• Σχόλιο του χρήστη 'ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΟΥΛΟΣ' | 16 Ιανουαρίου 2011, 23:18

    Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΟΥΧΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ Πούλος Ανδρέας, Δρ. Διδακτικής των Μαθηματικών, μαθηματικός στο Πειραματικό Σχολείο του Α.Π.Θ. Το κείμενο που ακολουθεί, διαβάστηκε στην Διημερίδα που οργάνωσε το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου της Αθήνας τον Απρίλιο του 2000, με θέμα το ρόλο του σχολείου στη νέα χιλιετία. Τα στιγμιότυπα που είδαμε στην βιντεοταινία μπορούν να ειδωθούν από πολλές οπτικές γωνίες, να διατυπωθούν ερωτήματα που σχετίζονται με τις συνθήκες της βιντεοσκόπησης, με τις παρεμβάσεις των ενηλίκων και με ένα πλήθος παραγόντων και παραμέτρων. Δεν είναι στις προθέσεις μου να απαντήσω σε τέτοια ή ανάλογα ερωτήματα. Στόχος μου είναι να προτείνω λύση στο πρόβλημα τι πρέπει να πράξουμε ως εκπαιδευτικοί όταν στην τάξη μας υπάρχει (έστω και ένας) μαθητής, ο οποίος από την ηλικία των 3,5 ετών έχει συναίσθηση του θεσιακού αριθμητικού μας συστήματος σε επίπεδο τριψήφιων αριθμών ή κάποιου άλλου που από την ηλικία των 5 ετών εκτελεί νοερά διαιρέσεις αριθμών με το 4 και το 8. Παρ΄ ότι διεθνείς στατιστικές αναφέρουν ότι ένα ποσοστό περίπου 4% του μαθητικού πληθυσμού παρουσιάζει ιδιαίτερες – εξέχουσες ικανότητες ως προς τα Μαθηματικά και τις Φυσικές επιστήμες, στη χώρα μας συνειδητά ή όχι αγνοούμε ότι υπάρχει πρόβλημα εκπαίδευσης αυτών των παιδιών. Το πρόβλημα υπάρχει επειδή δεν δίνεται η δυνατότητα σε τέτοια άτομα να αναπτύξουν τις ικανότητές τους – το αν αυτές είναι έμφυτες ή επίκτητες είναι ένα ερώτημα, αλλά αυτό δεν μας απασχολεί εδώ – να βρουν μία δημιουργική διέξοδο από τα στενά όρια και τους περιορισμούς που θέτει η τυπική εκπαίδευση και το τυπικό σχολείο. Ειδικά για τα ταλαντούχα παιδιά των οικογενειών με χαμηλό εισόδημα το σχολείο είναι η τελευταία ευκαιρία για να εκδηλώσουν και να αναπτύξουν τις ιδιαίτερες ικανότητες και προσόντα τους. Το τυπικό σχολείο όμως, λόγω της δομής και της γραφειοκρατικής του λειτουργίας τελικά αποδεικνύεται τροχοπέδη για την ανάπτυξη τέτοιων παιδιών. Στη χώρα μας ιδρύθηκαν, αν και με μεγάλη καθυστέρηση σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σχολεία αθλητικά, σχολεία μουσικά με (θεωρητικό) σκοπό να αναπτυχθούν οι ικανότητες ορισμένων νέων στον αθλητισμό και στη μουσική, ιδρύθηκαν σχολεία για παιδιά με ειδικές ανάγκες, αλλά όχι και για παιδιά με ειδικές ικανότητες. Μάλιστα, στα νομοσχέδια για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν υπάρχει ούτε η παραμικρή νύξη όχι για σχολεία, αλλά ούτε καν για φροντίδα μαθητών με ιδιαίτερες ικανότητες στις Επιστήμες (τις αποκαλούμενες με ορολογία του 19ου αιώνα ως θετικές επιστήμες). Ο εγχώριος παιδαγωγικός και κοινωνιολογικός προβληματισμός αγνοεί επιδεικτικά το πρόβλημα. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλές περιπτώσεις κίνητρο για συγγραφή άρθρων και εκπόνηση εργασιών για την εκπαίδευση παιδιών με ειδικές ανάγκες, αποτελούν οι θέσεις εκπαιδευτικού προσωπικού σε ειδικά σχολεία. Κανείς όμως δεν αναφέρεται στην ανάγκη εκπαίδευσης ταλαντούχων μαθητών, ίσως και για τον λόγο ότι δεν υπάρχουν θέσεις εργασίας σε αυτήν. Εξαιρετικά σπάνια η βιβλιογραφία μας έχει να επιδείξει άρθρα – όχι ερευνητικά, αλλά ούτε καν ενημερωτικά και εκλαϊκευτικά – για την προώθηση και αξιοποίηση των ταλαντούχων μαθητών. Το πλέον αξιόλογο, κατά την ταπεινή μου γνώμη, βιβλίο που διαθέτουμε είναι αυτό της κυρίας Ντορενστάουτερ – Παπουτσάκη “Το προικισμένο παιδί”, το οποίο συνιστά μία βάση για ουσιαστικό διάλογο και προβληματισμό πάνω στο υπό συζήτηση θέμα. Στο βιβλίο αυτό η εκπαίδευση ταλαντούχων μαθητών περιγράφεται ως πρόβλημα ηθικής φύσης, επειδή η υποχρεωτική εκπαίδευση τέτοιων παιδιών σε μη διαφοροποιημένα σχολεία, τα καθηλώνει, τους στερεί το δικαίωμα της ανάπτυξης σύμφωνα με τις δυνατότητες τους και για το λόγο αυτό θεωρείται ως άδικη και αντιδημοκρατική. Δεν είναι τυχαίο ότι η UNESCO ως παγκόσμιος Οργανισμός έχει ενδιαφερθεί επανειλημμένα για το θέμα της εκπαίδευσης ταλαντούχων νέων και έχει εκδώσει ειδικές μονογραφίες και βιβλία. Η συμμετοχή μου στην ομάδα εργασίας WG7 για την αξιοποίηση των ταλαντούχων μαθητών στα Μαθηματικά που λειτούργησε στα πλαίσια του 8ου Διεθνούς Συνεδρίου για τη μαθηματική Εκπαίδευση στη Σεβίλλη της Ισπανίας τον Ιούλιο του 1996 διεύρυνε τον προβληματισμό μου και εμπλούτισε την εμπειρία μου με πλήθος πληροφοριών και πρακτικών που ακολουθούνται σε διάφορες χώρες του κόσμου. Είναι γνωστό όμως ότι η άκριτη μεταφορά απόψεων, θέσεων και πρακτικών σε θέματα εκπαιδευτικής πολιτικής από χώρα σε χώρα δημιουργεί σε αρκετές περιπτώσεις περισσότερα προβλήματα από όσα υποτίθεται ότι είχε σκοπό να επιλύσει. Για το λόγο αυτό ότι προτείνω στη συνέχεια ας θεωρηθεί ως σημείο έναρξης ενός διαλόγου στον οποίο ελπίζω ότι υπάρχουν αρκετοί ενδιαφερόμενοι και με μεγάλη επιφύλαξη ελπίζω ότι θα ενδιαφέρει ορισμένους παράγοντες που παίρνουν τις κρίσιμες αποφάσεις για την εκπαιδευτική μας πολιτική. Σε γενικές γραμμές υπάρχουν δύο κύριες πρακτικές που ακολουθούνται για την ενθάρρυνση, προώθηση και αξιοποίηση των ταλαντούχων νέων: 1) Η φοίτησή τους σε ειδικά σχολεία με μεγάλη και θεσμοθετημένη αυτονομία. 2) Η συμμετοχή τους σε ομάδες εργασίας εκτός των πλαισίων της τυπικής εκπαίδευσης. Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται θεσμοθετημένο πλαίσιο εκπαιδευτικής νομοθεσίας που αφορά: α) στον τρόπο εισαγωγής των μαθητών στα σχολεία αυτά, β) ειδικό αναλυτικό πρόγραμμα τουλάχιστον ως προς τα μαθήματα για τα οποία οι μαθητές έχουν ιδιαίτερη κλίση, γ) θεσμοθετημένη επιλογή και αξιολόγηση του εκπαιδευτικού προσωπικού, δ) ειδικό παιδαγωγικό υλικό, βιβλία, βιβλιοθήκες, εργαστήρια και αίθουσες διδασκαλίας. Για το όρο ειδικά σχολεία ας μην έχουμε ενδοιασμούς, αφού αυτή αναφέρεται σε άτομα με ειδικά ενδιαφέροντα, κλίσεις και ανάγκες. Οι μαθητές σε ορισμένα μαθήματα συνήθως ακολουθούν το καθημερινό τυπικό πρόγραμμα εκπαίδευσης, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις τροποποιείται και το πρόγραμμα αυτό. Σε πολλές χώρες οι μαθητές των σχολείων αυτών διευκολύνονται ως προς τη διαμονή και την μετακίνηση, επειδή προέρχονται από μακρινές περιοχές. Αυτό σημαίνει ότι απαιτούνται ειδικά κονδύλια και γενναία χρηματοδότηση της συνολικής εκπαιδευτικής διαδικασίας. Με την δεύτερη επιλογή της συγκρότησης ομάδων εργασίας μετά το κανονικό πρόγραμμα εκπαίδευσης, ουσιαστικά σύμφωνα με την δική μας ορολογία ακολουθείται μια ενισχυτική διδασκαλία προφανώς με επιλεγμένο διδακτικό προσωπικό και συγκεκριμένο πρόγραμμα εκπαίδευσης. Η συνήθης διεθνής ορολογία ονομάζει την πρακτική αυτή “προγράμματα εμπλουτισμού”. Οι οικονομικές απαιτήσεις τέτοιων προσπαθειών είναι οπωσδήποτε μειωμένες σε σχέση με αυτές της συγκρότησης ειδικών σχολείων, σε πολλές περιπτώσεις όμως και τα αποτελέσματα είναι χαμηλότερου επιπέδου σε σχέση με αυτά της λειτουργίας ειδικών σχολείων. Υπήρχαν χώρες όπως η πρώην Σοβιετική Ένωση που ακολουθούσε και τις δύο εναλλακτικές λύσεις εκπαίδευσης των ταλαντούχων μαθητών. Ήδη στις Η.Π.Α. βρίσκονται σε εξέλιξη σημαντικά προγράμματα εκπαίδευσης προικισμένων νέων στα οποία συνεισφέρουν και συμμετέχουν και ειδικοί από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι σε Βαλκανικό, Ευρωπαϊκό, αλλά και σε διεθνές επίπεδο διεξάγονται μαθητικοί διαγωνισμοί για τα Μαθηματικά, τη Φυσική, τη Χημεία, την Αστρονομία και την Πληροφορική. Οι διαγωνισμοί αυτοί από μία άποψη αποτελούν και δείκτες του επιπέδου της σοβαρότητας και του ενδιαφέροντος με τις οποίες αντιμετωπίζεται η εκπαίδευση των νέων μιας χώρας, του επιπέδου σπουδών και των παρεχόμενων γνώσεων, ενώ ταυτόχρονα είναι ένα αξιόπιστο κριτήριο του βαθμού ενθάρρυνσης και εκπαίδευσης των ταλαντούχων νέων της κάθε χώρας. Διεθνώς εκδίδονται ειδικά περιοδικά και έντυπα σχετικά με τους διαγωνισμούς και προωθείται ο προβληματισμός και οι εποικοδομητικές προτάσεις για την αξιοποίηση των ταλαντούχων μαθητών. Επίσης, θεωρώ αναγκαίο να υπενθυμίσω ότι οι ισχυρές οικονομικά χώρες όπως οι Η.Π.Α., Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία έχουν από καιρό ιδρύσει σχολεία στη χώρα μας με τα οποία εκτός των άλλων στόχων “αξιοποιούν” κατάλληλα μέρος του μαθητικού μας δυναμικού. Ποια είναι η πρότασή μου. Τα τέσσερα Πειραματικά Σχολεία των Πανεπιστημίων της χώρας και όσα θα ιδρυθούν στο μέλλον, να πάρουν την πρωτοβουλία για την οργάνωση σε πρώτη φάση ειδικών ομάδων εργασίας εκτός του προγράμματος λειτουργίας του σχολείου με σκοπό να αναπτύξουν τις ικανότητες των ταλαντούχων μαθητών. Στις ομάδες αυτές μπορούν να συμμετέχουν και μαθητές που φοιτούν και σε άλλα σχολεία. Αντίστοιχα οι διδάσκοντες δεν είναι απαραίτητο να ανήκουν στο δυναμικό των Πειραματικών Σχολείων, αν δεν διαπιστώνεται ενδιαφέρον από το υπάρχον προσωπικό. Η χρηματοδότηση τέτοιων προσπαθειών μπορεί να γίνει είτε από το ΥΠ.Ε.Π.Θ., είτε από τα αντίστοιχα Ιδρύματα με τα οποία συνεργάζονται σύμφωνα με το Νόμο τα Πειραματικά Σχολεία, είτε από άλλες πηγές. Η αξιοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας είναι μία καλή ιδέα για την υλοποίηση της οποίας δύσκολα μπορεί να τεθούν εμπόδια χωρίς αιτιολογημένη άρνηση. Στο σημείο αυτό θεωρώ σκόπιμο να υπενθυμίσω ότι ορισμένα ιδιωτικά σχολεία ακολουθούν μία πρακτική ανάλογη με αυτήν που ανέφερα από την οποία ωφελούνται οι μαθητές τους και όχι μόνον. Από την παρακολούθηση μιας ετήσιας ή διετούς εφαρμογής ενός τέτοιου προγράμματος μπορεί να προκύψουν χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με τις διορθωτικές κινήσεις που απαιτούνται για τη βελτίωση του προγράμματος και του επίπεδου διδασκαλίας, για την επιλογή κατάλληλου εκπαιδευτικού υλικού, βιβλίων άρθρων, φυλλαδίων, για τις μεθόδους επιλογής και αξιολόγησης των μαθητών κ.λ.π. Αυτά τα συμπεράσματα καλό είναι να προκύπτουν από κοινή συνάντηση όλων των διδασκόντων και των υπεύθυνων παρακολούθησης του προγράμματος. Η αποδοτικότητα τέτοιων προγραμμάτων μπορεί να μετράται με την κατάταξη των μαθητών σε τοπικούς, πανεθνικούς και διεθνείς διαγωνισμούς. Ένας ευρύτερος στόχος, ο οποίος απαιτεί προσεκτικά και καλοσχεδιασμένα βήματα είναι η μετατροπή του ενός από τα δύο τμήματα της κάθε τάξης κάθε Πειραματικού Σχολείου σε τάξη ταλαντούχων μαθητών. Έτσι και ο αρχικός σκοπός ίδρυσης των Πειραματικών Σχολείων υπηρετείται, δηλαδή η εκπαίδευση των φοιτητών Παιδαγωγικών Τμημάτων, αλλά και η εκπαίδευση των φοιτητών των Φυσικομαθηματικών Σχολών, διαδικασία η οποία τουλάχιστον στο Π.Σ.Π.Θ. δεν υφίσταται. Τα Πειραματικά Σχολεία έχουν την ιδιομορφία της φοίτησης μαθητών από την πρώτη τάξη του Δημοτικού έως την τρίτη τάξη του Λυκείου. Αυτό το πλεονέκτημα πρέπει να αξιοποιηθεί προς όφελος των παιδιών, επειδή στην βιβλιογραφία αναφέρεται ότι τα πρώιμα προικισμένα παιδιά, με πολύ υψηλές διανοητικές ικανότητες και ασυνήθιστη για τα συνήθη δεδομένα προβληματική, μπορούν ευκολότερα και συχνότερα να γίνουν θύματα περιφρόνησης και κακής αντιμετώπισης εκ μέρους των δασκάλων. Έχω την πεποίθηση ότι η βελτίωση της εκπαίδευσης στη χώρα μας μπορεί να μετράται και με το σταθερό κριτήριο της εκπαίδευσης και αξιοποίησης των ταλαντούχων μαθητών. Μία αμυδρή ελπίδα για να ενδιαφερθούν παράγοντες του ΥΠ.Ε.Π.Θ. για το συγκεκριμένο ζήτημα είναι η ανάληψη από την χώρα μας της αθλητικής Ολυμπιάδας του 2004. Με ευκαιρία το γεγονός αυτό η χώρα μας έχει δεσμευτεί να διοργανώσει και την Μαθηματική Ολυμπιάδα του 2004 καθώς και την Ολυμπιάδα Φυσικής, στις οποίες για λόγους κρατικής πολιτικής πρέπει να παρουσιαστούν κάποια σοβαρά αποτελέσματα. Μία τέτοια προοπτική πρέπει να ειδωθεί ως αφορμή για μία σοβαρή αντιμετώπιση του προβλήματος της εκπαίδευσης των ταλαντούχων νέων και όχι ως μία ευκαιριακή, εφήμερη λύση με ημερομηνία λήξεως. Γνωρίζω πολύ καλά ότι τέτοιες προσπάθειες ακόμη και ως απλές προτάσεις συναντούν ισχυρή αντίδραση από αγκυλωτικές νοοτροπίες, γραφειοκρατικές πρακτικές, οικονομικά και άλλα συμφέροντα, που καλύπτονται από ψευδοϊδεολογικά επιχειρήματα περί ελιτισμού και μύριες όσες προφάσεις και δικαιολογίες. Θεωρώ όμως καθήκον μου ως εκπαιδευτικού της δημόσιας και δωρεάν Παιδείας να προτείνω μία προοπτική για την ουσιαστική αναγκαιότητα ύπαρξης των Πειραματικών Σχολείων, η οποία σχετίζεται κατά τη γνώμη μου και με την αξιοποίηση των ταλαντούχων μαθητών μας. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Dalton R.C. & Snyder H. (Eds.): Topics for Mathematics Clubs. National Council of Teachers of Mathematics. Reston. U.S.A. (1990). House Peggy (Ed.): Providing Opportunities for the Mathematically Gifted, K-12. National Council of Teachers of Mathematics. U.S.A. (1994). Morris Robert, (Ed.): Studies in mathematics. Out-of-school mathematics education. UNESCO. Paris. (1987). Ντορενστάουτερ-Παπουτσάκη Πελαγία: Το προικισμένο παιδί. Μία πρώτη επιστημονική προσέγγιση σ΄ ένα θέμα άγνωστο. Εκδόσεις «Το Ποντίκι». Αθήνα. (1994). Πούλος Ανδρέας: Για την αξιοποίηση των ταλαντούχων μαθητών στα Μαθηματικά. Η περίπτωση της Ν. Κορέας. Περιοδικό «Χρονικά». Έκδοση του Πειραματικού Σχολείου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 1999, σελ. 67-76.