• Σχόλιο του χρήστη 'Γιάννης' | 21 Φεβρουαρίου 2011, 09:02

    Όπως εξέθεσα και στο πρώτο πεδίο της «διαβούλευσης» δεν πιστεύω πως θα τελεσφορήσει η διαδικασία αυτή αλλά θα χρησιμοποιηθεί προσχηματικά για να προωθηθούν οι όποιες αποφάσεις έχουν ήδη παρθεί ή για να δικαιολογηθούν αυτές που θα ληφθούν στη συνέχεια. Παρ’ όλ’ αυτά, και για να τα έχω καλά με τον εαυτό μου προσθέτω τα παρακάτω: Θέμα δεύτερο (για μένα): ποιοι θα διδάξουν την ελληνική γλώσσα; Ποιοι είναι οι καταλληλότεροι; Πώς θα πρέπει να γίνεται η επιλογή; Σε όποιο σχολείο και να βρεθεί κανείς, όποιον και να ρωτήσει, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, η απάντηση είναι ότι θέλει να έχει «ικανούς και αποτελεσματικούς εκπαιδευτικούς». Είναι κάτι το λογικό. Ποιος θα ήθελε να αναθέτει την οποιαδήποτε δουλειά του σε ανίκανους ανθρώπους πόσο μάλλον όταν η συγκεκριμένη «δουλειά» έχει να κάνει με τη μόρφωση (και δη νέων παιδιών που είναι πιο ευάλωτα). Όμως τι σημαίνει αυτό και πώς μπορεί να γίνει πραγματικότητα; Και πώς θα μετρηθεί αυτό το «ικανότεροι»; Κατ’ αρχάς να σημειώσω ότι, κατά την άποψή μου, αρμόδιοι για να διδάξουν την ελληνική γλώσσα είναι οι εκπαιδευτικοί, δάσκαλοι κι οι φιλόλογοι. Αυτοί έχουν ασχοληθεί με τη γλώσσα κατά τη διάρκεια των σπουδών τους (οι πρώτοι όχι μόνο, αν και πολλές φορές έχουν την τάση να ξεχνούν τα υπόλοιπα για χάρη της γλώσσας). Για τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική ταυτότητα είναι πολλοί διαθέσιμοι. Όμως, για να πετύχουν στο ρόλο τους θα πρέπει να έχουν εξειδικευθεί στον τομέα της διαπολιτισμικής διδασκαλίας. Στον υπό κατάργηση ν. 2413/96 (άρθρο 20 παρ. 1) προβλέπεται ότι οι εκπαιδευτικοί που αποσπώνται στο εξωτερικό παρακολουθούν ειδικό πρόγραμμα επιμόρφωσης και μάλιστα «επιτυχώς». Τα 15 χρόνια ισχύος του νόμου η παραπάνω διάταξη παραμένει ανενεργή. Αντί για πρόγραμμα επιμόρφωσης γίνεται ένα σεμινάριο 5 ημερών κι αυτό είναι όλο. Η εμπειρία μου από τη συμμετοχή σε ένα τέτοιο σεμινάριο είναι αρνητική. Μέσα στις 5 αυτές μέρες και με ωράριο απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, υποστήκαμε έναν καταιγισμό πληροφοριών κι ενημερωθήκαμε για πολλά και διάφορα θέματα: για την υγειονομική μας κάλυψη στους νέους τόπους από υπαλλήλους του ΟΠΑΔ, για τα οικονομικά από αρμόδιους της ΔΙΠΟΔΕ, για τη σωστή συμπεριφορά που πρέπει να έχουμε ως εκπρόσωποι της Ελλάδας σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης από διπλωματικούς υπαλλήλους, για τις νέες υπηρεσιακές συνθήκες από συντονιστές, ε! και παρεμπιπτόντως, δυο φορές, μια πρωί και μια απόγευμα ακούσαμε και μερικά για τη διδασκαλία των Ελληνικών σε ανθρώπους και σε μέρη που δεν είναι αυτά η κυρίαρχη γλώσσα. Όχι πως τα υπόλοιπα δεν ήταν θέματα που μας απασχολούσαν. Κάθε άλλο. Αλλά ο χρόνος που αφιερώθηκε για το κατ’ εξοχήν λόγο της απόσπασης ήταν ελάχιστος. Μια τέτοια αντιμετώπιση σαφώς περιορίζει τα έξοδα αφού: για τις μέρες αυτές δεν πήραμε καμιά επιπλέον αποζημίωση (κι ας ήταν μέσα στο καλοκαίρι), ήταν μόνο 5 μέρες, δεν χρειάστηκαν αντικαταστάτες στα σχολεία (αφού ήταν κλειστά) και τα μόνα έξοδα ήταν η πληρωμή του ξενοδοχείου για όσους ήρθαν απ’ την επαρχία και η παροχή φαγητού στο μεσημεριανό διάλειμμα (πάλι καλά). Όμως σίγουρα αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί επιμόρφωση και προετοιμασία ανθρώπων για έναν ειδικό σκοπό. Το γεγονός έχει να κάνει μάλλον με το ότι ενώ οι εταιρίες που προσλαμβάνουν προσωπικό επενδύουν σ’ αυτό δίνοντάς του χρόνο να εξοικειωθεί με το αντικείμενο που θα ασχοληθεί το ελληνικό κράτος θεωρεί ότι οι υπάλληλοι που προσλαμβάνει είναι πανέτοιμοι, γνώστες εκ των προτέρων των αντικειμένων με τα οποία χρεώνονται, όποια κι αν είν’ αυτά. Αν λοιπόν αποφύγουμε την ουσία, να προετοιμάσουμε και να εφοδιάσουμε κατάλληλα τους ανθρώπους που θα πάνε να διδάξουν «εκεί έξω» μπορούμε να αρχίσουμε να ασχολούμαστε με κριτήρια δευτερεύοντα. Αναφέρεται στο κείμενο της διαβούλευσης ότι στα πλαίσια της επιλογής ανθρώπων που ξέρουν επαρκώς τη γλώσσα του τόπου προορισμού η βάση ανέβηκε από το 25 στο 40. Μόνο που αυτό είναι η μισή αλήθεια και δεν εξασφαλίζει απαραίτητα τη απαιτούμενη γλωσσομάθεια. Πολλές φορές σε δημόσιες και ιδιωτικές τοποθετήσεις υπεραμύνθηκα της ανάγκης όσο το δυνατόν καλύτερης γνώσης τους τόπου προορισμού. Με το που έφτασα στη Γερμανία είδα την ανάγκη πως για να επικοινωνήσω με τους μαθητές μου, που, σχεδόν όλοι, προέρχονταν από γερμανικά σχολεία, χρειαζόμουν ένα βοήθημα με ορολογία των μαθηματικών στις δυο γλώσσες. Ρωτώντας και ψάχνοντας βρήκα ένα, που κανένας δεν είχε φροντίσει να υπάρχει έστω στη βιβλιοθήκη του σχολείου για να μην πω πως θα έπρεπε να μοιράζεται στους μαθητές. Τέλος πάντων, για να επανέλθω στο θέμα της γνώσης της γλώσσας. Σίγουρα, όποιος τ’ ακούσει έτσι ξεκομμένο θα συμφωνήσει ότι η βάση 40 εξασφαλίζει ανθρώπους με καλύτερο γλωσσικό επίπεδο. Όμως δεν είναι έτσι αφού όταν δεν υπάρχει ο απαιτούμενος αριθμός εκπαιδευτικών που έχουν τη βάση στη γλώσσα θα προσληφθούν άλλοι από τον εναλλακτικό πίνακα. Και ποιοι περιλαμβάνονται σ’ αυτόν; Κάποιοι με γνώση μιας απ’ τις θεωρούμενες ως βασικές γλώσσες: Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά. Το ερώτημά μου: τι είναι καλύτερο: ένας αποσπασμένος με βαθμό 20 ή 30 στη γλώσσα της χώρας προορισμού που όμως ξέρει και μια ή περισσότερες απ’ τις κύριες γλώσσες σε μέτριο έστω βαθμό ή ένας που ξέρει άριστα Αγγλικά αλλά τίποτα από τη γλώσσα του τόπου που θα βρεθεί; Η άποψή μου είναι πως ο πρώτος σαφώς υπερτερεί και θα πρέπει να προηγείται. Έτσι, το σχεδιαζόμενο σύστημα μοριοδότησης από πλευράς γλωσσομάθεια θα πρέπει να το παίρνει σοβαρά υπόψη του. Πέρα απ’ αυτό και μιας και αναφέρθηκα σε μοριοδότηση: η ύπαρξη επιπλέον πτυχίων ή διδακτορικών άσχετων με το αντικείμενο λίγα μπορεί να προσφέρει στο ζητούμενο. Αντίθετα η ύπαρξη σχετικών επιπλέον γνώσεων θα πρέπει όχι απλά να λαμβάνεται υπόψη (κάτι που μέχρι σήμερα δεν προβλέπεται) αλλά και να πριμοδοτείται σοβαρά (έστω κι αν η εμπειρία λέει πως πολλές φορές η θεωρητική γνώση δεν είναι αρκετή για να φέρει αποτελέσματα). Άλλος σχετικός προβληματισμός: εκπαιδευτικοί αποσπασμένοι ή ομογενείς. Πρώτον να παρατηρήσω ότι, στη Γερμανία που βρίσκομαι και έχω μια εικόνα, πολλοί από τους αποσπασμένους είναι άνθρωποι που τέλειωσαν τα σχολεία εδώ ή που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν μέχρι μια ηλικία εδώ, άρα δεν είναι έξω από την ομογένεια. Από κει και πέρα το δίλλημα είναι ψευδεπίγραφο. Όπως έχω αναφέρει θεωρώ ότι απαραίτητη προϋπόθεση για σωστή και αποτελεσματική διδασκαλία της γλώσσας είναι αυτή να γίνεται από εκπαιδευτικούς. Από ανθρώπους που τη γλώσσα την έχουν σπουδάσει και την κατέχουν κι όχι από κάποιον που ξέρει πέντε ελληνικά (μιας και ακούστηκαν και τέτοιες ιδέες). Σίγουρα ένα πτυχίο γλωσσομάθειας επιπέδου Γ2 μπορεί να προσφέρει στη γνώση της γλώσσας, αλλά αυτό μόνο στην περίπτωση αδυναμίας εξεύρεσης εκπαιδευτικού ή σε περιπτώσεις που οι ώρες είναι πολύ λίγες και δεν δικαιολογούν την παρουσία εκπαιδευτικού. Δηλ. θα μπορεί να είναι η εξαίρεση. Το πρόβλημα είναι πως όταν θεσπίζονται εξαιρέσεις τελικά είναι αυτές που επικρατούν. Για να μπορέσει να απαντηθεί τι ανάγκες υπάρχουν σε προσωπικό θα πρέπει αφού προσδιοριστεί ο στόχος διδασκαλίας της γλώσσας, να γίνει μια καταγραφή του ντόπιου εκπαιδευτικού δυναμικού. Πόσοι είναι και με τι ακριβώς προσόντα. Κι αφού ξέρουμε τι έχουμε μπορούμε να δούμε πώς θα το ενισχύσουμε. Επιμόρφωση και κίνητρα στο υπάρχον δυναμικό, επιμόρφωση και κίνητρα σε προσωπικό απ’ την Ελλάδα. Τα μέχρι σήμερα κίνητρα για την ένταξη στη διαδικασία της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στο εξωτερικό ήταν διάφορα. Για την ομογένεια, πέρα από μια διέξοδος επαγγελματικής αποκατάστασης υπήρχε και το κίνητρο της προϋπηρεσίας που όταν ήταν αρκετή οδηγούσε σε μόνιμο διορισμό στην Ελλάδα και πάρα πολλές φορές στην επιστροφή τους ως αποσπασμένοι. Για τους εντός των τειχών τα κίνητρα πάλι διάφορα: για τους γεννημένους στην ξένη υπάρχει η επιστροφή σε ένα οικείο περιβάλλον. Για άλλους το οικονομικό. Για άλλους συνδυασμός με το ειδικό καθεστώς εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση. Και για άλλους, η φυγή από την καθημερινότητα του τόπου τους, για τους δικούς τους προσωπικούς λόγους. Από τα κίνητρα αυτά κάποια εξέλειπαν. Το οικονομικό σήμερα έχει πάψει να αποτελεί κίνητρο. Γράφει κάπου ένας συνάδελφος ότι ένας εκπαιδευτικός μόνος μπορεί να επιβιώσει στη Γερμανία με το μισθό στην Ελλάδα και το σημερινό επιμίσθιο. Μα το θέμα είναι να επιβιώσει μόνο; Για να επιβιώσει θα ξενιτευτεί κάποιος; Δηλ. δεν μπορεί να επιβιώσει στην Ελλάδα; Πέρα από το ότι και γι’ αυτό δεν είμαι σίγουρος μιας και με το μόνος μάλλον εννοείται ότι δεν θα έχει αφήσει υποχρεώσεις πίσω στην πατρίδα. Δεν έχει π.χ. αφήσει σπίτι που ακόμα κι αν είναι κλειστό έχει πάγια έξοδα. Εξάλλου για την επιβίωση θα πρέπει κατά την εδώ διαμονή του να περιορίζεται σε κάποιο χώρο διαμονής στη φτηνή περιοχή της πόλης (αν υπάρχει κι αυτή). Πιστεύω πως για την μεγαλύτερη ευχέρεια στην επιλογή θα πρέπει το οικονομικό να είναι τέτοιο που να εξασφαλίζει τουλάχιστον αξιοπρεπή διαβίωση. Θα μπορούσε να είναι και μειωμένο σε σχέση με σήμερα αν υπήρχε εξασφαλισμένη διαμονή και ως εκ τούτου δεν θα εμφανίζονταν ως (φορολογητέα) έσοδα χρήματα που είναι για την αντιμετώπιση των εξόδων. Το «κίνητρο» της εισαγωγής στα ΑΕΙ είναι άλλο ένα κατασυκοφαντημένο θέμα. Κατ’ αρχάς δεν πρόκειται ακριβώς για κίνητρο αλλά για δίκαιη αντιμετώπιση. Πώς μπορεί ένα παιδί που τελειώνει το σχολείο σε ένα ξένο περιβάλλον να ανταγωνιστεί με ίσους όρους τα υπόλοιπα που τελειώνουν στην Ελλάδα (κι είν’ άσχετο αν το σχολείο είναι ελληνικό όπως συνήθως στη Γερμανία ή ξένο όπως στις άλλες περιοχές). Ούτε όλοι οι εκπαιδευτικοί έχουν παιδιά σε ηλικία εισαγωγής σε ΑΕΙ. Θα φέρω παράδειγμα από το σχολείο που υπηρετώ. Είμαστε καμιά 20αριά εκπαιδευτικοί κι απ’ αυτούς 4 – 5 έχουν παιδιά σ’ αυτή την ηλικία. Άλλοι έχουν μικρότερα κι άλλοι (όπως εγώ) μεγαλύτερα. Από κει και πέρα έχουν γραφτεί διάφορα: Για μειωμένη ύλη. Δεν ξέρω γιατί, τα παιδιά που τελειώνουν ελληνικά σχολεία εξωτερικού εξετάζονται σε 5 και όχι σε 6 μαθήματα (αυτή είναι η μειωμένη ή ελάχιστη ύλη που αναφέρεται). Δεν δίνουν το 6ο μάθημα γενικής παιδείας. Θα μπορούσε να είναι κι αυτό στην ύλη. Δεν θα άλλαζε τίποτα. (Προφανώς δεν μιλάμε για παιδιά που τελειώνουν ξένα σχολεία. Εκεί τα πράγματα είναι και θα πρέπει να είναι διαφορετικά). Μετά λέγετε (και από την πλευρά του υπουργείου) ότι τις περισσότερες θέσεις τις καταλαμβάνει αυτή η κατηγορία των υποψηφίων. Μάλλον πρόκειται για εσφαλμένη πληροφόρηση. Στις ειδικές κατηγορίες ελλήνων του εξωτερικού υπάρχουν 5 υποομάδες με δικό της διαφορετικό ποσοστό θέσεων η κάθε μια. Στην πρώτη ομάδα δίνεται το 3% και είναι για παιδιά ομογενών που έχουν τελειώσει το ελληνικό λύκειο. Το 1% για παιδιά υπαλλήλων αποσπασμένων στο εξωτερικό από τον ίδιο τύπο σχολείου. Στο «υπαλλήλων» δεν σημαίνει μόνο των εκπαιδευτικών, άσχετα αν οι υπάλληλοι άλλων υπουργείων προτιμούν (για τους δικούς τους λόγους) άλλους τύπους σχολείων κι έτσι η εκπροσώπησή τους είναι μηδαμινή. Αντίστοιχα ποσοστά και για τις άλλες κατηγορίες. Άρα δεν μπορεί το 80% των εισαγομένων να είναι παιδιά εκπαιδευτικών (εκτός αν μιλάμε για το 80% της συγκεκριμένης κατηγορίας που όμως είναι κάτι το τελείως διαφορετικό). Μπορεί η δυνατότητα αυτή σε κάποιους να λειτουργήσει και σαν κίνητρο. Στην πραγματικότητα, η αλλαγή αυτής της κατάστασης μόνο ως αντικίνητρο μπορεί να λειτουργήσει και να αποτρέψει ικανούς εκπαιδευτικούς από το να προσφέρουν στην υπόθεση της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στο εξωτερικό.