• Σχόλιο του χρήστη 'Σίμος Ι. Σαμαράς' | 7 Ιανουαρίου 2010, 00:55

    ΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ — Επί της διαίρεσης σε κεφάλαια Εφόσον το κεφάλαιο α΄ του σχεδίου νομοθετικής πρωτοβουλίας (εφεξής ΣχΝΠ) διαθέτει μόνο ένα άρθρο, δεν υπάρχει λόγος να είναι αποτελεί αυτοτελές κεφάλαιο σε σχέση με το κεφάλαιο β΄. Έτσι, τα άρθρα 1-11 ΣχΝΠ θα μπορούσαν να αποτελούν το κεφάλαιο α΄ με τίτλο αυτόν που ήδη υπάρχει, χωρίς διαίρεση σε κεφάλαιο β΄. Εξάλλου τα θέματα που ρυθμίζει το κεφάλαιο β΄ συνιστούν συνέχεια εκείνων του α΄. — Επί της συστηματικής κατάταξης της διάταξης Ο τρόπος κτήσης ιθαγένειας με το προτεινόμενο άρθρο 1Α του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (εφεξής ΚΕΙ) δεν αποτελεί παρά μια απλουστευμένη μορφή πολιτογράφησης. Και αποτελεί πολιτογράφηση, αφού το υποκείμενο της κτήσης της ιθαγένειας και ο τρόπος κτήσης της συμφωνεί σε γενικές γραμμές με το άρθρο 5 ΚΕΙ που αναφέρεται ρητά κατά τον υπέρτιτλο και τίτλο του στην πολιτογράφηση: τυποποιείται δηλ. κτήση ιθαγένειας από αλλοδαπό κατόπιν αιτήματός του με τη σύμφωνη γνώμη της πολιτείας που την απονέμει. Ο ορισμός αυτός της πολιτογράφησης κρατεί και στη νομική επιστήμη. Η διαφορά από την πολιτογράφηση του άρθρου 5 ΚΕΙ είναι η απουσία διακριτικής ευχέρειας στην κρίση και οι περιορισμένες προϋποθέσεις. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τη φύση της πολιτογράφησης και γίνεται παγίως δεκτό, ο καθορισμός των επιμέρους προϋποθέσεων αποτελεί καταρχήν αντικείμενο ελεύθερης διάπλασης από την πολιτεία που χορηγεί την υπηκοότητά της. Συνεπώς το προτεινόμενο άρθρο 1Α ΚΕΙ θα έπρεπε να βρίσκεται μετά το άρθρο 5 ΚΕΙ, ως άρθρο 5Α ΚΕΙ, χωρίς δικό του υπέρτιτλο, αλλά μόνο τίτλο που να αναφέρεται στο γεγονός ότι αποτελεί ειδική περίπτωση πολιτογράφησης. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ — Ως προς το προτεινόμενο άρθρο 1 ΚΕΙ Το προτεινόμενο άρθρο 1 ΚΕΙ αποτελεί αντιγραφή του ήδη ισχύοντος άρθρου 1 § 1 ΚΕΙ. Η τέταρτη παράγραφος του προτεινόμενου άρθρου 1Α ΚΕΙ αποτελεί διεύρυνση της δεύτερης παραγράφου του ισχύοντος άρθρου 1 ΚΕΙ. Για το λόγο αυτό, οι εν λόγω ρυθμίσεις θα έπρεπε να βρίσκονται ενταγμένες στο προτεινόμενο άρθρο 1 ΚΕΙ, και όχι έξω από αυτό, αφού ο τρόπος κτήσης της ιθαγένειας σ’ αυτές είναι αμιγώς η γέννηση και όχι η πολιτογράφηση. — Ως προς το προτεινόμενο άρθρο 1Α ΚΕΙ Το προτεινόμενο άρθρο 1Α ΚΕΙ εισάγει τρεις περιπτώσεις κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας αντίστοιχα στις παραγράφους 1, 2 και 4. § 1 Στην π ρ ώ τ η περίπτωση το τέκνο αλλοδαπών αποκτά αυτομάτως την ελληνική ιθαγένεια, εφόσον έστω κι ο ένας γονέας έχει ήδη συμπληρώσει πενταετή νόμιμη παραμονή στην Ελλάδα ή μόλις τη συμπληρώσει. Το κριτήριο αυτό δεν είναι πρόσφορο για την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας, γιατί δεν εγγυάται την ενσωμάτωση του τέκνου στην ελληνική κοινωνία. Ως προς το ίδιο το τέκνο, σαφώς και μόνη η γέννηση σε μια ξένη χώρα δεν ενσωματώνει αυτόν που γεννιέται εκεί στην αντίστοιχη κοινωνία. Απαιτείται η ανάπτυξη αυτού σε ένα περιβάλλον προσώπων που έχουν ενσωματωθεί στην αντίστοιχη κοινωνία και λειτουργούν ως εξυπαρχής μέλη αυτής. Διαφορετικά θα πρέπει να δεχθούμε ότι και όσα τέκνα Ελλήνων μεταναστών γεννήθηκαν στο εξωτερικό από γονείς που διαβιούσαν εκεί νόμιμα για το ίδιο χρονικό διάστημα, ανεξαρτήτως αν έχουν καταστεί στην ουσία πολίτες της χώρας αυτής, ότι είναι αλλοδαποί και όχι Έλληνες για μόνο το λόγο αυτό. Αλλά τότε θα πρέπει να δεχθούμε ότι, με εξαίρεση τους Έλληνες μετανάστες πρώτης γενιάς, ότι Έλληνες μετανάστες στο εξωτερικό δεν υπάρχουν παρά αλλοδαποί ελληνικής καταγωγής, κάτι που η ίδια η εμπειρική πραγματικότητα αποδεικνύει άτοπο. Η ενσωμάτωση, όσον αφορά την παιδική ηλικία, στην οποία αναφέρεται η διάταξη, τελείται κυρίως στο πλαίσιο της οικογένειας. Συνεπώς, η ενσωμάτωση ή η δυνατότητα αυτής του τέκνου αλλοδαπών είανι συνάρτηση της αντίστοιχης των γονέως του. Ως προς τους αλλοδαπούς γονείς πρέπει να επισημανθεί ότι το διάστημα της πενταετούς νόμιμης παραμονής δεν είναι αρκετό για την ενσωμάτωση σε μία άλλη κοινωνία, από αυτήν στην οποία έχει κάποιος ανατραφεί. Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι απαιτείται τουλάχιστον ένας χρόνος για τη στοιχειώδη προσαρμογή. Με τη συμπλήρωση της πενταετίας αρχίζει κάποιος να κατασταλάζει στις επιλογές του, αλλά σαφώς και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει καταλήξει. Το παράδειγμα των Ελλήνων που σπουδάζουν επί πενταετία στο εξωτερικό είναι χαρακτηριστικό. Αν δεχθούμε ότι αυτοί, δηλ. οι Έλληνες σπουδαστές, λόγω της συμπλήρωσης πενταετών σπουδών, έχουν ενσωματωθεί στην αλλοδαπή κοινωνία, τότε, όσοι από αυτούς επιστρέφουν στην Ελλάδα – δηλ. η πλειονότητα – έρχονται στην ουσία ως αλλοδαποί. Αυτήν, όμως, τη συναγωγή διαψεύδει η εμπειρική πραγματικότητα. Περαιτέρω, το διάστημα της πενταετούς νόμιμης παραμονής δεν αρκεί για να δώσει κάποιος αλλοδαπός ολοκληρωμένα δείγματα γραφής ως προς τη συμπεριφορά σε μία ξένη κοινωνία. Αν, λοιπόν, πρέπει να τεθεί ως προϋπόθεση ορισμένο χρονικό διάστημα, αυτό θα πρέπει να είναι η δεκαετία. Μέσα σ’ αυτήν αφενός θα έχει αποδειχθεί κατά πόσο ένας αλλοδαπός έχει ενσωματωθεί οργανικά στην ελληνική κοινωνία αφομοιώνοντας τον τρόπο ζωής της και την κουλτούρα της και αφετέρου θα έχει αποδειχθεί αν είναι, λόγω της δραστηριότητας που αναπτύσσει κατάλληλος να ζει σ’ αυτήν, υπό την έννοια αν αναπτύσσει ή όχι παραβατική δραστηριότητα. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να αποσυνδεθεί και η απόδοση ιθαγένειας με τη συμπλήρωση πενταετούς παραμονής κατά το άρθρο 3 ΣχΝΠ και να διατηρηθεί η δεκαετία που ισχύει μέχρι σήμερα. Εφόσον, όμως, οι γονείς μπορούν να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια, και να διαπιστωθεί κατά τη σχετική διαδικασία αν έχουν τα ανάλογα προσόντα, τότε δεν απαιτείται ιδιαίτερη ρύθμιση για όσους δεν τη διαθέτουν. Ακόμη, πρέπει να επισημανθεί ότι η ρύθμιση, κάνοντας λόγο για ένα γονέα, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ο άλλος γονέας να ζει παράνομα στην ελληνική επικράτεια κατά τον κρίσιμο χρόνο ή νόμιμα για μικρότερο χρονικό διάστημα. Στην πρώτη εκδοχή η παράνομη δραστηριότητα εμποδίζει την ελευθερία κινήσεων και περιορίζει τη δυνατότητα ενσωμάτωσης και στη δεύτερη ο περιορισμός επέρχεται ελλείψει χρόνου. § 2 Η δ ε ύ τ ε ρ η περίπτωση αναφέρεται σε τέκνο αλλοδαπών που έχει παρακολουθήσει τις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου και διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα. Τα ερωτήματα που ανακύπτουν από τη διάταξη είναι πολλά και ουσιώδη. Πρώτα απ’ όλα, γιατί το κριτήριο είναι μόνο οι τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι αυτές είναι οι πλέον σημαντικές. Αν όμως λάβει κανείς υπόψη ότι για να θεωρηθεί ένα γηγενές άτομο ως μη αγράμματο, δηλ. ως πρόσωπο που διαθέτει τις στοιχειώδεις γνώσεις για να συνεννοηθεί και να συναλλαχθεί στην κοινωνία, απαιτείται να έχει περατώσει εξαετή στοιχειώδη εκπαίδευση κατά την κρατούσα άποψη, την οποία η μη κρατούσα ανεβάζει σε ενναετή, τότε αντιλαμβάνεται κανείς ότι το κριτήριο των τριών πρώτων τάξων δεν είναι επαρκές. Εξάλλου, στη χώρα μας η υποχρεωτική εκαπίδευση είναι εννεαετής. Έτσι, λοιπόν, το κριτήριο της παρακολούθησης των τριών πρώτων τάξεων του δημοτικού σχολείου νομιμοποιεί, αντίθετα προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης και προσβάλλοντας το δικαίωμα των ίδιων των τέκνων στην εκπαίδευση κατά το άρθρο 2 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΠρΠρωτΕΣΔΑ), τη δυνατότητα των αλλοδαπών γονέων να στερήσουν από τα τέκνα τους τη στοιχειώδη μόρφωση και με τον τρόπο αυτό χορηγεί δικαίωμα για κτήση ιθαγένειας σε άτομα που δεν διαθέτουν το στοιχειώδες υπόβαθρο για να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία. Περαιτέρω, η ρύθμιση της δεύτερης παραγράφου νομιμοποιεί ευρύτατα, ευρύτερα από την παράγραφο 1, παράνομες καταστάσεις. Δεν είναι τόσο ότι ανάγει το ατομικό δικαίωμα των τέκνων σε εκπαίδευση κατά το άρθρο 2 ΠρΠρωτΕΣΔΑ σε παράγοντα κτήσης ιθαγένειας, όσο ότι επιτρέπει σε αλλοδαπούς γονείς παράνομα διαβιούντες στην Ελλάδα, αφού η νόμιμη παραμονή δεν τίθεται ως προϋπόθεση, να επωφεληθούν για να αποκτήσουν τα τέκνα τους την ελληνική ιθαγένεια. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η προϋπόθεση της μόνιμης κατοικίας στην Ελλάδα αποτρέπει τέτοιες καταστρατηγήσεις. Αυτό ισχύει μόνο αν δεχθούμε ότι το νόημα της φράσης «κατοικεί μόνιμα στη χώρα» αναφέρεται στην περίοδο από την εγγραφή στην πρώτη τάξη του δημοτικού μέχρι και την ενηλικίωση, κάτι όμως που δεν προκύπτει από τη διατύπωση του νόμου και πρέπει να συμπληρωθεί. Αλλά κι έτσι ακόμα προκαλείται δυσμενής μεταχείριση σε βάρος των λοιπών πολιτογραφούμενων αλλοδαπών. Οι λοιποί πολιτογραφούμενοι αλλοδαποί, ακόμα και με το ισχύον καθεστώς, θα πρέπει να αποδείξουν επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας, της ελληνικής ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού (ισχύον άρθ. 5 § 2 περ. β΄ ΚΕΙ), κάτι που απαιτεί γνώσεις πολύ περισσότερες από εκείνες των πρώτων τριών τάξεων του δημοτικού, ενώ τα τέκνα αλλοδαπών της σχολιαζόμενης ρύθμισης απαλλάσσονται με την άκρως ανεπαρκή κατάρτιση των τριών πρώτων χρόνων της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Περαιτέρω, οι αλλοδαποί που ζουν μόνιμα στη χώρα και έχουν παρακολουθήσει στην Ελλάδα τις τάξεις από τη Δ΄ Δημοτικού μέχρι και τη Γ΄ Λυκείου τίθενται με βάση το σχέδιο νομοθετικής πρωτοβουλίας σε δυσμενέστερη μοίρα από τα τέκνα αλλοδαπών της σχολιαζόμενης ρύθμισης, γιατί οι πρώτοι αποκτούν αυτοδικαίως την ιθαγένεια, ενώ οι δεύτεροι, παρότι έχουν τις προϋποθέσεις σαφώς καλύτερης ενσωμάτωσης στην ελληνική κοινωνία, υποχρεούνται να ακολουθήσουν τη διαδικασία πολιτογράφησης. Εν όψει των προβλημάτων που δημιουργεί η διάταξη του προτεινόμενου άρθρου 1Α § 2 θα πρέπει να απαλειφθεί. Η δυνατότητα πολιτογράφησης, ακόμα και η ήδη ισχύουσα, παρέχει πολύ περισσότερα εχέγγυα ορθοκρισίας και, πάνω απ’ όλα, δεν ενέχει αυτούς τους κινδύνους που συνεπάγεται το προτεινόμενο άρθρο 1Α § 2. Αν δεν απαλειφθεί, τουλάχιστον θα πρέπει η σχολιαζόμενη ρύθμιση να αναμορφωθεί ριζικά, ώστε να περιλάβει στις προϋποθέσεις της τη νόμιμη διαμονή των γονέων ή των τυχόν αλλοδαπών ασκούντων την επιμέλεια κατά το διάστημα εκπαίδευσης του τέκνου, που θα πρέπει να διαθέτει τουλάχιστουν τίτλο υποχρεωτικής εκπαίδευσης. § 4 Ως προς την περίπτωση γ΄ του προτεινόμενου άρθρου 1Α § 4 ΚΕΙ θα πρέπει να επισημανθεί ότι η κτήση της ιθαγένειας από τέκνα που γεννιούνται στην Ελλάδα και έχουν ένα γονέα αλλοδαπό που γεννήθηκε και διαβιεί μόνιμα στην Ελλάδα, χωρίς να απαιτείται να ζει και νόμιμα δίνει πολλαπλό κίνητρο για λαθρομετανάστευση. Ειδικότερα, ένας αλλοδαπός που γεννήθηκε στην Ελλάδα και ζει μόνιμα σ’ αυτήν μπορεί, λόγω της ιδιότητάς του αυτής – χωρίς να απαιτείται η νομιμότητα της διαμονής –, να καταστήσει το τέκνο του Έλληνα πολίτη. Έτσι. η παράνομη διαμονή επιβραβεύεται. Περαιτέρω, με βάση τη διατύπωση της διάταξης, είναι δυνατό ο γονέας, λόγω του οποίου καθίσταται το τέκνο Έλληνας πολίτης, να είναι ο πατέρας, συνεπώς, αν κάποια αλλοδαπή έγκυος κατά τους τελευταίους μήνες της κύησης εισέλθει παράνομα στην ελληνική επικράτεια, γεννήσει το τέκνο της και αυτό αναγνωρισθεί από κάποιον αλλοδαπό που γεννήθηκε εδώ, ασχέτως αν αυτός ζει νόμιμα, το τέκνο αποκτά την ελληνική ιθαγένεια. Περαιτέρω, το τέκνο αυτό δεν είναι απαραίτητο να ζήσει στην Ελλάδα για ορισμένο χρονικό διάστημα. Αν, λοιπόν ο γονέας που ασκεί τη γονική μέριμνα του τέκνου απελαθεί μαζί μ’ αυτό κι επιστρέψει στην πατρίδα του, αυτό το τέκνο, ως Έλληνας πολίτης, θα μπορεί να αποκτήσει τέκνα με την ελληνική υπηκοότητά, παρότι ο δεσμός του με την Ελλάδα θα είναι περιστασιακός. Εν όψει των προβλημάτων που δημιουργεί η διάταξη του προτεινόμενου άρθρου 1Α § 4 περ. γ΄ ΚΕΙ θα πρέπει να απαλειφθεί. Κάτι τέτοιο δεν θα δημιουργούσε πρόβλημα, καθώς τα τέκνα αλλοδαπών που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, αν ζουν μόνιμα σ’ αυτήν, μπορούν να πολιτογραφηθούν Έλληνες κατά τη ρύθμιση του ήδη ισχύοντος άρθρου 5 ΚΕΙ. ΣΙΜΟΣ Ι. ΣΑΜΑΡΑΣ – Δικηγόρος Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών http://www.nomologio.wordpress.com