϊκή μας ταυτότητα ακόμη και από τα ίδια τα όργανα της διοίκησης. Ο κλάδος Ι διδάσκει ενώ ο κλάδος ΙΙ παρέχει εργαστηριακό έργο και έργο γραμματειακής ή/και τεχνικής υποστήριξης. Ο συνυπολογισμός του ανθρώπινου δυναμικού ΕΕΔΙΠ συνολικά ως επικουρικό προσωπικό είναι ένα από τα λάθη αυτά της παρερμηνείας και σύγχυσης ταυτοτήτων των δύο κλάδων. Η κοινή εκπροσώπηση σε πολλές περιπτώσεις-λόγω αριθμητικής υπεροχής του Κλάδου ΙΙ- έχει σαν αποτέλεσμα τον πλήρη αποκλεισμό μας από τα συλλογικά όργανα διοίκησης του πανεπιστημίου. Η διαφορετικότητα των δύο κλάδων (Ε.Ε.ΔΙ.Π. Ι και ΙΙ) τεκμαίρεται από τα διαφορετικά προσόντα και αρμοδιότητες. Ο ισχυρισμός ότι υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά των δύο κλάδων δεν είναι αληθής και αποδεικνύεται και από τον νόμο (2817/2000 αρθ. 13). • Όλα τα μέλη εξελέγησαν με προκηρύξεις και με ανοικτές διαδικασίες εκλογής όμοιες με εκείνες των μελών ΔΕΠ και δεν προέρχονται από εντάξεις όπως τα μέλη του κλάδου Ε.Ε.ΔΙ.Π. ΙΙ • Όλα τα μέλη είναι κάτοχοι πτυχίου Α.Ε.Ι. • Η πλειονότητα των μελών είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού διπλώματος στο γνωστικό αντικείμενο διορισμού τους. • Ένας σημαντικός αριθμός των μελών είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος. • Ένας μεγάλος αριθμός εκπονεί διδακτορική διατριβή. • Όλα τα μέλη συμμετέχουν σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια με εισηγήσεις και ανακοινώσεις. ' • Όλα τα μέλη έχουν δημοσιεύσεις σε ελληνικά και διεθνή επιστημονικά περιοδικά. • Οι' μη κάτοχοι διδακτορικών τίτλων είναι επιστήμονες εξαιρετικής εξειδίκευσης με γνωστικά αντικείμενα εξαιρετικής ιδιαιτερότητας στον αθλητικό και καλλιτεχνικό χώρο και πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου (Ν.1268/82, ΠΔ 123/84). Το έργο που ασκούσαν τα πρώην μέλη του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Ε.Π.) σύμφωνα με το Ν.1268/82 και το Π.Δ. 393/83 και ασκούν τώρα τα μέλη του Ε.Ε.ΔΙ.Π. κλάδου Ι, συνίσταται στην ουσία σε ανεξάρτητο αμιγώς διδακτικό έργο. Αυτό τεκμαίρεται από τα παρακάτω: • Τα μέλη του Ε.Ε.ΔΙ.Π. κλάδου Ι έχουν γνωστικό αντικείμενο τη διδασκαλία μαθημάτων, ειδικών και βασικών, που αποτελούν μέρος του κύριου γνωστικού αντικειμένου κάθε Τμήματος ή τη διδασκαλία ξένων γλωσσών για ειδικούς σκοπούς. Είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για το περιεχόμενο των μαθημάτων τους, εξετάζουν το μάθημά τους και καταθέτουν βαθμoλόγια με την υπογραφή τους. Τα μαθήματά που διδάσκουν (υποχρεωτικά θεωρητικά ή πρακτικά, υποχρεωτικής ή ελεύθερης επιλογής και ειδικοτήτων) παρέχουν διδακτικές μονάδες (ECTS) για τη λήψη πτυχίου και αναφέρονται αναλυτικά στους οδηγούς σπουδών των Τμημάτων. • Μέλη του Ε.Ε.ΔΙ.Π. /Ι διδάσκουν υποχρεωτικά μαθήματα κατεύθυνσης και μαθήματα μεταπτυχιακών προγραμμάτων ή προγραμμάτων μετεκπαίδευσης. Απόδειξη αυτού είναι ότι πολλές φορές αναπληρώνεται το έργο τους από διδάσκοντες βάσει του ΠΔ 407/80. • Διδάσκουν στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο ως Συνεργαζόμενο Εκπαιδευτικό Προσωπικό (Σ.Ε.Π). • Συγγράφουν βιβλία ή διδακτικές σημειώσεις, τα οποία αφού κοστολογηθούν διατίθενται δωρεάν από τα Α.Ε.Ι. και από τον Ο.Ε.Δ.Β. του Υπουργείου Παιδείας. • Επιτελούν και ερευνητικό έργο το οποίο δημοσιεύουν σε ελληνικά και διεθνή επιστημονικά περιοδικά ή συμμετέχουν, με ανακοινώσεις ατομικές ή σε συνεργασία, σε ελληνικά ή διεθνή συνέδρια. Το Διδασκαλείο Ξένων Γλωσσών και το Διδασκαλείο Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Πανεπιστημίου Αθηνών, το Σχολείο Νέας Eλληνικής Γλώσσας του Α.Π.Θ. και τα Πανεπιστημιακά Γυμναστήρια είναι πηγές σημαντικών εσόδων για τα αντίστοιχα Πανεπιστήμια. Το διδακτικό έργο σε αυτά επιτελείται αποκλειστικά από μέλη Ε.Ε.ΔΙ.Π. του κλάδου Ι. Συμφωνούμε με την πρόταση του Υπουργείου για τη δημιουργία νέου θεσμού λέκτορα ή οπως αλλιώς ονομασθεί με κυρίως διδακτικά καθήκοντα και χωρίς ακαδημαϊκή εξέλιξη και εκτός ΔΕΠ και προτείνουμε: την κατάργηση του κλάδου ΕΕΔΙΠ Ι και την αυτοδίκαιη ένταξη όλου του ΕΕΔΙΠ κλάδου Ι με μεταβατικές διατάξεις στον υπό διαμόρφωση νέο θεσμό του Λέκτορα με τα ίδια διδακτικά καθήκοντα σύμφωνα με το Φ.Ε.Κ. διορισμού. Η πρόταση αυτή αποτελεί διεκδίκησή μας δεδομένου ότι είμαστε ο μοναδικός κλάδος μετά το ΔΕΠ με αμιγές διδακτικό έργο σε συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο (ΦΕΚ διορισμού). Η υλοποίηση της πρότασής μας θα αποσαφηνίσει τα χαρακτηριστικά του κλάδου και το έργο μας, θα δώσει τέλος στις παρερμηνείες και θα συνεισφέρει στην αναβάθμιση του διδακτικού έργου του Πανεπιστημίου. Κυρίως όμως θα επανορθώσει την αντισυνταγματική κατάργηση του Ε.Ε.Π. ενός κλάδου επίλεκτων και επιλεγμένων αριστούχων εκπαιδευτικών που παρείχε ποιοτικό εκπαιδευτικό έργο στο πρόγραμμα σπουδών και εξακολουθεί, παρ΄ όλη την υποβάθμιση, να παρέχει το ίδιο έργο με σεβασμό και αυτογνωσία. Εξάλλου με τις μεταβατικές διατάξεις θα μπορούσαν ίσως να ενταχθούν στον νέο φορέα των λεκτόρων ή όπως αλλιώς ονομασθεί και άλλα μέλη άλλων κλάδων που πληρούν βασικές προϋποθέσεις όπως πτυχίο ΑΕΙ, εκλογή με ανοιχτές προκηρύξεις και αποδεδειγμένο διδακτικό έργο σε συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο το οποίο περιγράφεται στο ΦΕΚ διορισμού τους. Η Πρόεδρος Ο Γενικός Γραμματέας Μ. Κακαλιά - Α.Π.Θ. Γ. Αραχωβίτης - ΕΚΠΑ