• Σχόλιο του χρήστη 'ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΝΑΣΤΟΣ' | 27 Απριλίου 2011, 00:28

    Η καταχώρισή μου επικεντρώνεται στον τρόπο προσμέτρησης των παραμέτρων που σχετίζονται με την ‘οικογενειακή κατάσταση’, την ‘υγεία/ αναπηρία’ και τις ‘σπουδές’ στη διαδικασία αποσπάσεων των εκπαιδευτικών. 1. Αρχικά, θεωρώ πως η συγκριτικά μακροσκελής παράγραφος στην οποία εξετάζονται οι ποικίλες υποπεριπτώσεις της ‘οικογενειακής κατάστασης’ (3.2.3.α) θα μπορούσε αφενός να απλοποιηθεί και, αφετέρου, να οδηγεί σε μια δικαιότερη κατανομή των μονάδων. Ενώ είναι αιτιολογημένη η μοριοδότηση της ύπαρξης ανήλικων παιδιών ή παιδιών που σπουδάζουν (εφόσον διευκολύνεται η μετακίνηση του /της υπαλλήλου ΩΣ ΓΟΝΕΑ), ωστόσο, θεωρώ ότι η μοριοδότηση της συνυπηρέτησης με 10 μονάδες είναι (συγκριτικά με άλλες) υπερβολική και επίσης χρειάζεται να τεθεί σε άλλη βάση, ώστε να μην αδικούνται οι υπόλοιπες κατηγορίες. Η μετακίνηση/ τοποθέτηση του ζεύγους υπαλλήλων οφείλει να γίνεται με βάση τη μοριοδότηση εκείνου εκ των δύο που είναι ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΗ. Μονάδες συνυπηρέτησης πρέπει να δίδονται μόνον εφόσον η μετακίνηση του/της συζύγου με την υψηλότερη μοριοδότηση θεωρείται αδύνατη με καθαρά υπηρεσιακούς όρους (αδυναμία αντικατάστασης ή απουσία ανάλογης θέσης στην περιοχή όπου υπηρετεί ο/η άλλος/η σύζυγος). Επίσης, μονάδες συνυπηρέτησης χρειάζεται να προβλεφθούν για εκείνους των οποίων ο/η σύζυγος υπηρετεί στον ιδιωτικό τομέα. Όλες οι οικογένειες οφείλουν να αντιμετωπισθούν με ίσους όρους. Κυρίως όμως, θεωρώ πως η μοριοδότηση του ‘γάμου’ ως ανεξάρτητης ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΗΣ παραμέτρου (4 μονάδες) είναι περιττή αλλά και άδικη. Εάν, για παράδειγμα, ο έγγαμος υπάλληλος αιτείται μετακίνησης για λόγους που ΔΕΝ περιλαμβάνουν τη συνυπηρέτηση, γιατί θα πρέπει να τύχει ευνοϊκότερης μεταχείρισης από την υπηρεσία για το γεγονός και μόνο ότι είναι έγγαμος; Θεωρώ πως εάν δεν τίθεται ζήτημα συνυπηρέτησης, οι έγγαμοι θα πρέπει να κρίνονται με βάση τα ίδια κριτήρια με τις άλλες κατηγορίες για τους λόγους που εκθέτω αμέσως παρακάτω. Είναι προφανές πως με την προτεινόμενη μοριοδότηση γάμου και συνυπηρέτησης (4+10 μονάδες) αδικείται η θέση άλλων κατηγοριών, όπως για παράδειγμα της μονογονεϊκής οικογένειας, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση, η ιδιαιτερότητα της οικογενειακής κατάστασης καθεαυτή μοριοδοτείται μόνον σε συνάρτηση με την ύπαρξη ανήλικων παιδιών ή παιδιών που σπουδάζουν, ενώ παράλληλα δε μπορούν να συντρέχουν λόγοι συνυπηρέτησης. Συνεπώς, καθίσταται κατά πολύ δυσκολότερο για μια ‘μόνη’ μητέρα (άγαμη ή σε χηρεία) να αποσπασθεί, για παράδειγμα στον τόπο κατοικίας των γονιών της, όπου θα μπορούσε ίσως να διασφαλίσει καλύτερες συνθήκες για την ανατροφή των παιδιών της, από μια έγγαμη υπάλληλο (με ή χωρίς παιδιά), η οποία προσπαθεί να επιτύχει ανάλογη μετακίνηση. Στο προτεινόμενο πλαίσιο, εξίσου αδικημένος είναι και ο ‘μόνος’ πατέρας, ενώ σε κάθε περίπτωση, η θέση του ‘μόνου’ γονιού καθίσταται συγκριτικά ακόμη δυσμενέστερη, εάν πρόκειται για περίπτωση διάστασης ή διάζευξης (εφόσον οι περιπτώσεις αυτές μοριοδοτούνται μόνο σε συνάρτηση με την ύπαρξη παιδιών). Αναφέροντας τα παραπάνω, δεν υποστηρίζω καθόλου την επέκταση ή την αύξηση της μοριοδότησης για κάθε ιδιαίτερη υποπερίπτωση προσωπικής/ οικογενειακής κατάστασης, αλλά αντίθετα, τον περιορισμό της σε απολύτως σαφείς και μη αντικρουόμενες παραμέτρους και ανάγκες (ήτοι: 1. ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΗ ΑΝΑΤΡΟΦΗΣ ΠΑΙΔΙΩΝ & 2. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΣΥΝΟΧΗΣ). Συνεπώς, ο νομοθέτης χρειάζεται να αποφύγει τη διακριτική μεταχείριση της οικογενειακής κατάστασης των υπαλλήλων με βάση την έμμεση αξιολόγηση των προσωπικών τους επιλογών ή των συγκυριών της ζωής τους. Εάν, για παράδειγμα, μοριοδοτηθεί ξεχωριστά η έγγαμη οικογενειακή κατάσταση απλώς διότι αποτελεί κυρίαρχο πρότυπο ή διότι ίσως εκφράζει μια κυρίαρχη κοινωνική πλειοψηφία, γιατί να μη μοριοδοτηθεί η διάσταση/ διάξευξη για την πιθανή οδύνη και τις δυσκολίες που προκαλεί η αστοχία επιλογής συντρόφου, όπως άλλωστε και η χηρεία για την ίδια την τραγικότητα του γεγονότος; Κατ’ επέκταση, θα μπορούσε να υποστηριχθεί η ανάγκη μοριοδότησης των άγαμων υπαλλήλων για τις πιθανές δυσκολίες, ατυχίες και απογοητεύσεις που συνοδεύουν την πιθανή, ανεπιτυχή αναζήτηση κατάλληλου συντρόφου ή την πιθανή, χρόνια και ίσως μη επιλεγμένη μοναξιά τους (ποιος άραγε θα μπορούσε να γνωρίζει επακριβώς τις προσωπικές συνθήκες της ζωής του καθενός;). Γιατί θα έπρεπε ζητήματα προσωπικής επιλογής να αφορούν σε τέτοιο βαθμό την υπηρεσία ή να επηρεάζουν το επαγγελματικό προφίλ των υπαλλήλων; Με όλα τα παραπάνω προσπαθώ να καταδείξω πως η οικογενειακή κατάσταση, είτε ως αποτέλεσμα (καλής ή κακής) τύχης, είτε ως αποτέλεσμα επιλογής, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ να αποτελεί καθεαυτή παράγοντα ιδιαίτερης υπηρεσιακής μεταχείρισης ΠΑΡΑ ΜΟΝΟΝ, εάν παράλληλα συντρέχουν ουσιαστικοί και συγκεκριμένοι λόγοι, για τους οποίους ο υπάλληλος χρήζει διαφοροποιημένης υποστήριξης και διευκόλυνσης, όπως είναι (κατά σειρά προτεραιότητας) οι λόγοι υγείας/ αναπηρίας του ιδίου ή συγγενικού προσώπου πρώτου βαθμού, η ύπαρξη/ επιμέλεια ανήλικων παιδιών ή η συνυπηρέτηση (με τους όρους που τέθηκαν παραπάνω). Θα ήθελα επίσης να προσθέσω πως τα κοινωνικά κριτήρια (ιδιαίτερα εκείνα που αφορούν ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ, όπως π.χ. ο γάμος και η τεκνοποιεία) δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υπερβαίνουν και να επισκιάζουν τον ΚΟΡΜΟ των βασικών υπηρεσιακών κριτηρίων (ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ/ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑ, ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ κτλ.), διότι έτσι συνεχίζουμε να ενθαρρύνουμε ένα σύστημα υποκατηγοριών και εξαιρέσεων, το οποίο δεν ευνοεί κανενός είδους πρόοδο και βελτίωση. Τη δεδομένη στιγμή, ΣΥΝΟΛΙΚΑ, ο πλανήτης ΓΗ πάσχει από ΥΠΕΡΠΛΗΘΥΣΜΟ & ΦΤΩΧΕΙΑ. Επομένως, οφείλουμε να δούμε το ζήτημα της υπογεννητικότητας που υπάρχει στην Ελλάδα σ’ αυτή τη βάση και να είμαστε περισσότερο ειλικρινείς απέναντι σ’ εκείνους που κατέληξαν να θεωρούν ως ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑ την (κατά βούληση) τεκνοποιεία και, κατ’ επέκταση, το να απολαμβάνουν ως ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑ τις σχετικές διευκολύνσεις της πολιτείας. Τα παιδιά είναι το μέλλον, αλλά οι γονείς τους τα φέρνουν στη ζωή με προσωπική τους επιλογή. Σκεφθείτε κι εκείνους (τους κατά τα άλλα αξιόλογους συνανθρώπους μας) που για πλείστους λόγους δεν είναι σε θέση να τεκοποιήσουν (αν και ίσως το επιθυμούν)... 2. Ανάλογα τρωτά σημεία εντοπίζονται στο 3.2.3.β αναφορικά με ζητήματα υγείας/ αναπηρίας, όπως είναι οι βαριές και δυσίατες ασθένειες. Εδώ υπάρχει τεράστια απόκλιση ανάμεσα στις περιπτώσεις που τα προβλήματα υγείας αφορούν τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο, τον/ την σύζυγο ή τα παιδιά τους και σ’ εκείνα που αφορούν άλλους συγγενείς πρώτου βαθμού (γονείς, αδέλφια). Κι αναρωτιέται κανείς: Είναι λιγότερο το ‘φορτίο’ που επωμίζεται κάποιος, ο οποίος βρίσκεται στη μάλλον δυσάρεστη θέση της αναπόφευκτης φροντίδας ενός γονιού ή αδερφού με αναπηρία/ δυσίατη νόσο από εκείνο που επωμίζεται κάποιος που επιβαρύνεται με την επιμέλεια συζύγου ή παιδιού με ανάλογα προβλήματα; Κι αν ακόμη αποδεχθούμε ότι όντως υπάρχει κάποια ποιοτική διαφορά ανάμεσα στις δύο υποπεριπτώσεις, είναι άραγε αρκετή, ώστε να δικαιολογεί τόσο άνιση μεταχείριση της πρώτης συγκριτικά με τη δεύτερη; (βλ. αντίστοιχα, 20 και 3 μονάδες για ποσοστό αναπηρίας 67%). 3. Τέλος, θα ήθελα να σταθώ στη μοριοδότηση της πραγματοποίησης σπουδών για απόκτηση μεταπτυχιακού ή άλλου τίτλου (3.2.3.δ). Είναι γεγονός πως τελευταία επικρατεί μια αρκετά εκτεταμένη αμφισβήτηση και απαξίωση των περαιτέρω σπουδών, η οποία εκφράζεται, τόσο στο πλαίσιο των απόψεων που κατακλύζουν την επικαιρότητα και τις πρόσφατες διαβουλεύσεις, όσο και στο πλαίσιο του νέου νόμου, με τη μορφή αντιφάσεων και ανορθολογικών διακρίσεων (βλ. επιλογή διευθυντών σχολικών μονάδων: δεύτερο πτυχίο > 3 μονάδες, ενώ το δεύτερο μεταπτυχιακό > 0 μονάδες). Δηλαδή ο πρώτος κύκλος σπουδών μοριοδοτείται γενναιότατα την ώρα που ο (ακαδημαϊκά ανώτερος σε πανευρωπαϊκό/ παγκόσμιο επίπεδο) δεύτερος κύκλος σπουδών μηδενίζεται. Δεν επιθυμώ να επεκταθώ περισσότερο στο συγκεκριμένο θέμα, ωστόσο το θεωρώ ως σοβαρή αστοχία, η οποία είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε αποκλεισμό αξιόλογων συναδέλφων. Παρόλα τα παραπάνω ζητήματα, είναι γεγονός ότι οι περαιτέρω σπουδές αποτελούν για πάρα πολλούς συναδέλφους βασικό μέσο ουσιαστικής (και όχι απλώς τυπικής) αυτοβελτίωσης τους. Πρόκειται για μια προσωπική επιλογή (όπως άλλωστε είναι ο γάμος, η απόκτηση παιδιών ή η αγορά ενός σπιτιού) με βάση την οποία κάποιοι άνθρωποι θέτουν διαφορετικές προτεραιότητες σε σχέση με κάποιους άλλους (εφόσον άλλωστε ο καθένας κατανέμει το χρόνο και τους υλικούς του πόρους με διαφορετικό τρόπο). Η μοριοδότηση της πραγματοποίησης σπουδών μόλις με 2 μονάδες (συγκριτικά με άλλες παραμέτρους), αποτελεί ειρωνεία για εκείνους που τις πραγματοποιούν. Εάν μάλιστα αναλογιστούμε ότι η συμμετοχή σε κάποιο πρόγραμμα σπουδών, πέρα από τη απαιτούμενη φυσική παρουσία του φοιτούντος και τις συχνές μετακινήσεις, προϋποθέτει πολλές επιπλέον θυσίες σε επίπεδο οικονομικό και προσωπικό, καθίσταται προφανές ότι η προτεινόμενη ρύθμιση αποτελεί μάλλον ένα αντικίνητρο προς αυτή την κατεύθυνση. Ολοκληρώνοντας, θέλω να πιστεύω πως δεν αποτελεί στόχο των συντακτών της παρούσας αναμορφωτικής πρότασης το να επιτείνουν τις υπάρχουσες ή το να δημιουργήσουν νέες αδικίες. Ωστόσο, θεωρώ πως οι αντισταθμιστικοί παράγοντες για τις περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν μπορούν και επιβάλλεται να διασφαλιστούν με περισσότερο ακριβοδίκαιο τρόπο. Για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζεται να δει κανείς το σύνολο των περιπτώσεων από τη σκοπιά εκτίμησης των πραγματικών αναγκών του συνόλου των υπαλλήλων, πέρα και έξω από την οπτική της όποιας κυρίαρχης κοινωνικής ή συντεχνιακής πλειοψηφίας. Συμπερασματικά θεωρώ πως στο πλαίσιο της παραγράφου 3.2.3. θα πρέπει να μοριοδοτηθούν μόνον τα ακόλουθα, κατά την εξής σειρά προτεραιότητας και συντελεστή βαρύτητας (κατά φθίνουσα πρόοδο και με ανώτατο όριο τις 10 μονάδες ανά περίπτωση): 1) η δυσίατη νόσος/ αναπηρία του υπαλλήλου ή η επιμέλεια συγγενών πρώτου βαθμού με ανάλογο πρόβλημα (χωρίς διάκριση είδους συγγένειας, παρά μόνο βαθμού και κατά προτεραιότητα εκτός διαδικασίας για αναπηρίες άνω του 80%), 2) η επιμέλεια παιδιών, 3) η πραγματοποίηση σπουδών στην περιοχή και 4) η εντοπιότητα. Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί η μοριοδότηση της προϋπηρεσίας (1 μονάδα ανά έτος υπηρεσίας για τις αποσπάσεις) ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για τις αποσπάσεις σε ειδικές κατηγορίες σχολείων (Πειραματικά, Διαπολιτισμικά, Ειδικά κτλ.) θα πρέπει να ισχύσουν ΜΟΝΟΝ ακαδημαϊκά και υπηρεσιακά κριτήρια (τίτλοι σπουδών, επαγγελματικές επιτεύξεις, επαγγελματική εμπειρία και έτη προϋπηρεσίας), όπως και στις μεταθέσεις.