• Καταρχήν, και πριν περάσουμε στις επιμέρους παρατηρήσεις μας επί αυτής της ενότητας, πρέπει να επισημάνουμε ότι σημείο κλειδί για τη διασφάλιση της ισότιμης ένταξης των ατόμων με αναπηρία -με όποια ιδιότητα και εάν έχουν (φοιτητές, εργαζόμενοι κ.λπ)- στο σύστημα της Γ/Βάθμιας Εκπαίδευσης, αποτελεί η προσβασιμότητα των προσφερόμενων υποδομών και υπηρεσιών του στα άτομα με αναπηρία, συμπεριλαμβανομένης και της ηλεκτρονικής. Αναντίρρητο είναι το γεγονός ότι πολλά τμήματα των ΑΕΙ και ΤΕΙ είναι απροσπέλαστα στα άτομα με αναπηρία. Οι επιμέρους αλλαγές που σημειώνονται ενίοτε οφείλονται συνήθως στη δύναμη και των αγώνα των ιδίων των φοιτητών με αναπηρία σε συνεργασία με τους φορείς του αναπηρικού κινήματος. Ήρθε η ώρα όμως οι αλλαγές αυτές να σχεδιαστούν οργανωμένα και με θεσμικό τρόπο και να μην εξαρτώνται από την καλή θέληση και την τυχόν ευαισθησία των αρμοδίων της Ακαδημαϊκής Κοινότητας. Στη συνέχεια χρήσιμο είναι να τονίσουμε την αμφίδρομη σχέση μεταξύ του αποκλεισμού των ατόμων με αναπηρία από το εκπαιδευτικό σύστημα και του διαρκή αποκλεισμού τους από όλες τις μορφές της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Τα άτομα με αναπηρία, ως ευάλωτη ομάδα πληθυσμού, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να βιώσουν αποκλεισμό από όλα τα στάδια της εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, τα άτομα με αναπηρία βιώνουν τον αποκλεισμό με διάφορες μορφές όπως : α) αποστέρηση του δικαιώματος εισαγωγής τους στο εκπαιδευτικό σύστημα (όπως τα άτομα με βαριές αναπηρίες), β) αναγκαστική έξοδος προκαλούμενη από τις ίδιες τις ισχύουσες εκπαιδευτικές πρακτικές (π.χ. λόγω έλλειψης προσαρμοσμένου εκπαιδευτικού υλικού), γ) αποδέκτες μιας υποδεέστερης και υποβαθμισμένης εκπαίδευσης σε σχέση με τους άλλους μαθητές / φοιτητές. Προφανές είναι ότι τα άτομα με αναπηρία με οποιαδήποτε μορφή και εάν έχουν αποκλεισθεί από την εκπαίδευση διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αποκλεισθούν στη συνέχεια από την αγορά εργασίας και την κοινωνική ζωή. Επομένως, θα πρέπει οπωσδήποτε στη χάραξη μια νέας σύγχρονης πολιτικής να προβλεφθούν μέτρα που θα εγγυηθούν ένα νέο τρόπο εισαγωγής των ατόμων με αναπηρία στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αποσυνδεδεμένο από την απαρχαιομένη και πατερναλιστική αντίληψη για την αναπηρία, στην οποία δυστυχώς στηρίζεται το ισχύον σύστημα. Άλλωστε στην ελληνική κοινωνία είναι πρόσφατο το γεγονός αποκλεισμού μιας σειράς κατηγοριών αναπηρίας από την πλειοψηφία των σχολών μέσω του ειδικού μηχανογραφικού δελτίου εισαγωγής ατόμων με σοβαρές παθήσεις του ακαδημαϊκού έτους 2010-2011. Η οργάνωση του μηχανογραφικού αυτού δελτίου βασίστηκε στην απαρχαιωμένη ιατρική προσέγγιση της αναπηρίας, που ορίζει την αναπηρία ως σωματική, νοητική, αισθητηριακή ή ψυχική απόκλιση από το «φυσιολογικό» που τη συνοδεύουν και τοποθετεί τα προβλήματα στο ίδιο το άτομο και τους λειτουργικούς του περιορισμούς. Πρέπει να καταστεί σαφές ότι μόνο με την εξάλειψη τέτοιων φαινομένων θα μπορέσει να επιτευχθεί ουσιαστική μεταρρύθμιση στο Σύστημα της Γ/Βάθμιας Εκπαίδευσης. Εάν το νέο σύστημα κατανοήσει τον πολυδιάστατο χαρακτήρα της αναπηρίας ως φαινομένου, τότε μόνο μπορούμε να μιλάμε για ανατροπή του υπάρχοντος συστήματος. Μια συνολική πολιτική ένταξης των φοιτητών με αναπηρία στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα προϋποθέτει: - την κατάργηση όλων των διακρίσεων που πηγάζουν από ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον μη προσπελάσιμο σε όλες τις κατηγορίες αναπηρίας (όπως κινητικές, αισθητηριακές), - το συντονισμό μεταξύ όλων των υπηρεσιών υποστήριξης του φοιτητή με αναπηρία, - τη συνεχιζόμενη υποστήριξη καθ’ όλη τη διάρκεια της φοιτητικής ζωής, - την ενημέρωση του φοιτητή με αναπηρία για τα δικαιώματά του και για τις υπάρχουσες μορφές υποστήριξης, - τη δυνατότητα το κάθε Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα να είναι υπεύθυνο για τους φοιτητές του με αναπηρία υιοθετώντας διαφορετικά μέτρα ανάλογα με την κατάσταση του κάθε φοιτητή, - την επιμόρφωση του διδακτικού και μη διδακτικού προσωπικού σε θέματα αναπηρίας, - τη συμμετοχή των οργανώσεων των ατόμων με αναπηρία στον καθορισμό των μέτρων πολιτικής ένταξης για τους φοιτητές με αναπηρία, - τη σύνδεση των παρεμβάσεων με αντίστοιχους πόρους από τον κρατικό προϋπολογισμό. Στο παρόν κείμενο διαβούλευσης παρουσιάζεται σειρά προβληματισμών και προτάσεων για την «νέα οργάνωση των σπουδών και της μάθησης, η οποία, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο κείμενο, αποτελεί συστατικό στοιχείο της νέας ταυτότητας των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που οικοδομούμε.» Υπό αυτό το πρίσμα και στο πλαίσιο της ενότητας «Νέες αρχές της Ακαδημαϊκής Οργάνωσης» πρέπει να θεσπιστεί άμεσα η υποχρεωτικότητα του μαθήματος της Ειδικής Αγωγής στα Παιδαγωγικά Τμήματα, όπως και η δημιουργία Ειδικών Μεταπτυχιακών Τμημάτων για επιμέρους κατηγορίες αναπηρίας και ειδικές θεματικές ενότητες, προκειμένου να υπάρξει στη χώρα μας διαθεσιμότητα εξειδικευμένων επιστημόνων που να στηρίξουν το εγχείρημα αυτό. Για την πλήρη και ισότιμη ένταξη των φοιτητών με αναπηρία πρέπει να παρέχονται μέτρα υποστήριξης και στις τρεις φάσεις της ακαδημαϊκής πορείας του φοιτητή. 1. Στο στάδιο της μετάβασης από τη Δευτεροβάθμια στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση πρέπει να ληφθούν μέτρα όπως: • Η παροχή ενημέρωσης όσον αφορά 3εριεχόμενο μαθημάτων, απαιτούμενο επίπεδο, κλπ.), • Η διαθεσιμότητα υπηρεσιών προσανατολισμού, που συνεπικουρούν στην επεξεργασία προσωπικών σχεδίων, • Η έγκαιρη γνώση του αριθμού των φοιτητών και των ιδιαίτερων αναγκών τους για τη διευκόλυνση της οργάνωσης της απαιτούμενης υποστήριξης. 2. Κατά τη διάρκεια των σπουδών προτείνεται η λήψη συγκεκριμένων υποστηρικτικών μέτρων, όπως: • Η σύσταση Υπηρεσίας Υποδοχής, Ενημέρωσης και Υποστήριξης των φοιτητών με αναπηρία, • Η διασφάλιση της προσβασιμότητας όχι μόνο για τους φοιτητές με κινητική αναπηρία (όπως συνηθίζεται) αλλά για όλες τις κατηγορίες αναπηρίας. Το θέμα της προσβασιμότητας αφορά όχι μόνο τους χώρους φοίτησης (αμφιθέατρα, εργαστήρια, βιβλιοθήκες, κλπ.) αλλά όλους τους χώρους όπου συχνάζουν φοιτητές (φοιτητικές εστίες, φοιτητικές λέσχες σίτισης, κλπ.). • Η παροχή τεχνικού εξοπλισμού (π.χ. ηλεκτρονικοί υπολογιστές με προσβάσιμο λογισμικό ανάλογα με την κατηγορία αναπηρίας), • Καθιέρωση παροχής «ζωντανής» βοήθειας και ενδιαμέσων (συνοδών, αναγνωστών, επαγγελματιών διερμηνέων της νοηματικής γλώσσας κ.λπ.) προκειμένου να διευκολύνουν την πρόσβαση ατόμων με αναπηρία σε όλες τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες. • Η διασφάλιση της προσβασιμότητας για όλες τις κατηγορίες αναπηρίας των διαδικτυακών τόπων των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, • Η επεξεργασία προσαρμοσμένων παιδαγωγικών μέσων όπως η ηχογράφηση των εγχειριδίων και των σημειώσεων για τους φοιτητές με προβλήματα όρασης. • Η θέσπιση ατομικής βοήθειας είτε με τη μορφή προσωπικού συνοδού για κάποιες βαριές αναπηρίες, είτε με τη μορφή νοηματικής διερμηνείας για τα άτομα με κώφωση, είτε με τη μορφή αναγνώστη για τα άτομα με τύφλωση, • Η προσαρμογή του τρόπου εξέτασης με δυνατότητα παράτασης του εξεταστικού χρόνου, αντικατάστασης μίας γραπτής εξέτασης με μία προφορική ή το αντίθετο, προσαρμογής των θεμάτων των εξετάσεων στις ανάγκες του φοιτητή (μεγέθυνση γραμμάτων, εκτύπωση σε γραφή braille, κλπ.) • Ενιαίος τρόπος εξέτασης για όλους τους φοιτητές ανεξαρτήτως αναπηρίας δηλ. εξέταση στην ίδια ύλη ανεξαρτήτως τρόπου εξέτασης γραπτού ή προφορικού. 3. Στο στάδιο της Μετάβασης από την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Αγορά Εργασίας Τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα μέσω των Υπηρεσιών Επαγγελματικής Σταδιοδρομίας και Διασύνδεσης πρέπει να παρέχουν στους φοιτητές τους πληροφορίες για την επαγγελματική ένταξη, να είναι προσαρμοσμένες και να λαμβάνουν υπόψη τους τις ανάγκες των φοιτητών με αναπηρία. Η Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία έχει καλέσει εδώ και χρόνια τη Σύνοδο των Πρυτάνεων των ΑΕΙ να προβεί στη συγκρότηση τριμερούς Επιτροπής μεταξύ της Συνόδου, του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και της Συνομοσπονδίας, προκειμένου να επεξεργαστεί και να καταρτίσει από κοινού ένα συνολικό πρόγραμμα για την ένταξη των φοιτητών με αναπηρία στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Αυτονόητο είναι ότι η επίτευξη του στόχου «Πανεπιστήμιο για όλους», χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς, απαιτεί χρόνο, πόρους και συντονισμένη προσπάθεια. Η πολιτική της ένταξης και η προώθηση της θέσης «σχολείο για όλους», «Πανεπιστήμιο για όλους» δεν μπορεί να ευδοκιμήσει χωρίς τη θέσπιση της υποχρεωτικότητας του μαθήματος της Ειδικής Αγωγής στα Παιδαγωγικά Τμήματα, αλλά και χωρίς τη δημιουργία Ειδικών Μεταπτυχιακών Τμημάτων για επιμέρους κατηγορίες αναπηρίας και ειδικές θεματικές ενότητες προκειμένου να υπάρξει στη χώρα μας διαθεσιμότητα εξειδικευμένων επιστημόνων που να στηρίξουν το εγχείρημα αυτό. Στο πλαίσιο των προτάσεων του κειμένου διαβούλευσης, αναφορικά με τη Δια Βίου Μάθηση και τις ευκαιρίες που δίνονται μέσα από αυτήν στους εργαζόμενους για την εξέλιξη ή και αλλαγή σταδιοδρομίας, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι η Δια Βίου Μάθηση αποτελεί μείζον και σημαντικό ζήτημα για τα άτομα με αναπηρία. Η ανάπτυξη Προγραμμάτων Δια Βίου Μάθησης από τα Ανώτατα και Ανώτερα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και διασύνδεσή τους με τις τοπικές κοινωνίες πρέπει να διασφαλίζει την οριζόντια ένταξη της διάστασης της αναπηρίας και την υλοποίηση στοχευμένων δράσεων για τα άτομα με αναπηρία. Το συσσωρευμένο έλλειμμα που παρατηρείται στο εκπαιδευτικό επίπεδο των ατόμων με αναπηρία έχει αναδειχθεί από διάφορες μελέτες. Η αναγκαιότητα συμπερίληψης στοχευμένων δράσεων (εθνικών, περιφερειακών, τοπικών) δια βίου μάθησης για τα άτομα με αναπηρία στο Εθνικό Πρόγραμμα Δια Βίου Μάθησης, προκύπτει από τα εξής στοιχεία: α) τα άτομα με αναπηρία έχουν αναλογικά πολύ μικρότερη συμμετοχή σε προγράμματα Δια Βίου Μάθησης σε σχέση με το γενικό πληθυσμό, β) βασικό χαρακτηριστικό της Δια Βίου Μάθησης είναι η δυνατότητα «εξατομικευμένης» προσέγγισης. Ο σχεδιασμός και η προσφορά, δηλαδή, προγραμμάτων στη βάση διάγνωσης των συγκεκριμένων αναγκών. Το στοιχείο αυτό αποκτά μεγάλη σημασία στην περίπτωση των συγκεκριμένων εκπαιδευτικών αναγκών των ατόμων με αναπηρία. Ο προσδιορισμός των συγκεκριμένων εκπαιδευτικών αναγκών των ατόμων με αναπηρία συχνά απαιτεί ειδική έρευνα και διαφορετική προσέγγιση σε σχέση με ότι ισχύει στο γενικό πληθυσμό, καθότι η προέλευσή τους ανάγεται σε διαφορετικά αίτια. γ) η οργάνωση ειδικών δράσεων δια βίου μάθησης αποτελεί κομβικό ζήτημα για την διατήρηση των θέσεων εργασίας των ατόμων με αναπηρία, την παραμονή αυτών στην παραγωγή με τη δυνατότητα αλλαγής σταδιοδρομίας στις περιπτώσεις που η αναπηρία εμφανιστεί ή επιδεινωθεί κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου.