• Σχόλιο του χρήστη 'ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΑΣΤΟΣ' | 21 Ιανουαρίου 2011, 00:54

    ‘ΠΡΟΤΥΠΟ’ VERSUS ‘ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ’ ΠΡΩΤΟΝ >> ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ‘ΠΡΟΤΥΠΟΥ’: Ένα εκπαιδευτικό ‘πρότυπο’, είτε πρόκειται για μαθητή, είτε για δάσκαλο, είτε για σχολική τάξη, είτε για διδακτική προσέγγιση, μπορεί ν’ αναδυθεί ακόμη και μέσα από τα πλέον στερημένα περιβάλλοντα... (βλ. επιτυχίες ή βραβεύσεις μικρών και άσημων σχολείων, εκπαιδευτικών ή ‘μη επώνυμων’ μαθητών). Ωστόσο, πολλά από τα παραπάνω εκπαιδευτικά ‘πρότυπα’ παραμένουν συχνά στην αφάνεια, εφόσον δεν αποτελούν στατιστικώς σημαντικά μεγέθη. Διατηρώ έντονες επιφυλάξεις για το κατά πόσον η υπερ-συγκέντρωση έμψυχων ή μη ‘εκπαιδευτικών προτύπων’ σε ‘Πρότυπα Σχολεία’ είναι όντως εκπαιδευτικά χρήσιμη και κοινωνικά δίκαιη εφόσον, ανάλογες απόπειρες ίδρυσης ξεχωριστών τύπων σχολείων στο παρελθόν, καταδεικνύουν πως σύντομα αυτά καταλήγουν στο να ικανοποιούν κυρίως την επιθυμία ορισμένων γονέων μαθητών ή εκπαιδευτικών να ανήκουν σε ‘προνομιακά περιβάλλοντα’. Επιπρόσθετα, έχει διαφανεί πως η ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΗ ΔΙΑΧΥΣΗ του ‘παραδείγματος’ των σχολείων αυτών στο ευρύτερο εκπαιδευτικό πλαίσιο είναι ελάχιστα ρεαλιστική ενώ, ταυτόχρονα, αρκετοί άξιοι μαθητές και εκπαιδευτικοί συνήθως στερούνται πρόσβασης σ’ αυτά (πχ. μαθητές και εκπαιδευτικοί της ‘κοινωνικής’ ή ‘γεωγραφικής’ περιφέρειας...). Στη σχετική ερευνητική βιβλιογραφία έχει καταδειχθεί πως, η θεσμοθέτηση περισσότερων τύπων σχολείων σ’ ένα εκπαιδευτικό σύστημα ενέχει πάντοτε τον κίνδυνο μεγαλύτερου κοινωνικού διαχωρισμού (segregation) και ανισοτήτων, ιδίως όταν απουσιάζει η διασφάλιση της καθολικής πρόσβασης σ’ αυτά (βλ. Jenkins et al., 2006). Αντίθετα, όσο λιγότεροι είναι οι τύποι και υποκατηγορίες σχολείων και όσο μεγαλύτερη είναι η καθολικότητα πρόσβασης σ’ αυτά, τόσο μικρότερος είναι ο κοινωνικός διαχωρισμός που υφίσταται στο πλαίσιο ενός εκπαιδευτικού συστήματος. Σύμφωνα με τους παραπάνω ερευνητές, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα βρισκόταν το 2003 στο μέσον περίπου της κλίμακας ‘κοινωνικού διαχωρισμού’ συγκριτικά με 26 άλλες χώρες του OECD. Τον μεγαλύτερο κοινωνικό διαχωρισμό παρουσίαζαν τα εκπαιδευτικά συστήματα της Ουγγαρίας, του Βελγίου και της Γερμανίας, ενώ αντίθετα, τα εκπαιδευτικά συστήματα των Σκανδιναβικών χωρών, της Σκωτίας και της Ν. Ζηλανδίας παρουσίαζαν τον μικρότερο. Αξίζει να σημειωθεί πως οι τελευταίες αυτές χώρες διακρίνονται από περισσότερο ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΝΙΑΙΕΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ. Κατά συνέπεια, θεωρώ πως, εάν η πολιτεία ενδιαφέρεται κατ’ ουσίαν για την αξιοποίηση των ‘έμψυχων προτύπων’ που υφίστανται διάσπαρτα στην κοινωνία μας με τις μορφές που προαναφέρθηκαν, χρειάζεται να εφαρμόσει ‘έξυπνους’ τρόπους εντοπισμού τους και στη συνέχεια να τα ενισχύσει/ ενδυναμώσει εκεί ακριβώς που αναδύονται. Προϋπόθεση βέβαια για το παραπάνω είναι η ύπαρξη ενός πλαισίου κοινώς αποδεκτών δεικτών (standards) σε όλο το εύρος του εκπαιδευτικού μας συστήματος, τα οποία ωστόσο χρειάζεται να συνοδεύονται από μια διαρκή και συστηματική εκτίμηση αναγκών, ανατροφοδότηση και, αναπόφευκτα, από την καθολική αξιολόγηση των δομών και του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου. Σε συνέχεια των παραπάνω, ο όρος ‘Πρότυπο Σχολείο’ απορρίπτεται ως περιοριστικός, στατικός, απηρχαιωμένος και, εν τέλει ως ανεπαρκής να περιγράψει – πόσο μάλλον να ονοματοδοτήσει – το όραμα για εκσυχρονισμό του εκπαιδευτικού μας συστήματος. ΔΕΥΤΕΡΟΝ >> ΑΝΑΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ‘ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΥ’: Ο όρος ‘πειραματικό’ συνδέεται με κάθε είδους επιστημονική πρόοδο. Στο εκπαιδευτικό πλαίσιο είναι επίσης συνυφασμένος με την έρευνα, το όραμα, την καινοτομία, την πρωτοπορία και, ταυτόχρονα, με τις αυξημένες απαιτήσεις και τη σκληρή δουλειά. Το ‘πειραματικό’ ΔΕΝ αποτελεί εξ ορισμού ‘πρότυπο’, ωστόσο όμως στοχεύει – ή τουλάχιστον οφείλει να στοχεύει – στη διαρκή ανάδειξη νέων προτύπων. Στόχος του Πειραματικού Σχολείου θα πρέπει να είναι κυρίως η ανάδειξη της αριστείας σε επίπεδο διδακτικών και παιδαγωγικών πρακτικών και όχι τόσο της αριστείας ενός μεμονωμένου συνόλου ‘τυχερών’ μαθητών, οι οποίοι ευτύχησαν να βρεθούν ΕΝΤΟΣ, αφήνοντας απέξω πάμπολλους άλλους, οι οποίοι ωστόσο, δεν υπολείπονται αναγκαστικά σε ικανότητες και δεξιότητες. Σημαντικό είναι να αποφευχθεί ο περιορισμός των Πειραματικών Σχολείων αποκλειστικά στα μεγάλα αστικά κέντρα, ώστε να αποτραπεί ο αποκλεισμός πλήθους μαθητών και εκπαιδευτικών της περιφέρειας από το να αποτελέσουν τμήμα της εκπαιδευτικής πρωτοπορίας. Αντίθετα, απαιτείται η διάχυση της ‘ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ’ στο μεγαλύτερο δυνατό αριθμό σχολείων ή και μεμονωμένων τάξεων της κάθε περιφέρειας (βλ. ανάλογες ευρωπαϊκές δράσεις, π.χ. ‘Leadership for LEARNING’/ Πανεπ. Cambridge). Οι συγκεκριμένες τάξεις/ σχολεία θα λειτουργούν υπό ειδικό καθεστώς ακαδημαϊκής εξάρτησης από γειτονικά πανεπιστήμια και θα αποτελούν ΝΗΣΙΔΕΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ στην ευρύτερη περιοχή, ώστε να επιτυγχάνεται η αμεσότερη ΔΙΑΧΥΣΗ ΤΩΝ ΚΑΛΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ σε γειτονικές τάξεις και σχολεία. Οι πειραματικές τάξεις θα μπορούσαν να θεσμοθετηθούν ως οργανικές θέσεις με συγκεκριμένη διάρκεια (πχ δύο χρόνια), ώστε να μπορούν να προσφέρουν σ’ αυτές περισσότεροι εκπαιδευτικοί και να μην αποτελέσουν άλλο ένα είδος κακής εκδοχής της (δημοσιουπαλληλικής) μονιμότητας. Επίσης, όλα τα δημόσια σχολεία θα πρέπει να θεωρούνται δυνάμει πειραματικά, διαμέσου της δυνατότητας συμμετοχής σε ‘πειραματικά δίκτυα συνεργασίας’ και της ανάληψης ‘πειραματικών δράσεων’ σε ποικίλους τομείς, ώστε να δοθεί η ευκαιρία στον ΚΑΘΕ μαθητή και δάσκαλο να αποτελέσει ‘ΠΡΟΤΥΠΟ’ ευρηματικότητας και καινοτομίας για πλείστους άλλους. Τέλος, η θεσμοθέτηση μιας ειδικής κατηγορίας σχολείων που στοχεύουν στο να υπηρετήσουν τις σύγχρονες ερευνητικές και κοινωνικές ανάγκες και προκλήσεις – εν προκειμένω των Πειραματικών - δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να κατευθύνεται από την προσωπική νοσταλγία κανενός ούτε επομένως να μιμείται κατ’ ανάγκη ‘πρότυπα’ του παρελθόντος, όσο πετυχημένα κι αν υπήρξαν στην εποχή τους. Αντίθετα, ο σχεδιασμός και η υλοποίηση κάθε (ουσιαστικά) καινοτόμου θεσμού οφείλει να βασίζεται σε επίκαιρες έρευνες, εκτιμήσεις εκπαιδευτικών και κοινωνικών αναγκών (συγκριτικών και διεθνών) και, εν τέλει, να παραμένει ανοικτή σε συνεχείς βελτιώσεις και αναμορφώσεις. (βλ. επίσης 1β και 1ε)