• Σχόλιο του χρήστη 'Κώστας' | 2 Ιανουαρίου 2024, 11:58

    Το μεγάλο πρόβλημα των ΕΠΑΛ (και σε ένα βαθμό των ΔΙΕΚ) είναι η χαμηλή ελκυστικότητα της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης Κατάρτισης (ΕΕΚ), συνολικά και δυστυχώς δεν οφείλεται στο πρόγραμμα σπουδών των ΕΠΑΛ, ή επηρεάζεται ελάχιστα από αυτό. Η απάντηση που έχω πάρει επανειλημμένα από γονείς μαθητών Γυμνασίων σε ενημερώσεις σχολικού προσανατολισμού είναι ότι «στα χαρτιά το ΕΠΑΛ είναι ένα πολύ καλό σχολείο, αλλά στην πράξη ξέρουμε ότι αυτό δεν ισχύει κυρίως εξαιτίας της σχολικής βίας και της παραβατικότητας που υπάρχει στα σχολεία σας». Θα αναφέρω μερικές «αλήθειες» όπως τις έχω βιώσει τις δεκαετίες που υπηρετώ την ΕΕΚ (ειδικά την τελευταία δεκαετία), η αντιμετώπιση των οποίων εκτιμώ ότι θα οδηγήσει σε πραγματική «ενδυνάμωση της ΕΕΚ». Η χαμηλή ελκυστικότητα των ΕΠΑΛ οφείλεται σε αρκετούς λόγους: 1. Μεγάλο μέρος των μαθητών που βρίσκονται σήμερα στα ΕΠΑΛ στερούνται των πολύ βασικών γνώσεων (ακόμα και ανάγνωσης ή και βασικών μαθηματικών) με αποτέλεσμα να μην μπορούν να παρακολουθήσουν την εκπαιδευτική διαδικασία, να αποξενώνονται από αυτή, να περιθωριοποιούνται και να στρέφονται σε άλλες δραστηριότητες ανάλωσης του σχολικού χρόνου τις πιο πολλές φορές παραβατικές. Το ΕΠΑΛ δεν μπορεί να καλύψει τη χαμένη «απόσταση γνώσεων» από το Δημοτικό και το Γυμνάσιο. Μεταφέρονται συσσωρευμένα τα προβλήματα των προηγούμενων βαθμίδων εκπαίδευσης (Δημοτικό, Γυμνάσιο) στα ΕΠΑΛ. Σε όλο το εκπαιδευτικό μας σύστημα στην πραγματικότητα ουσιαστική αξιολόγηση των μαθητών δεν υπάρχει. Ακόμα και όταν στο Γυμνάσιο διαπιστώνονται ακραίες περιπτώσεις μαθητών πολύ χαμηλών επιδόσεων η λύση έχει βρεθεί: «Θα συνεχίσουν οι μαθητές σε ΕΠΑΛ» (η αναλογία μαθητικού δυναμικού σήμερα στην Ελλάδα είναι περίπου 71% ΓΕΛ και 29% ΕΠΑΛ). Η άποψη αυτή είναι λανθασμένη γιατί ο «μαθητής που δεν παίρνει τα γράμματα» δεν μπορεί να μάθει πολλές από τις σύγχρονες «τέχνες» (πχ Τεχνικός Η/Υ). 2. Απέναντι σε αυτό το μαθητικό δυναμικό με τις ιδιαιτερότητες των ΕΠΑΛ πολλοί εκπαιδευτικοί επιλέγουν περιστασιακές στάσεις «διαχείρισης» της τάξης έχοντας την αίσθηση και την προσδοκία ότι θα αμβλύνουν το πρόβλημα αλλά στην πραγματικότητα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα το συντηρούν και το οξύνουν. Υιοθέτησαν και υιοθετούν ακόμα τακτικές του «προσωρινά ευχάριστου» και όχι του «μελλοντικά χρήσιμου», τακτικές άκρατου «μαθητοπατερισμού» οι οποίες φέρνουν αρνητικά αποτελέσματα. Η τακτική των «ικανοποιημένων» μαθητών που τους προσφέρουμε υποτυπώδες μάθημα με συνοδευτικό καλών βαθμών οδηγεί στην απώλεια των εκπαιδευτικών στόχων, στην απορρύθμιση της σχολικής ζωής και έπειτα στα φαινόμενα σχολικής βίας. Στη συνέχεια η απόφαση «να περάσει και να φύγει από το σχολείο» ο παραβατικός και ταυτόχρονα λειτουργικά αναλφάβητος μαθητής, προσελκύει και καλλιεργεί μεγαλύτερο φυτώριο τέτοιων μαθητών. 3. Οι βαθμοί (και οι απουσίες πολλές φορές) στα ΕΠΑΛ συνήθως δεν έχουν κανένα νόημα, κανένα αντίκρισμα και καμία σχέση με την πραγματικότητα. Ένα μεγάλο ποσοστό των μαθητών μας, που χρόνο με το χρόνο μεγαλώνει, έρχεται καθημερινά στο σχολείο χωρίς τα απαραίτητα για την εκπαιδευτική διαδικασία (ούτε καν ένα μολύβι και μια κόλλα χαρτί). Όποιος εκπαιδευτικός υιοθετήσει διαφορετική στάση («διαφορετική» = «αυτονόητη») γίνεται στην καλύτερη περίπτωση γραφικός ενώ κινδυνεύει με στοχοποίηση με ότι αυτό συνεπάγεται. Η φράση που εισέπραξε ο αναπληρωτής εκπαιδευτικός ΕΠΑΛ που πρόσφατα παραιτήθηκε «εδώ ρε δεν κάνει κανείς μάθημα …. βάζεις ένα 12 και τελειώνει…» δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα σε πολλά ΕΠΑΛ. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση αρκετοί εκπαιδευτικοί των ΕΠΑΛ έχουν κυριευτεί από ματαίωση που τους οδηγεί σταδιακά σε φαινόμενα «σιωπηλής παραίτησης» ακόμα και burn out. 4. Το γεγονός ότι σπάνια συγκροτείται σύλλογος γονέων και κηδεμόνων σε ΕΠΑΛ υποδηλώνει την αποξένωση σχολείου και οικογένειας. Οι ευθύνες γι αυτό μοιράζονται και στις δύο πλευρές. Μπροστά στη δύσκολη πραγματικότητα των ΕΠΑΛ καμία πλευρά δεν θέλει να σηκώσει το βάρος της βελτίωσής της και πολλές φορές ούτε καν της διαχείρισής της. Πολλοί γονείς δεν δέχονται τις γνωματεύσεις οργάνων (ΚΕΔΑΣΥ) και επιλέγουν την εγγραφή των παιδιών τους σε ΕΠΑΛ ώστε να πάρουν το «χαρτί» του Λυκείου. Αυτό το γεγονός αλλοιώνει τη φυσιογνωμία των τάξεων και οι εκπαιδευτικοί έχουν την επιλογή πλέον της διαφοροποιημένης διδασκαλίας η οποία είναι σχεδόν ανεφάρμοστη στο μίγμα των παραβατικών μαθητών - μειονεκτούντων, μαθητών – μαθητών με ειδικές ανάγκες και όσων άλλων μαθητών θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στην εκπαιδευτική διαδικασία της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης. 5. Πολλά μπορούν να γραφτούν ακόμα, όμως το ζητούμενο είναι η λύση του μεγάλου προβλήματος που λέγεται παραβατικότητα μαθητών στα ΕΠΑΛ. Όταν οι μαθητές αισθάνονται ασφαλείς στο σχολείο, τείνουν να έχουν καλύτερα εκπαιδευτικά αποτελέσματα. Αντίθετα, ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από έλλειψη σεβασμού, εκφοβισμό, θυματοποίηση ή βία μπορεί να λειτουργήσει ως εμπόδιο στη μάθηση. Είναι σχεδόν εγκληματικό να απορρυθμίζεται και να διαλύεται η εκπαιδευτική διαδικασία επειδή το σχολείο αφιερώνεται σχεδόν καθολικά στην αντιμετώπιση και διαχείριση (τις περισσότερες φορές ανεπιτυχώς) των φαινομένων σχολικής βίας που προκαλεί ένα ποσοστό μαθητών εις βάρος των υπολοίπων μαθητών που έχουν δικαίωμα στη μόρφωση. 6. Το πρόβλημα πρέπει να αποτυπωθεί στις πραγματικές του διαστάσεις. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με διαδικασίες αξιολόγησης όχι μόνο της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης αλλά ολόκληρου του εκπαιδευτικού μας συστήματος γιατί είναι δεδομένο ότι τα προβλήματα της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης καταλήγουν σωρευτικά σε αυτήν και από τις προηγούμενες εκπαιδευτικές βαθμίδες. Άλλωστε χωρίς αξιολόγηση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε το εκπαιδευτικό σύστημα ως «σύστημα», αλλά υποβιβάζεται σε έναν απλό μηχανισμό τυχαίας λειτουργίας. Η αξιολόγηση πρέπει να είναι πολυκριτήρια και να μην περιορίζεται στον παράγοντα «εκπαιδευτικός» ο οποίος βέβαια είναι ο σημαντικότερος παράγοντας του εκπαιδευτικού συστήματος αλλά όχι ο μοναδικός. Όλο το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να μπει στην αυτονόητη διαδικασία της αξιολόγησης με βελτιωτική προοπτική.