• Σχόλιο του χρήστη 'Δημήτρης Καρπούζης' | 26 Φεβρουαρίου 2011, 22:06

    Ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα της αρμόδιας υφυπουργού για συμμετοχή στη διαβούλευση θα ήθελα πρώτα απ'όλα να επισημάνω ότι οι όροι διαβούλευσης είναι ασαφείς, όπως επισήμανε και άλλος σχολιαστής. Θα προσθέσω στις παρατηρήσεις του ότι ανάλογη διαβούλευση στο παρελθόν έμεινε στα συρτάρια ή στον κάλαθο των αχρήστων. Οι υπεύθυνοι του υπουργείου θα πρέπει τουλάχιστον, όταν ετοιμαστεί το σχέδιο νόμου, να στείλουν στους σχολιαστές το σκεπτικό του κειμένου τους ώστε να ξέρουμε αν και πώς χρησίμευσε η διαβούλευση. Για τον τρόπο επιλογής των εκπαιδευτικών. Η πρωταρχική έλλειψη έγκειται στην ανυπαρξία προετοιμασίας των εκπαιδευτικών στη διδασκαλία γλώσσας και πολιτισμού σε ιδιόμορφα κοινά (παιδιά/έφηβοι ελληνόφωνων γονέων/μεικτών ζευγαριών/αλλόφωνων, ενήλικες ελληνικής καταγωγής και μη, ξένοι φοιτητές...). Σε άλλες χώρες (π.χ. Γαλλία)η ειδικότητα έχει αυτόνομη ύπαρξη στα πανεπιστήμια. Έως ότου λειτουργήσει αυτή η προετοιμασία : Βασικό κριτήριο, η γλωσσομάθεια, τουλάχιστον για τις χώρες όπου αυτό είναι δυνατόν, με εξετάσεις για όλους, ανεξαρτήτως κατοχής πτυχίων γλώσσας, και, φυσικά, με επαλήθευση των 4 γλωσσικών δεξιοτήτων όπως συμβαίνει με όλες τις γλωσσικές εξετάσεις, μηδέ εξαιρουμένου και του πιστοποιητικού ελληνομάθειας. Επίσης συνέντευξη ή, για την ευκολότερη αντιπαραβολή, γραπτή έκθεση για τα κίνητρα του υποψήφιου προς απόσπαση. Η προκήρυξη των συγκεκριμένων θέσεων απόσπασης να προηγείται του διαγωνισμού και οι υποψήφιοι να δηλώνουν εξαρχής τις επιθυμίες τους. Έτσι αποφεύγεται και η τάση της συμμετοχής υποψήφιων που μόνο κίνητρό τους είναι η αλλαγή περιβάλλοντος. Επί ισοβαθμίας να προσμετρώνται και άλλα τυπικά προσόντα ή κοινωνικές ιδιαιτερότητες. Σχετικά με τις αποσπάσεις σε ΑΕΙ το υπουργείο πρέπει να αποφασίσει τι θέλει, απλούς διδάσκοντες ή διδάσκοντες ερευνητές. Λογικότερο θα ήταν το δεύτερο, οπότε επιπρόσθετο κριτήριο τόσο αρχικά της απόσπασης (συμβαίνει ήδη) όσο και της ανανέωσής της (δεν υφίσταται)θα πρέπει να είναι και η παραχθείσα έρευνα. Ανάλογα θα πρέπει να καθοριστεί επακριβώς και το ωράριο εργασίας, νεφελώδες προς το παρόν (δεν πρέπει να υπερβαίνει το αντίστοιχο της Ελλάδας προβλέπει ο νόμος, αλλά δεν διευκρινίζει ποιο ωράριο, γενικού λυκείου, προτύπου, πειραματικού, υποδοχής ή πανεπιστημίου εφόσον συνδέεται και με την έρευνα). Οι αποσπάσεις δεν πρέπει να υπόκεινται σε χρονικό περιορισμό, που είναι εντελώς αυθαίρετος (3+2 έτη στη δευτεροβάθμια, 3+5 στην τριτοβάθμια). Τι δικαιολογεί την διαφοροποίηση, και παίζοντας την κολοκυθιά θα ρωτούσε κανείς εύλογα, γιατί να μην είναι 4 ή 7 ή 12 έτη; Πάντως δεν υπακούει σε κανένα παιδαγωγικό κριτήριο και μάλλον εξυπηρετεί μικροσυνδικαλιστικές σκοπιμότητες. Είναι πασίγνωστο ότι αντίθετα η ομηρία του χρονικού ορίου προκαλεί συχνά έλλειψη επένδυσης από τον εκπαιδευτικό στο έργο του (δεν βαριέσαι, περαστικοί είμαστε, ή εγώ θα σκοτωθώ για να επωφεληθεί ο επόμενος συνάδελφος, κλπ., κάτι που παρατηρήθηκε στα δυσπρόσιτα σχολεία, εξ ου και η κατά καιρούς θέσπιση ελάχιστης παραμονής), αίσθημα παραίτησης λόγω απουσίας προοπτικής και σπατάλη για την υπηρεσία της αποκτηθείσας εμπειρίας. Το σχόλιο συναδέλφου σχετικά με τους μόνιμους και τους περαστικούς και η σύγκριση με την Ελλάδα αποτελεί σόφισμα. Το ζητούμενο είναι να λειτουργούν οι θεσμοί και οι υπάρχοντες νόμοι. Αν κάποιος εκπαιδευτικός δεν ικανοποιεί είτε λόγω ανεπάρκειας είτε λόγω αδιαφορίας, να ανακαλείται αμέσως. Στα ΑΕΙ υπάρχει μηνιαία και ετήσια έκθεση προϊσταμένου, το ίδιο να ισχύει και για την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Δηλαδή, η υποτιθέμενη επόπτευση να είναι πραγματική και ουσιαστική. Οι εκ του πονηρού χρονικοί περιορισμοί των αποσπάσεων και η σύνδεσή τους με την παροχή ή μη επιμισθίου είναι άλλη παγκόσμια ελληνική πρωτοτυπία που έχει προκαλέσει προσωπικά και οικογενειακά δράματα, που έχει οδηγήσει εκπαιδευτικούς και τις οικογένειές τους στην εξαθλίωση (ωραία εικόνα για την Ελλάδα στο εξωτερικό), και προξένησε διχόνοιες μεταξύ των εκπαιδευτικών, αντισταγματικές ανισότητες και εν γένει τραγελαφικές καταστάσεις. Καμαρώστε λίγο. Άλλοι παίρνουν επιμίσθιο και άλλοι όχι ασκώντας την ίδια εργασία κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Άλλοι κατηγορούν κι άλλοι κατηγορούνται για λευκούς γάμους. Κάποιοι έχουν την τύχη να έχουν συνάψει γάμο πριν από κάποια ημερομηνία (αυθαίρετη κι αυτή) και παραμένουν στο εξωτερικό, άλλοι διαλύουν τις οικογένειές τους. Άλλοι υπερβαίνουν το χρονικό όριο λόγω γάμου χωρίς επιμίσθιο και κάποιο, χωρίς κανέναν λόγο κοινωνικού χαρακτήρα, υπερβαίνουν το όριο με επιμίσθιο γιατί, αν και υπεράριθμοι πολλές φορές, κρίνονται αναντικατάστατοι. Σταματώ εδώ, αν και υπάρχουν και πιο ακραίες καταστάσεις με υιοθεσίες, ασθένειες, αποσπάσεις σε εκκλησίες, ιερωμένους που υπόκεινται σε άλλο καθεστώς, και δεν συμμαζεύεται. Μόνος περιορισμός λοιπόν η αντικειμενική ύπαρξη απασχόλησης και η άψογη ανταπόκριση του εκπαιδευτικού στο έργο του, και φυσικά, η επιθυμία του για παραμονή στη θέση του. Επιμίσθιο για όλους τους αποσπασμένους. Και κάτι για την αμοιβή. Το ύψος της πρώτα. Πέρα από τη μείωσή του, που ας πούμε γίνεται αποδεκτή στο βαθμό που αντιστοιχεί στην ανάλογη μείωση αποδοχών στην Ελλάδα, άραγε γνωρίζουν οι αρμόδιοι τα εξής; Τα επιμίσθια είχαν παραμείνει στάσιμα επί 11 έτη. Ο πληθωρισμός δεν είναι ο ίδιος σε όλες τις χώρες και οι ισοτιμίες μεταβάλλονται ακατάστατα. Τέλος, με ποια λογική το επιμίσθιο, που είναι επιπλέον βοήθημα για να καλύψει το ιδιαίτερο κόστος ζωής σε άλλη χώρα και που αναγνωρίζει το ίδιο το κράτος, θεωρείται φορολογήσιμο εισόδημα (συνεπώς μικραίνει και δεν ανταποκρίνεται πια στο ποσό που το ίδιο το κράτος αναγνώρισε); Οι αποσπασμένοι σε ΑΕΙ πετυχαίνουν σε διαγωνισμό αυξημένων προσόντων. Ωστόσο, ούτε μια συμβολικού χαρακτήρα διαφοροποίηση δεν επιβραβεύει τα αυξημένα τους προσόντα. Κι επειδή συναναστρέφονται και τους πανεπιστημιακούς του εξωτερικού, τουλάχιστον στις Δυτικές χώρες κρύβονται για να κρύψουν τη μιζέρια τους. Ο τρόπος. Επιμίσθιο και μισθός να καταβάλλονται ταυτόχρονα σε λογαριασμό στο εξωτερικό (το επιμίσθιο δεν επαρκείσε πολλές χώρες), και την ενδεχόμενη τραπεζική προμήθεια να την καλύπτει το κράτος. Και φυσικά, να εκλείψει το απαράδεκτο χρόνιο φαινόμενο της καθυστέρησης καταβολής του επιμισθίου τους πρώτους μήνες κάθε έτους.