• Σχόλιο του χρήστη 'Παναγιώτης Βαρλάγκας' | 6 Ιανουαρίου 2010, 19:27

    Εγράφη το σόφισμα: "Στη Δημοκρατία αποφασίζει η πλειοψηφία, δεν αποφασίζει το 44% των ψηφισάντων που αντιπροσωπεύει αυτή τη στιγμή η Κυβέρνηση" (!) *Ουδέν σφαλερότερον!* Στην Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία αποφασίζει η πλειοψηφία των *Aντιπροσώπων* του λαού. Ιδού, προς επίρρωσιν της αντικρούσεως του όλως σαθρού και ανιστόρητου αυτού σοφίσματος, ο Ν. Ι. Σαρίπολος, "Πραγματεία του Συνταγματικού Δικαίου", 1851, σελ. 53-55, 59, 101, 279, 290, 292-294, 301-305, 307, 334-337: "Η κυριαρχία ανήκει εις όλον το έθνος• [...] αλλά πώς εξασκείται; τούτο εξεταστέον. Αμέσως παρίσταται διχαζόμενον το περί εξασκήσεως της κυριαρχίας ζήτημα• όθεν ζητείται, Α. Αν όλη η κοινωνία πρέπει ή δύναται να εξασκή αυτήν. Β. Αν όλη δεν δύναται να εξασκή την κυριαρχίαν άρα όλη δεν μετέχει αυτής. Ως προς το πρώτον ζήτημα [...] σύμπασα η κοινωνία μετέχει της κυριαρχίας, αλλ' αίτιά τινα κωλύουσιν αυτήν όπως και όλη απευθείας ενεργή αυτήν. Διότι ίνα δύνηται η κοινωνία να πράττη την απ' ευθείας της κυριαρχίας ενέργειαν, είναι ανάγκη ώστε διαρκώς να διατελή ασχολουμένη προς εξάσκησιν των τριών της κυριαρχίας έργων, τουτέστι α, του νομοθετείν, β, του δικάζειν, και γ, του εκτελείν. Πού λοιπόν τοσαύτη σχολή εις όλον το κοινωνικόν σώμα, πού δε το μέσον, αν τούτο ήναι διεσπαρμένον εις μεγάλην επικρατείας έκτασιν, ώστε να συνέρχηται διαρκώς πρός ενέργειαν των κυριαρχικών αυτού δικαιωμάτων; [...] Ώστε πρόδηλον, ότι [οι] άρτιοι πολίται δι' εντολής θέλουσιν αναθέσει είς τινάς εξ αυτών την εν ονόματι όλων εξάσκησιν της κυριαρχίας. Ως προς το δεύτερον δε ζήτημα απαντώμεν, ότι η μη αυτοπροσώπως διαχείρησις δικαιώματός τινος δέν σημαίνει την του δικαιώματος τούτου στέρησιν• διότι τίς ποτ' εφαντάσθη ότι ο ανήλιξ δεν δύναται να έχη ιδιοκτησίαν, διά τον λόγον ότι αφ' εαυτού δεν διαχειρίζεται αυτήν; [...] Πρόδηλον άρα, ότι ουδέν συμπέρασμα δύναται να εξαγάγη τις εκ των άνω ρηθέντων προς αναίρεσιν της αρχής, ότι η κυριαρχία ανήκει εις όλην την κοινωνίαν, καί τοι μη απευθείας παρ' όλης ενεργουμένη. Προς το ότι η κυριαρχία δεν ενεργείται παρ' όλου του κοινωνικού σώματος ουτ' απευθείας ούτε κατ' εντολήν, προσθέτομεν ότι ουδέ συνεχώς εξασκή αυτήν, διότι κυριαρχική πράξις κυρίως είναι του πολιτεύματος του έθνους η σύνταξις, διά του πολιτεύματος δε θέλει ορισθή η έκτασις της ενεργείας των του κράτους αρχών, και θέλουσιν ασφαλισθή τα αναφαίρετα παντός μέλους της κοινωνίας δίκαια. Άμα δε το έργον τούτο περαιωθή, τότε άρχεται η τακτική κίνησις των καθεστηκυιών αρχών, και ο *συλλήβδην* κυρίαρχος λαός γίνεται *κατ' άτομον* υπήκοος. [...] Της φυσικής του ανθρώπου κοινωνικότητος φυσικωτάτη συνέπεια είναι η σύστασις μιας κυβερνήσεως, η δ' ύπαρξις θατέρας των δύο άνευ της άλλης είναι αδύνατον. Η σύστασις μιας κυβερνήσεως είναι αναγκαία ου μόνον διότι [...] πλείστα της κοινωνίας άτομα ουδόλως εισίν εις κατάστασιν να εκφράσωσι θέλησιν μετά λόγου, αλλά και διότι αυτά τα πλήρη την βούλησιν έχοντα δεν δύνανται πάσης άλλης βιωτικής μερίμνης παραιτούμενα να πράττωσι τα πολιτικά, συμβουλευόμενα, ή συνδικάζονται ή συνεκτελούντα. Δύο λοιπόν εισι κυρίως τα αίτια τα την σύστασιν της κυβερνήσεως προκαλούντα, το πολυάριθμον δηλονότι και πολυάσχολον της των πολιτών πληθύος και η μη κατ' ίσον λόγων διανοητική όλων ανάπτυξις. Τουντεύθεν μη δυναμένη σύμπασα η κοινωνία ομόθεν να συναρμολογή τον πολιτικόν αυτής διάκοσμον προς τα ανάγκας, ήθη και έθιμά της, ανατίθησι την φροντίδα ταύτην είς τινα αριθμόν πολιτών, όπως διά των καταλλήλων μέσων προαγάγωσιν αυτήν προς τον σκοπόν και την ευδαιμονίαν της. [...] [...] Ο κυρίαρχος και βούλεται, όθεν το νομοθετείν είναι η εναργεστέρα της κυριαρχίας έκφανσις, επειδή δε η κυριαρχία εναπόκειται εις την ολομέλειαν του έθνους, άρα ο λαός είναι αυτοδικαίως νομοθέτης, ήτοι δύναται να διατάξη τους όρους εκείνους, υφ' ους διακοσμούμενος νομίζει ότι δεξιώτερον δύναται να προοδεύση και ευχερέστερον να ευδαιμονήση. [...] [Η] εν Αγγλία στάσις των Βαρόνων ηνάγκασεν [τον Ιωάννην τον Ακτήμονα] να υπογράφη την κατάργησιν των περί θήρας σκληρών νόμων του Γουλιέλμου, και να θέση την κρηπίδα του συνταγματικού πολιτεύματος αποδειχθείς τον μέγαν χάρτην την 19 Ιουνίου του 1215 μ.Χ. [...] Πρώτον και άξιον παρατηρήσεως είναι το εισαγαγόν νέα στοιχεία εις την γενικήν συνέλευσιν συμβάν. Οι ιδιοκτήται, οίτινες εξηρτώντο το πριν αμέσως από τον Βασιλέα, έσχον το δικαίωμα να μετέχωσι των πολιτικών, επειδή δε καθό πολυάριθμοι και εις μεγάλην επικρατείας έκτασιν διεσπαρμένοι δεν ηδύναντο αυτοπροσώπως να πολιτεύονται, ωκονόμησαν την δυσχέρειαν ταύτην δύο εξ εκάστου κομητάτου πέμποντες αντιπροσώπους, ούς αυτοί οι ίδιοι εξέλεγον• ΕΝΤΕΥΘΕΝ Η ΠΡΩΤΗ ΕΦΕΥΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΔΙ' ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΑΡΙΣΤΑΣΘΑΙ [Σ.Σ. η έμφαση δική μου], ης ουδέν προ της Αγγλίας παρ' ουδενί άλλω έθνει ευρίσκομεν παράδειγμα. Οι υπό των κομητάτων εκλεγόμενοι αντιπρόσωποι ωνομάζοντο ιππόται (Knights), ηρούντο δ' αυτούς πάντες οι ιδίαν κτηματικήν περιουσίαν κτώμενοι και free-holders κατά το Αγγλικόν καλούμενοι δίκαιον. Δεύτερον αξιοπαρατήρητον συμβάν είναι η των κοινοτήτων (communes [Σ.Σ. Αγγλ.: commons]) αντιπροσώπευσις εν των κοινοβουλίω, ΗΤΙΣ ΟΥΔΟΛΩΣ ΠΡΟΤΕΡΟΝ ΥΠΗΡΧΕ [Σ.Σ. η έμφαση δική μου], εισήχθη δε ολίγον ύστερον της των κομητάτων αντιπροσωπεύσεως, καθώς δε ταύτα ούτω και αι πόλεις έσχον το δικαίωμα να εκλέγωσι δύο εκάστη πολίτας προς αντιπαράστασιν της κοινότητος. [...] [Τ]α πρώτα συγκλητήρια γράμματα, ά εξεδόθησαν προς συγκάλεσιν των κοινοτήτων, φέρουσι την εποχήν 12 Δεκεμβρίου 1264, [...] βεβαιούται ωσαύτως υπό συγχρόνου τινός ιστορικού, ότι συνεδρίασαν εν τω κοινοβουλίω το 1269[.] [...] [...] Αλλ' επί το προκείμενον [.] Αρχή παντός ελευθέρου πολιτεύματος είναι, ότι εις πάσαν ελευθέραν πολιτείαν ο πολίτης αφ' εαυτού πρέπει να κυβερνάται. Εκ ταύτης φυσικώς έπεται ώστε το σύνολον των πολιτών την νομοθετικήν να εξασκή αρχήν, διότι υπ' αυτής κυρίως πάσα η κυβερνητική του κράτους διακόσμησις ρυθμίζεται• επειδή όμως τοιούτον σύστημα εις μεν τα μεγάλα κράτη όλως αδύνατον είναι, εις δε τα ήττονα μύρια παρέχει ατοπήματα, προτιμότερον κρίνεται το είδος εκείνο καθ' ό ο λαός διά των αντιπροσώπων αυτού, ήτοι εκείνων προς ούς εντέλλεται την εν ονόματι αυτού εξάσκησιν του νομοθετείν, πράττει ότι δυνάμει του κυριαρχικού αυτού δικαιώματος εδικαιούτο να πράξη αυτός ούτος. Αλλά το προ πάντων το αντιπροσωπευτικόν χαρακτηρίζον σύστημα δεν είναι βεβαίως η προσωρινή προς το νομοθετείν εντολή ήν δίδωσι το έθνος [...], αλλ' είναι η *ομοιότης* των αισθημάτων, είναι η *ταυτότης* των συμφερόντων, αίτινες εξ ανάγκης πρέπει να υπάρχωσι μεταξύ του έθνους εντελλομένου το νομοθετείν και των εντολοδόχων αυτού. Εκ της ανάγκης ταύτης ετέρα τις επίσης σπουδαία πολιτική εκπηγάζει χρεία, η της *αμέσου* δηλονότι συγκοινωνίας μεταξύ εντολέως και εντολοδόχου δι' όσων οίόν τε ευχερεστέρων τρόπων και συνεχεστέρων μέσων, τοιαύτα δε το κατά σύνταγμα πολίτευμα πλείστα παρέχει, μάλιστα δε τα του τύπου, των αναφορών, των εκλογών δι' ων ενεργεί την ηθικήν της δοθείσης εντολής εξέλεγξιν κτλ. Εκ τούτων άρα και η εις προς τους το νομοθετείν εντολοδόχους του λαού κατ΄εξαίρετον λόγον διδομένη ονομασία των *αντιπροσώπων του έθνους* Έτι δε το αντιπροσωπικόν σύστημα εκτός του ότι διευκολύνει την προς το άρχειν μετοχήν των πολιτών, χωρίς ως εκ τούτου να κωλύωνται των εργασιών αυτών, και να συζώσιν εις στενά επικρατείας όρια, έχει και έτερόν τι ου μικρόν πλεονέκτημα το να καλή εις την συζήτησιν των κοινών συμφερόντων τους αρίστους της πόλεως, εκείνους δηλονότι οίτινες των άλλων κρίνωνται ικανότεροι προς το να φωτίσωσι το έθνος διά των γνώσεών των, να ευδαιμονήσωσι την πόλιν διά της αφοσιώσεώς των, και ώς τινες καθηγεμόνες του λαού να παρίστανται διά των αρετών αυτών. Τουναντίον δ’ αι [άμεσοι] δημοκρατίαι των βελτίστων τούτων στερούνται προτερημάτων, διότι εν αυταίς η των μωρών ψήφος ισοδυναμεί τη των φρονίμων, διότι εν αυταίς δύο μωροί κρατούσιν ενός Σωκράτους, ή ενός Αριστοτέλους, ή ενός Πλάτωνος, ένεκα του ότι εκάστη ψήφος αριθμητικής μονάδος έχει αξίαν, αι δε των μωρών και περί τα πολιτικά απείρων μονάδες εν πάση πολιτεία (α) εισί πλειότεραι των ψήφων των φρονίμων. (α) Μάλιστα δε αν συγκρίνωμεν τα νεώτερα έθνη προς τα αρχαία θέλομεν έτι μάλλον πεισθή ότι αν πάντες οι πολίται παρά τοις νεωτέροις απ΄ ευθείας του πολιτεύματος μετελάμβανον, η απειρία ήθελε πλεονάζει μάλλον ή παρά τοις αρχαίοις, διότι [...] αι αρχαίαι πολιτείαι είχον τους δούλους, η δε δουλεία ην το οικτρόν ενίσχυμα των πολιτευμάτων εκείνων, επειδή παν ότι βάναυσον και εργώδες είχεν ο κοινωνικός βίος τούτο ην δουλική εργασία, όθεν οι πλείστοι των πολιτών διά δούλων τα του ζην ποριζόμενοι όλον το αναγκαίον προς το πολιτεύεσθαι είχον καιρόν, τα γυμνάσια δε, τα πολεμικά και την εν αγορά διαιτησίαν, ταύτα μόνα ως ελευθέροις πρέποντα ενόμιζον [.] [...] Αφού το νόμιμον και λογικόν της αντιπροσωπεύσεως απεδείξαμεν, οφείλομεν ήδη ν’ ανερευνήσωμεν τους χαρακτήρας, τουτέστι το είδος, υφ’ ο παρίσταται. Η αρχή εφ’ ης ερείδεται είναι η του έθνους κυριαρχία, ήτις εσωτερικώς διακλαδίζεται εις τας τρείς του κράτους εξουσίας, χωρίς ν’ αποστερήται αυτής ο κυρίαρχος λαός, αλλά και συντελεστικώτατον μέσον προς συντήρησιν της κυριαρχίας είναι η αντιπροσώπευσις, διότι υπαρχούσης της ανάγκης όπως προς σχηματισμόν του νόμου εκφράση αυτό το έθνος την θέλησίν του, ουδείς υπάρχει κίνδυνος με επιβλαβείς ψηφισθώσι νόμοι, επειδή εχέγγυα κατά τοιαύτης στυγεράς καταχρήσεως εισί α, η *συνεχής* των ηθικώς ευθύνας οφειλόντων αντιπροσώπων προς τους εκλογείς αυτών *παράστασις*• β, η ένεκα της παραστάσεως ταύτης *δημοσιότης* των διασκέψεων του νομοθετικού σώματος, διότι άλλως αμήχανον να το δικάζη ο λαός την διαγωγήν των εκλεκτών του• γ, ο *τύπος* όστις ουδέν άλλο, ή το προσφυέστατον της δημοσιότητος είναι όργανον, διότι δι’ αυτού ο λαός διδάσκεται τα συμφέροντά του και ενήμερος διατηρείται περί την των εκλεκτών αυτού διαγωγήν ήν θέλει βραβεύσει ή κατακρίνει κατά την ημέραν της εκλογής (α) (α) Πόσον παράλογος είναι η ακόλουθως ιδέα του Ρουσσώ, «Le people anglais pense être libre; il se trompe forte: *il ne l’est que durant l’élection des membres de parlement* ; Sitôt qu’ils sont élus il est esclaves il n’est rien » (Contrat social III ch, 15) ο Ρουσσώ θέλει την άμεσον εξάσκησιν της νομοθετικής εξουσίας• επειδή όμως αδύνατον το πολιτεύεσθαι διηνεκώς και εργάζεσθαι τα βιωτικά έργα ο *Ρουσσώ* (τις ήθελε το πιστεύσει!) δογματίζει ότι είναι ανάγκη δούλων όπως έχωσιν οι πολίται την αναγκαίαν προς τα πολιτικά σχολήν «Quoi! la liberté ne se maintient qu’a l’appui de la *servitude*? Peut-être” (J.J. *Rousseau*, ibid.) Παρακατιών όμως λέγει τα ενάντια... Αλλ’ ημείς και άλλοτε απειδείξαμεν ότι ο μεγαλήτερος ούτος και ευγλωττότερος των σοφιστών εις μυρίας προς εαυτόν περιπίπτει αντιφάσεις. [...] Αλλ’ οι αντιπρόσωποι ούτοι του λαού υπό τίνων να εκλέγωνται πρέπει; φυσικώς προς το ερώτημα τούτου απλουστάτη επέρχεται απάντησις, ότι υπ΄ εκείνων ους πρόκειται ν’ αντιπροσωπεύσωσι, δηλ. υπ’ αυτού του λαού• και όμως πολλοί δημοσιογράφοι τον τρόπον τούτον κατέκρινον, διά τον λόγον ότι ο λαός όπως εκλέξη τους ειδικούς περί την εντολήν ταύτων έχοντας γνώσεις είναι χρεία ειδήμων τούτων να είναι και αυτός ως εκλογεύς. Αλλά τούτο είναι σόφισμα, διότι και ιατρόν τον άριστον και δικηγόρον τον νομομαθέστερον, έκαστος των εν τη πόλει δύναται να επιδείξη, καί τοι μηδέ ιατρός, μηδέ νομικός ων. Όθεν και τον βέλτιον παντός άλλου δυνάμενον ν’ αντιπροσωπεύσει το έθνος δύναται να εκλέξη ελεύθερος λαός, χωρίς ένεκα τούτου πανδήμων να ήταν. Οι δύο μάλιστα των νεωτέρων πολιτικών προεξάρχοντες Μακιαβέλλης και Μοντέσκοις, ομοθύμως απεφάνθησαν, ότι ελευθέρας μενούσης της εκλογής, ο λαός ήκιστα απατάται, διότι καί τοι των πολιτικών τα καθέκαστα μη επιστάμενος καλώς των τούτων όμως κατόχους διακρίνει. [...] Τέσσαρά τινα απαιτούνται όπως έχει το έθνος τα πιστά εις μίαν συνέλευσιν, εις ην την εαυτού εντέλλεται αντιπροσώπευσιν• Α. Ιδιότητές τινες ωρισμέναι τού τε εκλογέως και του εκλεξίμου. Β. Άμεσος εκλογή. Γ. Μετακλητόν της εντολής μετά σύντομον προωρισμένον χρόνον. Δ. Ανάλογός τις αριθμός αντιπροσώπων προς την έκτασιν του τόπου και το πλήθος των κατοίκων. [...] [Α]ς εξετάσωμεν *θεωρητικώς* (α) αν συμφέρη εις τον λαόν να ψηφίζη τους νόμους δι’ αντιπροσώπων μάλλον ή αυτοπροσώπως αυτός ο ίδιος. (α) Λέγομεν *θεωρητικώς* διότι απεδείχθη ότι *πρακτικώς*, κατά τον σχηματισμόν μάλιστα των νεωτέρων πολιτειών, είναι αδύνατον σύμπας ο λαός να μεταλαμβάνη αμέσως του πολιτεύεσθαι. [...] Το να νομοθετή το έθνος δι’ αντιπροσώπων κατά πολύ συμφερώτερον είναι, ου μόνον διότι διά του μέσου τούτου ως κυρίαρχος ελευθέρως πολιτεύεται, χωρίς των βιωτικών αυτού εργασιών να κωλύηται, και τον προς παραγωγήν εθνικού πλούτου καιρόν αυτού να δαπανά, αλλά και διότι ειδικαί γνώσεις προς το έργον τούτο απαιτούνται, και διότι όσον πολυπληθεστέρα είναι η βουλευομένη ομήγυρις τοσούτον ήττον παρεσκευασμένος παρίσταται ο εν αυτή μέλλων να ενεργήση, έκαστος δε παρά των άλλων την σκέψιν περιμένων απρομελέτητος εν αυτή προσέρχεται• επειδή δε πρόκειται αναγκαίως ν’ αποφασισθή τι οι πλείστοι ως εκ τύχης την γνώμην αυτών εκφέρουσι (β). (β) Ως κομψώς περιέγραψε την θέσιν των αβούλων τούτου ο *Sismondi* εις παραπλησίαν τινά περίπτωσιν « Et c’est la suffrage qui est représenté comme une unité indivisible, comme précisément égal à celui d’un grand citoyen *dont la volonté est ferme, éclairée et vertueuse* – Nous dirigerons-nous sur la Chine ou sur la Californie ? – vient on demander à chaque matelot sur le vaisseau que nous supposons perdu au milieu de la mer du Sud: – Mais je ne sais pas où nous sommes, répond-il ; je ne sais pas la distance des côtes, je ne sais pas même s’il y a une Chine ou une Californie ; je ne veux pas voter, car je suis *hors d’état de faire un choix, d’avoir une volonté*. – N’importe, lui répond-on ; vous voterez et votre vote aura autant de poids de celui du plus habile. – La Chine, alors : le nom est plus court, et je m’en souviendrai mieux. » Etudes sure les Constit. Des peuples libres p. 53 [Μτφ. «Και είναι η ψήφος του εκλογικού σώματος που παριστάνεται σαν μια μονάδα αδιαίρετη, σαν ακριβώς ίδια με την ψήφο ενός μεγάλου πολίτη, το οποίου η βούληση είναι στέρεη, φωτισμένη και ενάρετη. – Να κατευθυνθούμε προς την Κίνα ή προς την Καλιφόρνια; - ερωτάται κάθε ναύτης στο πλοίο που υποθέτουμε χαμένο εν τω μέσω της Νότιας Θάλασσας: - Αλλά δεν ξέρω που είμαστε, απαντά• δεν ξέρω την απόσταση των ακτών, δεν ξέρω καν αν υπάρχει Κίνα ή Καλιφόρνια• δεν θέλω να ψηφίσω, διότι *δεν είμαι σε θέση να κάνω μια επιλογή, να έχω βούληση*. – Δεν έχει σημασία, του απαντούν• θα ψηφίσεις και η ψήφος σου θα έχει το ίδιο βάρος με εκείνη του πιο ικανού. – Την Κίνα, λοιπόν: το όνομα είναι πιο μικρό, και θα το θυμάμαι καλύτερα.»] Τι δε καλόν δύναται να περιμείνη τις εκ τύχης, και μάλιστα προκειμένου λόγου περί του σπουδαιοτάτου του νομοθετείν έργου, εξ ου πάσα μεν η κοινωνική ευδαιμονία εξαρτάται, ουδέποτε δε, όσον πλείστα αν ώσι τα προς την κατασκευήν του νόμου συντρέχοντα φώτα, δύναται να ως περιττά, ουδέποτε μάταιος η πλεονάζουσα μελέτη και σκέψις; Αν δε προς ταύτα προσθέση τις το συμφέρον ό ραδιούργοί τινες δύνανται να έχωσι προς το να παραπείσωσι την ομήγυριν, ήτις εξ αναρμοδίως παρεσκευασμένων προσώπων ούσα συγκεκροτημένη ευχεράστατα εξαπατάται, ποίον το εκ της επιπροσθήκης του τούτου ατοπήματος κακόν; Άρα μείζον έχει το έθνος συμφέρον να βουλεύηται δι’ αντιπροσώπων και δι’ αυτών να ψηφίζη τους νόμους καθ’ ους πρόκειται να πολιτευθή. Αλλά το συμφέρον τούτο έχει υπό τον όρον να κάμνη όσον οίόν τε αρίστην των αντιπροσώπων του εκλογήν.»